Η ελληνική οικονομία και κατά συνέπεια οι τράπεζες δεν έχουν τα δωρεάν πλεονάσματα να διαχειριστούν και κάποιος πρέπει να πληρώσει όχι μόνο τα προνόμια των τραπεζοϋπαλλήλων αλλά και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους. Το ερώτημα δεν είναι μόνο «ποιος», αλλά και «πόσα».
Το ασφαλιστικό είναι από μόνο του ένα πολύ δύσκολο ζήτημα. Έχει πολλές και δυσνόητες παραμέτρους. Κύριες συντάξεις κι επικουρικές. Εισφορές εργαζομένων και εισφορές εργοδοτών. Εισφορές κοινωνικής αλληλεγγύης και εισφορές υπέρ τρίτων. ΛΑΦΚΑ κι άλλα αρκτικόλεξα. Γενικώς σε οποιαδήποτε συζήτηση περί ασφαλιστικού χάνει η μάνα το παιδί και κυρίως οι εργαζόμενοι τα λεφτά τους.
Ας μην είμαστε άδικοι. Τα προνόμια κάποιων επαγγελματικών τάξεων -ειδικά του δημοσίου τομέα οι οποίες μπορούσαν να πιέσουν αποτελεσματικά τους ψηφοθήρες πολιτικούς- διόγκωσαν το πρόβλημα. Δεν το δημιούργησαν. Το πρόβλημα ξεκινά από τη γήρανση του πληθυσμού. Λιγότεροι παράγουν και περισσότεροι παίρνουν σύνταξη. Εκεί βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος.
Υπάρχουν όμως και οι παράγοντες που επιτείνουν την κατάσταση. Ένας απ’ αυτούς είναι τα προνόμια των «ρετιρέ». Χιλιάδες βγήκαν και βγαίνουν στη σύνταξη σε ηλικία 45-65 χρόνων και περιμένουν κάποιους άλλους να τους πληρώνουν. Αυτό αποτελεί μία πτυχή της κρίσης του ασφαλιστικού. Περισσότερο, όμως, συνετέλεσε το γεγονός ότι ποτέ οι εργαζόμενοι δεν είχαν στα χέρια τους τη μοίρα των χρημάτων που κατέθεταν για την ασφάλισή τους. Υπό το πρόσχημα της κοινωνικής αλληλεγγύης κάποιοι τα καρπώνονταν. Κι όσο κι αν φανεί περίεργο, αυτοί ήταν οι επιχειρηματίες και οι τράπεζες.
Μέχρι τη δεκαετία του 1980 τα ασφαλιστικά ταμεία ήταν υποχρεωμένα από το προσφιλές στην Αριστερά κράτος να καταθέτουν τα πλεονάσματά τους άτοκα στις τράπεζες. Σε εποχές που ο πληθωρισμός έτρεχε με 20%-25% οι εργαζόμενοι έχαναν το αντίστοιχο ποσοστό από τις αποταμιεύσεις για τα γεράματά τους. Οι τράπεζες (κυρίως κρατικές) πλούτιζαν από το μόχθο των εργαζομένων, έδιναν προνόμια στους υπαλλήλους των (για να έχουν τη διαβόητη «κοινωνική ειρήνη») και χρηματοδοτούσαν με κάτω του πληθωρισμού επιτόκιο τους επιχειρηματίες. Έτσι, όλοι έβγαιναν κερδισμένοι σε βάρος των εργαζομένων: Οι πολιτικοί έκαναν τα ρουσφέτια τους και τις «εξυπηρετήσεις» των στους επιχειρηματίες. (Τα «νέα τζάκια» του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980 με τέτοιο χρήμα επιχειρήθηκαν να στηθούν.) Οι τράπεζες είχαν φθηνό χρήμα για να χρηματοδοτούν τη γραφειοκρατία και τα προνόμια των υπαλλήλων τους και οι υπάλληλοί τους ζούσαν μπέικα σε βάρος των υπόλοιπων εργαζόμενων.
Αυτό βαφτίστηκε κοινωνική αλληλεγγύη στο ασφαλιστικό σύστημα. Όλοι έβαζαν σε ένα κοινό κορβανά κι όποιος προλάβαινε έπαιρνε. Κι επειδή σ’ αυτή τη ζωή συνήθως οι ατσίδες προκάνουν, φτάσαμε να έχουμε: 1) συντάξεις 500 ευρώ για ανθρώπους που δούλεψαν μέχρι τα 65, 2) συντάξεις 2.000 ευρώ για ανθρώπους που δούλεψαν μέχρι τα 45 τους, 3) Κερδοφορία της τάξης άνω του 50% για τις τράπεζες και 4) Επιχειρηματικά θαλασσοδάνεια δισεκατομμυρίων ευρώ σε αντιπαραγωγικές δραστηριότητες.
Κι όλα αυτά στο πλαίσιο του αριστεροφιλούς κρατικού παρεμβατισμού. Το κράτος έβαλε χέρι στα ταμεία για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη. Προσοχή! Οι πολιτικές προθέσεις ήταν αγνές: Πραγματικά κάποιοι πίστεψαν ότι έτσι θα δημιουργηθεί ανάπτυξη. Οι κρατικοί και οι πέριξ του κράτους μηχανισμοί, όμως, βρίσκουν δικούς τους τρόπους για να ροκανίσουν το δωρεάν χρήμα που διαχειρίζονται. Αργά και σταθερά φτιάχνουν διαρκώς νέα κεκτημένα και στο τέλος μένουν τα κεκτημένα και χάνεται ο στόχος.
Τώρα ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Η ελληνική οικονομία και, κατά συνέπεια, οι τράπεζες δεν έχουν τα δωρεάν πλεονάσματα να διαχειριστούν και κάποιος πρέπει να πληρώσει όχι μόνο τα προνόμια των τραπεζοϋπαλλήλων αλλά και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους. Το ερώτημα δεν είναι μόνον «ποιος», αλλά και «πόσα».
Αυτή τη στιγμή άπαντες αντιλαμβάνονται ότι η ανώμαλη κατάσταση με το ασφαλιστικό των τραπεζών δεν μπορεί να διαιωνιστεί, αλλά κανείς δεν γνωρίζει ούτε πόσο θα κοστίσει ούτε ποιος θα πληρώσει. Η μεταρρύθμιση γίνεται στα τυφλά, και δυστυχώς δεν υπάρχει η δικαιολογία των Ολυμπιακών Αγώνων για την ολιγωρία της κυβέρνησης να συντάξει αναλογιστικές μελέτες.
Υπήρχε χρόνος αλλά ταυτόχρονα υπήρχε και αμφιθυμία για τις διαρθρωτικές αλλαγές. Η κυβέρνηση γνώριζε ότι, αν είχε ζητήσει αναλογιστικές μελέτες για τις τράπεζες, θα ξεσηκώνονταν άπαντες με κραυγές του στιλ «η κυβέρνηση απασφαλίζει το ασφαλιστικό!», ενώ η ίδια ρητά διαβεβαίωνε ότι το βασικό αυτό θέμα δεν πρόκειται να αγγιχτεί.
Τώρα οι προθεσμίες είναι ασφυκτικές. Το ασφαλιστικό των τραπεζών είναι πρέπει να λυθεί μέχρι το Σεπτέμβριο, αλλιώς Κύριος οίδε τι μέλλει γενέσθαι με τα νέα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Θα λυνόταν πολύ καλύτερα αν η δημόσια συζήτηση είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Αλλά είπαμε: Σ’ αυτή τη χώρα συνηθίσαμε να ξορκίζουμε τα προβλήματα. Όχι να τα λύνουμε, όταν πρέπει να τα λύσουμε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 28.6.2005