Αν ερμηνεύσουμε κατ’ απόλυτο τρόπο το άρθρο 19 του Συντάγματος και απαγορεύσουμε την μετάδοση των υποκλαπέντων συνομιλιών, έχουμε προληπτική λογοκρισία, η οποία απαγορεύεται ρητά από το άρθρο 14 του ίδιου Συντάγματος.
Την παρέμβαση του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Αναστάσιου Παπαληγούρα, με το αίτημα να απαγορεύσει τη μετάδοση των μαγνητοφωνημένων συνομιλιών ιεραρχών, σκέφτεται να ζητήσει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος στη βάση της «καταπάτησης θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων». Η πρώτη ανάγνωση αυτής της πρωτοβουλίας μπορεί να δημιουργήσει ένα ρηχό, αλλά ουσιαστικό ερώτημα: Αν πραγματικά υπάρχει παραβίαση δικαιωμάτων -προσοχή: από την μετάδοση συνομιλιών, όχι την υποκλοπή- τότε αυτή η παραβίαση έχει μια μεγάλη και βαριά προϊστορία στη χώρα. Η εκκλησία μέχρι σήμερα σιωπούσε…
Πιο συνεπής και πιο ουσιαστικός σ’ αυτό το θέμα είναι ο φίλος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου κ. Σταύρος Τσακυράκης ο οποίος με παρέμβασή του το Σάββατο στην «Ελευθεροτυπία» έγραψε σχετικά: «Θεωρώ ότι το Σύνταγμά μας […] προστατεύει απόλυτα το απόρρητο της επικοινωνίας, το οποίο παραβιάζεται όχι μόνον από τον δράστη της υποκλοπής αλλά και από όποιον αναμεταδίδει το περιεχόμενο υποκλοπών ή (ακόμη χειρότερα) επιλεγμένων αποσπασμάτων από αυτές. Λογική συνέπεια της απόλυτης αυτής απαγόρευσης είναι αφενός ότι προϊόντα υποκλοπής δεν μπορούν ποτέ να γίνουν αποδεκτά ως αποδεικτικά μέσα αφετέρου ότι τιμωρείται όποιος τα χρησιμοποιεί, για τον απλούστατο λόγο ότι η χρήση τους αποτελεί νέα και αυτοτελή παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας.» («Το κακό Ζέπελιν και οι καλοί “Κάλαχαν”», Ελευθεροτυπία 5.2.2005)
Βέβαια ο ίδιος γνωρίζει άριστα το Σύνταγμα αλλά η ερμηνεία που κάνει στο άρθρο 19 φαντάζει κομμάτι αυθαίρετη. Το εν λόγω (εξαιρετικά φιλελεύθερης αντίληψης) άρθρο ορίζει ρητά ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο.» Αυτή καθ’ αυτή η πράξη της παραβίασης είναι καθολικά καταδικαστέα και ποινικά κολάσιμη. Τι γίνεται όμως με την χρήση των υποκλαπέντων συνομιλιών; Εδώ το Σύνταγμα αναφέρει ρητά, ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία (στα δικαστήρια), αλλά σοφά δεν αναφέρει τίποτε για τη χρήση προϊόντων υποκλοπής από τα ΜΜΕ.
Αν ερμηνεύσουμε κατ’ απόλυτο τρόπο το άρθρο 19 και απαγορεύσουμε την μετάδοση των επίμαχων συνομιλιών, έχουμε εκ των προτέρων απαγόρευση δημοσίευσης (προληπτική λογοκρισία) η οποία απαγορεύεται ρητά από το άρθρο 14 του Συντάγματος.
Ο διαπρεπής συνταγματολόγος προχωρά ένα βήμα παραπέρα: «Αν ουδείς, ούτε ο δικαστής δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις παράνομες κασέτες, ασφαλώς δεν έχει δικαίωμα ούτε ο δημοσιογράφος, όπως δεν έχει δικαίωμα να βασανίζει, να εισχωρεί στα σπίτια, να κοιτάζει από τις κλειδαρότρυπες για να ανακαλύψει την αλήθεια.»
Φυσικά κανείς δεν έχει δικαίωμα να κάνει υποκλοπές ή άλλες παράνομες πράξεις στα πλαίσια της δημοσιογραφικής έρευνας. Το ερώτημα όμως δεν είναι αυτό, αλλά αν μπορεί να απαγορευθεί η χρήση υλικού που αποκτήθηκε (έστω με παράνομο τρόπο) από τον δημοσιογράφο.
Κατ’ αρχήν πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι. Τα Συντάγματα σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν συνταχθεί για να προστατεύουν τις ελευθερίες των πολιτών (και κατά συνέπεια του Τύπου) από τις συντεταγμένες εξουσίες και όχι τις συντεταγμένες εξουσίες από τον έλεγχο των δεύτερων.
Σ’ αυτή τη βάση πρέπει να ερμηνεύουμε τις συνταγματικές επιταγές, ειδικά όταν ζυγίζουμε δύο ισχυρά δικαιώματα. Όπως πολύ καλά γνωρίζει ο φίλος κ. Τσακυράκης (είναι συγγραφέας του εξαιρετικής μελέτης «Η Ελευθερία του Λόγου στις ΗΠΑ» εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα) πάνω σ’ αυτή τη βάση νομολόγησε και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ όταν αντιμετώπισε μια ακριβώς όμοια υπόθεση. Παρά το γεγονός ότι οι υποκλοπές τηλεφωνημάτων απαγορεύονται και από τον Ομοσπονδιακό και από τον Πολιτειακό Νόμο της Πενσιλβάνια το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ το δικαστήριο αθώωσε τον δημοσιογράφο Fred Vopper που ραδιοφωνικά μετέδωσε προϊόν υποκλοπής, αφού ο ίδιος δεν έκανε την υποκλοπή. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή των αξιωματούχων που συνομιλούσαν στην επίμαχη κασέτα, αν και ισχυρό, δεν έχει την ίδια βαρύτητα με το δικαίωμα του κοινού να αποκτήσει τις συγκεκριμένες πληροφορίες, εφόσον ο δημοσιογράφος δεν έκανε κάτι παράνομο για να τις αποκτήσει.
«Σ’ αυτήν την υπόθεση, το έννομο συμφέρον προστασίας της ιδιωτικής ζωής των ατόμων ποίων η συνομιλία υποκλάπηκε, αν και ισχυρό, βρέθηκε ελλιποβαρές σε σχέση με το έννομο συμφέρον της δημοσίευσης υποθέσεων που έχουν δημόσιο ενδιαφέρον», έγραψε ο δικαστής John Paul Stevens για λογαριασμό της πλειοψηφούσας άποψης. Τόνισε όμως ότι οι πληροφορίες σ’ αυτή την περίπτωση ήταν «αδιαμφισβήτητα υπόθεση δημόσιου ενδιαφέροντος».
Η καταδίκη, τόνισε ο εισηγητής της πλειοψηφίας, θα έπληττε «τον πυρήνα της Πρώτης τροπολογίας του Συντάγματος, γιατί θα τιμωρούσε ένα Μέσο μόνο και μόνο επειδή δημοσιοποίησε αληθείς πληροφορίες δημοσίου ενδιαφέροντος».
Τα Ελγίνεια, η υποκλοπή και η πληροφόρηση
Τον Δεκέμβριο του 2003, στο συμβούλιο Κορυφής της Ε.Ε. ο κ. Κώστας Σημίτης πήρε σε μια γωνιά τον κ. Τόνι Μπλερ και του ζήτησε να επισπεύσει την διαδικασία επιστροφής των Ελγινείων διότι, όπως είπε ο έλληνας πρωθυπουργός «σε λίγο καιρό θα έχω εκλογές».
Η συνομιλία αυτή κατεγράφη από κάμερα (χωρίς την συναίνεση των δύο) και μεταδόθηκε απ’ όλα τα ελληνικά κανάλια. Στην ουσία τα κανάλια μετέδωσαν ένα ιδιότυπο, αλλά καραμπινάτο προϊόν υποκλοπής. Αν υπήρχε νόμος που να απαγορεύει μετάδοση προϊόντων υποκλοπής δεν θα μαθαίναμε ποτέ γι’ αυτή τη συνομιλία. Οι νόμοι έχουν γενική ισχύ και δεν αφορούν μόνο κοριούς. Αφορούν κυρίως την αέναη προσπάθεια κάθε εξουσίας να περιορίσουν την ενημέρωση στο όνομα της κακής πληροφόρησης.
Η δεοντολογία
Υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ της απαγόρευσης από της συντεταγμένες εξουσίες μετάδοσης πληροφοριών και του χρέους των δημοσιογράφων να μην υπερβαίνουν κάποια όρια κατά την μετάδοση των πληροφοριών. Η γραμμή αυτή ονομάζεται δημοσιογραφική δεοντολογία και στο κανάλι EXTRA αυτά τα όρια έχουν ξεπεραστεί προ πολλού. Ειδικά σε ότι αφορά τις λεπτομέρειες σχετικά με την ερωτική ζωή των μητροπολιτών.
Μπορεί η ομοφυλοφιλία μητροπολιτών να είναι θέμα να δημόσιου ενδιαφέροντος -το έκανε ο αρχιεπίσκοπος με τις αποστροφές του περί «βωώσας και κράζουσας (sic) αμαρτίας»- αλλά οι χυδαίες λεπτομέρειες που ακούγονται στις κασέτες, δεν είναι επ’ ουδενί θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος. Είναι θέμα ιδιωτικού ενδιαφέροντος για τηλεθεάσεις. Το ζήτημα είναι ότι για μια ακόμη φορά φουντώνει ένα θέμα ελευθερολογίας και δεοντολογίας και για μια ακόμη φορά η ΕΣΗΕΑ είναι απούσα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 8.2.2005