Δημιουργήθηκε μια διεθνολογική φούσκα η οποία εκτός από ακριβή είναι πολλές φορές κι επικίνδυνη. Γιατί ο απλός κόσμος άκουσε από την συντεχνία των αναλυτών τόσες φορές το «λύκος στα πρόβατα», που άρχισε να θεωρεί τον λύκο μυθολογικό κατασκεύασμα…
Αν ξεφύλλιζε κάποιος τις εφημερίδες της περασμένης εβδομάδας θα διαπίστωνε το εξής εκπληκτικό. Αυτή η χώρα παράγει διεθνολόγους. Πολλούς διεθνολόγους. Όχι τους «μαϊμού», αυτούς που κυκλοφορούν στα τηλεπαραθύρια, κι αναλύουν το Κυπριακό με την ίδια εγκυρότητα που πριν τρεις μήνες ανέλυαν την τρομοκρατία και πριν πέντε τα σεισμολογικά ρήγματα, αλλά κανονικούς με πτυχία και καλαμάρια. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι και διευθυντές ινστιτούτων με βαρύγδουπα ονόματα, κάποιοι άλλοι κατέχουν έδρες με ευρωπαϊκά ονόματα και κάποιοι άλλοι είναι απλοί πανεπιστημιακοί καθηγητές διεθνών σχέσεων.
Η υπερπαραγωγή αυτή διεθνολόγων μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι στη χώρα μας υπάρχει μεγάλη αγορά διεθνών προβλημάτων. Έχουμε πολλά ανοιχτά εθνικά θέματα, άρα χρειαζόμαστε περισσότερα μυαλά να τα μελετούν, άρα ορθώς πληρώνουμε από το υστέρημά μας όλοι εμείς οι φορολογούμενοι στρατιές καθηγητάδων, ώστε να έχουμε πάντα τις καλύτερες πρωτογενείς ιδέες, που να γίνονται καλή εξωτερική πολιτική και να κερδίζουμε στα εθνικά θέματα.
Το παράδοξο όμως είναι ότι, αν και διαθέτουμε στρατιές διεθνολόγων, οι περισσότεροι απ’ αυτούς διατείνονται ότι «χάνουμε κατά κράτος» σε όλα τα εθνικά μας θέματα. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν των αφελών φορολογούμενων είναι: αφού χάνουμε που χάνουμε γιατί να τους πληρώνουμε όλους αυτούς; Για να διαπιστώνουν απλώς ότι ο ασθενής κατέληξε; Δεν μπορούμε να «χάνουμε κατά κράτος» από μόνοι μας, ώστε να μας έρχεται και πιο φθηνά;
Υπάρχει όμως και μια άλλη θεωρία. Εκείνη του νομπελίστα οικονομολόγου Τζέιμς Μπιουκάναν. Αυτός υποστήριξε ότι άσχετα από τις διακηρυγμένες προθέσεις των δημοσίων οργανισμών, το δημοσιοϋπαλληλικό κατεστημένο δημιουργεί την δική του ατζέντα, που πρωτίστως εξυπηρετεί το ίδιο το κατεστημένο κι όχι τον στόχο που έχει ο οργανισμός. Έτσι, σύμφωνα με την «Θεωρία της Δημόσιας Επιλογής», η συντεχνία των διεθνολόγων χρειάζεται μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα διαρκών εθνικών κρίσεων. Τρέφεται απ’ αυτή. Κυριολεκτικά και μεταφορικά: περισσότερες αγωνίες, περισσότερα κονδύλια, περισσότερη αναγνωρισιμότητα κ.λ.π. Έχουν λοιπόν κάθε συμφέρον να εμφανίζουν τις κρίσεις μεγαλύτερες για να νιώθουν και να γίνονται πιο σημαντικοί.
Έτσι όμως δημιουργείται ένα ετεροβαρές αποτέλεσμα. Επειδή η παραγωγή ιδεών για την εξωτερική πολιτική επιδοτείται ούτως ή άλλως από τους φορολογούμενους, το κακό προϊόν δεν έχει κόστος για τον παραγωγό του. «Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει ο μισθός πληρώνεται», άσχετα αν ένας διεθνολόγος παράγει μπαρούφες ή χρήσιμες ιδέες. Υπήρξαν, για παράδειγμα, καθηγητές κι αναλυτές διεθνών σχέσεων που πριν δέκα χρόνια προέβλεπαν τη δημιουργία ενός μουσουλμανικού τόξου στα Βόρεια της χώρας μας, το οποίο σταδιακά θα έπνιγε την Ελλάδα. Τόξο φυσικά δεν δημιουργήθηκε, αλλά ουδείς ανέλαβε το κόστος για την παραγωγή μπαρούφας εκείνη την περίοδο. Εκείνοι δε που συνέβαλαν τα μέγιστα ώστε να οδηγηθεί η χώρα σε μαξιμαλιστικές πολιτικές -και να πληρώσει γι’ αυτό- συνεχίζουν ακάθεκτοι να αναλύουν για άλλες απειλές και να πληρώνονται γι’ αυτό.
Ένα σύστημα όμως που επιδοτεί την παραγωγή κινδυνολογίας και δεν τιμωρεί τις μπαρούφες, δημιουργεί κίνητρα για την παραγωγή κινδυνολογίας άσχετα αν η τελευταία είναι μπαρούφα ή όχι. Στην ουσία δημιουργήθηκε μια διεθνολογική φούσκα η οποία εκτός από ακριβή είναι πολλές φορές κι επικίνδυνη. Γιατί ο απλός κόσμος άκουσε από την συντεχνία των αναλυτών τόσες φορές το «λύκος στα πρόβατα», που άρχισε να θεωρεί τον λύκο μυθολογικό κατασκεύασμα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 17.11.2002