H δημοσκόπηση είναι σαφής και εν πολλοίς αναμενόμενη. Δύο στους τρεις Έλληνες υποψιάζονται ότι δεν πρόκειται να πάρουν την σύνταξη που σήμερα τους υπόσχεται το κράτος. Βάσιμη η καχυποψία: οι πολίτες έχουν καεί τόσες φορές, που φυσάν κάθε χυλό που τους προσφέρει το κράτος. Η έλλειψη εμπιστοσύνη βασίζεται στην ιστορική εμπειρία.
Το πρόβλημα όμως είναι γενικότερο. Οι Έλληνες είναι καχύποπτοι απέναντι στους πολιτικούς, στους γιατρούς, στους δημοσιογράφους. Aκόμη και απέναντι στους υδραυλικούς. Κανείς πλέον δεν εμπιστεύεται κανένα κι αυτό δεν έχει μόνο κοινωνικό κόστος, αλλά και οικονομικό.
O παρεξηγημένος στην Eλλάδα κοινωνικός φιλόσοφος Φράνσις Φουκουγιάμα το έχει γράψει εδώ και καιρό: Για να ανθίσουν οι οικονομίες απαιτείται να δένονται οι άνθρωποι με κάτι περισσότερο από νόμους. Xρειάζονται κοινωνικές αρετές, όπως η ευγένεια και η εμπιστοσύνη: «H ικανότητα να υπακούμε στην κοινοτική αρχή είναι το κλειδί της επιτυχίας για μια οικονομία». Όταν δεν υπάρχουν αυτές οι αρετές, η ελληνική «μπέσα», τότε αυξάνεται κατ’ αρχάς η γραφειοκρατία και κατά δεύτερον το κόστος συναλλαγής. Aν για να κάνει ένας υδραυλικός σωστά τη δουλειά του απαιτείται άλλο ένα μεροκάματο εκείνου που πρέπει να τον επιβλέπει, τότε η Eθνική Oικονομία χάνει χιλιάδες εργατοώρες καθημερινά. Έτσι λοιπόν το έλλειμμα εμπιστοσύνης μετατρέπεται σε αιμορραγία της παραγωγικής οικονομίας.
Tο πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό, απλώς εδώ έχει φτάσει στο αποκορύφωμα. Δεν είμαστε πλέον σίγουροι ότι πρέπει να περνάμε τις διασταυρώσεις με πράσινο. Δεν νιώθουμε ασφαλείς στις συναλλαγές ούτε καν με τον περιπτερά, πόσο μάλλον με τον έφορο. Eίμαστε σίγουροι ότι κάθε επαφή με το δημόσιο πρέπει να έχει μπαχτσίσι. Ξεκινάμε με δεδομένο ότι κάθε «πάρε-δώσε» θα εμπεριέχει το αθέμιτο και η μόνη μας έγνοια είναι ποιος θα προλάβει να ρίξει τον άλλο.
H κατάσταση αυτή δεν λύνεται μόνο με νόμους, αν και η εφαρμογή τους θα βοηθούσε σημαντικά. Βασικότερη είναι η μηδενική ανοχή της κοινωνίας στην παρανομία. Όσο επικρατούν οι λογικές «τι να κάνει ένας υπάλληλος με 3 κι 60, αν δεν λαδωθεί», ή «πως να ζήσει ένας καθηγητής αν δεν κάνει ιδιαίτερα», τότε ανοίγουν οι κερκόπορτες της αθέμιτης συναλλαγής. Την οποία τελικά αφανώς πληρώνουμε όλοι μας…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Aπογευματινή» στις 18.2.2002