Ενα από τα βασικά προβλήματα της χώρας είναι ότι ο διάλογος είναι είτε τυπικά είτε οιονεί ποινικοποιημένος.
Το 1993 τέσσερα μέλη μιας αντεθνικιστικής ομάδας καταδικάστηκαν σε 19 μήνες φυλάκιση επειδή μοίραζαν φυλλάδια που έγραφαν «Οι γείτονές μας δεν είναι εχθροί μας. Οχι στον εθνικισμό και τον πόλεμο». Σύμφωνα με την εφημερίδα Independent (18.8.1993) «παρά το γεγονός ότι στα φυλλάδια γινόταν έκκληση για ειρήνη στα Βαλκάνια και ασκούσαν κριτική στην Ελλάδα για την πολιτική της έναντι των μειονοτήτων, οι τέσσερις κατηγορήθηκαν για διασπορά ψευδών ειδήσεων, προσπάθεια υποκίνησης πράξεων βίας και ότι επιχείρησαν να διαταράξουν τις φιλικές σχέσεις με άλλη χώρα…».
Το «Μακεδονικό» είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για τα καταστροφικά αποτελέσματα που έχει η νομοθετημένη και οιονεί ανελευθερία του λόγου στην Ελλάδα. Οι καταδίκες, οι προπηλακισμοί, οι εκφοβισμοί ανθρώπων που είχαν διαφορετική άποψη για το εθνικό ζήτημα οδήγησαν την πολιτική ηγεσία σε ακραίες και αδιάλλακτες θέσεις. Αυτές, προϊόντος του χρόνου, περιθωριοποίησαν διπλωματικά τη χώρα, με τεράστιο οικονομικό και πολιτικό κόστος, και φυσικά επιδείνωσαν το πρόβλημα αντί να το λύσουν. Σήμερα όλες οι χώρες του κόσμου ονομάζουν την πΓΔΜ «Μακεδονία», ενώ οι Ελληνες διπλωμάτες αντί να ασχολούνται με σοβαρότερα εθνικά ζητήματα τρέχουν από φόρουμ σε φόρουμ για να διορθώνουν όσους ομιλητές ή διοργανωτές αποκαλούν την ακατονόμαστη χώρα με το συνταγματικό της όνομα.
Αν, τότε, κάποιοι άνθρωποι δεν καταδικάζονταν, δεν προπηλακίζονταν κ. λπ. και κάποιοι άλλοι δεν φοβούνταν να μιλήσουν μπορεί να ανέπτυσσαν «ακραίες θέσεις», όπως π. χ. ότι «η Μακεδονία είναι μακεδονική», «βουλγαρική», «κονγκολέζικη» κ. λπ. Αυτή η θέση όμως θα ζυμωνόταν με την αντίθετη «ακραία θέση», ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική» και θα προέκυπτε ένας ενδιάμεσος τόπος και πιθανότατα θα υιοθετούσαμε μια σύνθετη ονομασία. Οι πολιτικές ηγεσίες δεν θα ασπάζονταν την αδιέξοδη θέση του «Οχι στη Μακεδονία και στα παράγωγά της» κι εμείς σήμερα δεν θα τρέχαμε να επιτύχουμε κάποιο παράγωγο της ονομασίας.
Σε ένα ζωντανό δημόσιο διάλογο πάντα θα ακούγονται ακραίες θέσεις. Αυτές τον γονιμοποιούν, ακόμη και διά της απορρίψεώς τους. Οπως έγραφε στο βιβλίο «Περί Ελευθερίας» ο Τζον Στιούαρτ Μιλ «αν οι ιδέες που ακούγονται είναι σωστές, τότε η κοινωνία θα έχει κέρδος με το να τις ασπαστεί. Αν αυτές οι ιδέες είναι λάθος, τότε η κοινωνία πάλι θα έχει κέρδος απορρίπτοντάς τες και ισχυροποιώντας ταυτόχρονα τις δικές της σωστές πεποιθήσεις».
Ενα από τα βασικά προβλήματα της χώρας είναι ότι ο διάλογος είναι είτε τυπικά είτε οιονεί ποινικοποιημένος. Το θεμέλιο της τυπικής ποινικοποίησης είναι το άρθρο 14 του Συντάγματος. Αυτό έχει 571 λέξεις (!) εκ των οποίων μόνον οι 12 προασπίζουν την ελευθερία του λόγου «Ο Τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται». Τα υπόλοιπα είναι απαγορεύσεις. Υπάρχει όμως και η οιονεί ποινικοποίηση. Ιδέες για την οικονομία που αντετίθεντο στο μεγάλο κράτος απαξιώνονταν ως «νεοφιλελεύθερες» ή «ανάλγητες», αποτρέποντας τη γονιμοποίηση της συζήτησης που έπρεπε να γίνει για την οικονομία. Απέναντι στην ακραία θέση «όλα στο κράτος» δεν ακούστηκε η αντίθετη «όλα στους ιδιώτες» ώστε να καταλήξουμε σε μια ενδιάμεση θέση. Αυτό ίσως πληρώνουμε σήμερα. Το έλλειμμα του πραγματικού διαλόγου…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 3.11.2011