Τι θα λέμε για την κρίση το 2031;
Το 2031, λοιπόν, στο 22ο χρηματοοικονομικό συνέδριο της Θράκης (δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ εδώ θα είμαι) θα έχουμε δυο εναλλακτικά σενάρια να συζητήσουμε. Μπορούμε να κουβεντιάζουμε και να αναρωτιόμαστε γιατί τότε το 2011 δεν κάναμε όσα πρέπει και φτάσαμε ως εδώ ή μπορεί να συζητάμε την ελληνική εμπειρία (the Greek experience): πως αλλάζει και σώζεται μια χώρα την οποία πολλοί θεωρούσαν ότι δεν μπορεί να σωθεί, και κάποιοι νομίζουν ότι δεν αξίζει να σωθεί.
Σ’ αυτό το πάνελ -εκτός, φυσικά, από μένα- θα βρίσκονται και κάποιοι που γεννήθηκαν το 2000. Θα ρωτούν, όπως θα έχουν κάθε δικαίωμα, καθένα από εμάς, τι κάναμε για να σώσουμε την χώρα. Θα ζητούν -όπως επίσης έχουν κάθε δικαίωμα- ευθύνες ή θα μας απονείμουν εύσημα. Δεν θα είναι οι ξένοι, οι Γερμανοί, που θα ζητούν ευθύνες. Θα είναι τα παιδιά μας. Οι μόνοι αθώοι.
Και σήμερα μόνο τα παιδιά έχουν δικαίωμα να ρωτούν «που πήγαν τα λεφτά». Τώρα τα κοροϊδεύουμε: τους λέμε παιδιά ότι έφαγαν οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες, οι αγορές, ο καπιταλισμός, ο κακός ο λύκος. Χωρίς να αποκλείω κανένα -ούτε καν τον κακό λύκο- από το προηγούμενο φαγοπότι, ξέρω ότι εγώ που θα πενηνταρίσω σε λίγα χρόνια, δεν έχω το δικαίωμα να ρωτώ που πήγαν τα λεφτά. Κατ´ αρχήν διότι ως πολίτης πρέπει να ξέρω κάθε μέρα που πάνε τα λεφτά. Εκτός αν δηλώσω ιδιώτης με την αγγλική σημασία του όρου· δηλαδή ηλίθιος.
Κανείς λοιπόν γεννημένος πριν το 1980 δεν έχει το δικαίωμα να ρωτά «που πήγαν τα λεφτά;» Ξέρει ή τουλάχιστον όφειλε να ξέρει διότι σε μια δημοκρατία το υψηλότερο ελεγκτικό αξίωμα είναι του πολίτη.
Κατά τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, και το 2031 ουδείς γεννημένος πριν το 2000 θα έχει το δικαίωμα να έρθει εδώ, σ’ αυτό το συνέδριο, και να αναρωτηθεί «γιατί τότε, το 2011, δεν σώθηκε η χώρα;» Διότι η απάντηση θα είναι απλή: διότι καθένας περίμενε κάποιον άλλο να την σώσει. Και αυτός ο άλλος ήθελε να αλλάξουν όλα εκτός από τα δικά του.
Εισαγωγική ομιλία στο «2ο Χρηματοοικονομικό Συνέδριο Θράκης». Αλεξανδρούπολη 27.5.2011