Γιατί σήμερα δεν υπάρχει ένας Σαρλ Ντε Γκόλ, ένας Τζον Κένεντι, ένας Κωνσταντίνος Καραμανλής, ή ένας Ζακ Ντελόρ;
Χρόνια τώρα κυριαρχεί ένα ερώτημα στις πολιτικές συζητήσεις. Γιατί σήμερα δεν υπάρχει ένας Σαρλ Ντε Γκωλ, ένας Χέλμουτ Κολ, ένας Κωνσταντίνος Καραμανλής ή ένας Ζακ Ντελόρ; Γιατί το πολιτικό σύστημα ή ακόμη και οι κοινωνίες δεν παράγουν μεγάλους ηγέτες όπως παλιά;
Κατ’ αρχάς, αν διευρύνουμε λιγάκι τη συζήτηση, θα διαπιστώσουμε ότι τίποτε δεν παράγεται «όπως παλιά». Ούτε καν οι ντομάτες δεν είναι «τόσο νόστιμες όπως παλιά». Τα αυτοκίνητα «δεν είναι τόσο γερά όσο παλιά»· «οι άνθρωποι δεν είναι τόσο τίμιοι όπως παλιά»· «τα παιδιά δεν μορφώνονται τόσο καλά, όσο παλιά»· γενικώς «η ζωή δεν είναι τόσο καλή όσο παλιά».
Yπάρχει η πατίνα του χρόνου που εξιδανικεύει το παρελθόν και μεγεθύνει τα προβλήματα του παρόντος. Είναι πολλοί εκείνοι που νοσταλγούν τη ζωή στις πόλεις πριν από πενήντα χρόνια –όπου «όλα ήταν πιο ανθρώπινα»– αλλά έχουν απωθήσει από τη μνήμη τους ότι όλοι οι δρόμοι ακόμη και πέριξ του κέντρου της Αθήνας βούλιαζαν στη λάσπη τον χειμώνα και στη σκόνη το καλοκαίρι. Είναι ανθρώπινο να νοσταλγούν οι παλιότεροι το παρελθόν, διότι νοσταλγούν την νιότη τους. Οταν κάποιος είναι νέος, δεν χρειάζεται νοσοκομείο και οι ελλείψεις στις υποδομές υγείας (που ήταν απείρως μεγαλύτερες από τις σημερινές) περνούσαν απαρατήρητες. Οι άνθρωποι πέθαιναν σε ηλικία που σήμερα θεωρούμε «μικρή» (εξήντα, εβδομήντα χρόνων), ενώ όσο ζούσαν δούλευαν τόσο πολύ που δεν είχαν τον χρόνο να σκεφθούν πόσο καλά ή πόσο άσχημα είναι. Συνεπώς, κάθε φορά που συζητάμε για «τα παλιά» πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη το μικρό καλάθι της μνήμης.
Αύξηση των παραμέτρων
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Η διευρυνόμενη πολυπλοκότητα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και στην πολιτική διαδικασία. Αυτή καθ’ αυτή η αύξηση της ευημερίας προσθέτει πολυπλοκότητα στην κοινωνία. Για παράδειγμα, είναι διαφορετική και πιο εύκολη η διαχείριση των απορριμμάτων μιας κοινωνίας με κατά κεφαλήν εισόδημα 5.000 δολαρίων και πιο πολύπλοκη σε μια κοινωνία των 30.000 δολαρίων κατά κεφαλήν. Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε παραγωγή πολύ λιγότερων απορριμμάτων, ενώ ήταν μικρότερη η επέκταση των ανθρώπων στον χώρο, έστω δι’ εξοχικών κατοικιών. Υπάρχουν πολλές περιοχές ελεύθερες στις οποίες μπορούν να δημιουργηθούν ΧΥΤΑ χωρίς να ενοχλούν κανένα. Ετσι, η πολιτική απόφαση που ονομάζεται «Ολοκληρωμένος σχεδιασμός διαχείρισης απορριμμάτων» έχει σήμερα πολύ περισσότερες παραμέτρους να λάβει υπόψη, απ’ ό,τι θα είχε τριάντα χρόνια πριν: και την παραγωγή μεγαλύτερου όγκου σκουπιδιών και τις νέες πραγματικότητες στον χώρο που δημιούργησε η (νόμιμη ή αυθαίρετη) επέκταση των οικισμών.
Από την άλλη, ολόκληρη η βιομηχανική επανάσταση έγινε καίγοντας το ρυπογόνο κάρβουνο χωρίς κοινωνικές ή πολιτικές αντιδράσεις. Η πολιτική απόφαση όμως για τη χρήση ή μη της πυρηνικής ενέργειας είναι πολύ πιο δύσκολη απόφαση. Η ίδια η ιστορία προσθέτει πολυπλοκότητα και δεν δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις. Από την μία υπάρχει η ανάγκη απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και από την άλλη οι εμπειρίες πυρηνικών ατυχημάτων. Δεν υπάρχουν καθαρές και αποδοτικές πηγές ενέργειας, υπάρχει όμως μια ακόρεστη δίψα για περισσότερη ενέργεια. Η πολιτική θέση υπέρ της πυρηνικής ενέργειας δεν προκύπτει όσο εύκολα κατάληγε κάποιος το 1960, δηλαδή πριν από το Τσερνομπίλ και την Φουκουσίμα. Υπάρχουν νέοι παράγοντες που πρέπει να σταθμιστούν, παράγοντες οι οποίοι ουδόλως απασχολούσαν τους ηγέτες των προηγούμενων εποχών.
Η ίδια η πολυδιάσπαση των σκοπών σε μια κοινωνία οδηγεί και σε πολυδιάσπαση του εκλογικού σώματος. Οι μεγάλες κατηγοριοποιήσεις του παρελθόντος, π.χ. εργοδότες – εργαζόμενοι δεν υπάρχουν πια. Ενας εργαζόμενος μπορεί ταυτόχρονα να είναι και μέτοχος επιχειρήσεων και μια φιλεργατική απόφαση (π.χ. αύξηση του βασικού μισθού) δεν είναι κατ’ ανάγκην καλοδεχούμενη από ολόκληρη τη μάζα των εργατών. Κάποιος μπορεί να συμπαθεί την Αριστερά για το οικολογικό της πρόταγμα, αλλά να την αντιπαθεί για κάποιον άλλο λόγο. Δύσκολα πλέον δημιουργείται εκείνη η κρίσιμη μάζα των «πιστών» που δημιουργεί την εικόνα του ηγέτη.
Ο ρόλος των media
Αλλά ακόμη κι αν δημιουργηθεί αυτή η εικόνα του ηγέτη υπάρχουν τα πανταχού παρόντα media για να τη ροκανίσουν. Σε μια εποχή δεκάδων τηλεοπτικών σταθμών, χιλιάδων εφημερίδων και εκατομμυρίων blogs θα ήταν αδύνατον να μη γίνει βούκινο η ερωτική σχέση του Τόμας Τζέφερσον με τη νέγρα δούλα του. Είναι σίγουρο ότι θα αναλυόταν σε χιλιάδες μεριές η «απάτη» του παράλυτου από την μέση και κάτω Φραγκλίνου Ντελάνο Ρούσβελτ να δείχνει ότι περπατάει ενώ κατ’ ουσίαν υποβασταζόταν από τον γιο του. Οπως ακριβώς σήμερα όλοι βλέπουμε τις φωτογραφίες του Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί να στέκεται πάνω σε σκαμνάκι πίσω από το πόντιουμ για να μη φαίνεται κοντός.
Αν στη δεκαετία του ’60 υπήρχε αυτός ο ανταγωνισμός των media, σίγουρα όλοι θα αναρωτιούνταν και θα άφηναν υπονοούμενα για το «Happy birthday to you» που τραγούδησε η Μέρλιν Μονρόε στα γενέθλια του Τζον Κένεντι. Αντιθέτως, παλιά, όπως στην περίπτωση του Φρανσουά Μιτεράν, η εξώγαμη κόρη του δεν έγινε ποτέ θέμα. Ο Γάλλος πρόεδρος μυθοποιήθηκε ως ηγέτης εν απουσία κάποιων πτυχών της ζωής του. Τα ΜΜΕ από τη φύση τους ψάχνουν για τις σκανδαλιστικές πλευρές της ζωής των πολιτικών και τις προβάλλουν απομυθοποιώντας τους.
Αλλά ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάτι επιλήψιμο στην προσωπική ζωή του πολιτικού, η απομυθοποίηση έρχεται διά της οικειότητας. Η φωνή του μυθοποιημένου αυτοκράτορα της Ιαπωνίας ακούστηκε πρώτη φορά μετά την ήττα της χώρας του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πολιτικοί μας είναι κάθε μέρα στο σαλόνι μας και όπως είπε ο Οσκαρ Ουάιλντ «η οικειότητα γεννά περιφρόνηση».
H τηλεόραση αναλώνει ταχύτατα ό,τι προβάλλει. Στην αρχή δημιουργεί την αίσθηση του οικείου, αλλά η διαρκής έκθεση σ’ αυτήν καλλιεργεί την πλήξη που μπορεί να καταλήξει σε αποστροφή. Κάποιος θα μπορούσε να αστειευτεί λέγοντας ότι «ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν αντέχει να βλέπει τον ή τη σύζυγό του κάθε μέρα· πόσο θα αντέξει να έχει τον Ομπάμα κάθε απόγευμα στο σαλόνι του;». Η τηλεόραση είναι ένα μηχάνημα που καταβροχθίζει προσωπικότητες. Ο,τι φρέσκο υπάρχει κι έχει ενδιαφέρον, το προβάλλει τόσο πολύ μέχρι να το μπαγιατέψει πλήρως.
Πολυπλοκότητα και λαϊκισμός
Η διευρυνόμενη πολυπλοκότητα στα κοινωνικά (και συνεπώς στα πολιτικά) πράγματα δημιουργεί αισθήματα άγχους στους πολίτες. Αυτό μεταφράζεται ή σε παθητική στάση («τίποτε δεν μπορεί να γίνει») ή στην ανάγκη απλοποίησης των σύνθετων καταστάσεων. Εκεί βρίσκουν γόνιμο χωράφι οι λαϊκισμοί, είτε των πολιτικών είτε των ΜΜΕ. Η βασική αρετή του λαϊκισμού είναι η απλοϊκότητα του μηνύματός του. Ψεύδεται διά της απλοποίησης των σύνθετων καταστάσεων. Μεταφράζει την πραγματικότητα σε συνωμοσία είτε σε βολική γενίκευση («όλοι οι πολιτικοί είναι το ίδιο»). Φυσικά, ο λαϊκισμός δεν λύνει προβλήματα, απλώς πάντα βρίσκει κάποιον ένοχο γι’ αυτά. Μεταφέρει τη συζήτηση σε ορατούς ή πιο συχνά σε αόρατους εχθρούς και στο τέλος οι απλοϊκές πολιτικές που εφαρμόζει απλώς διογκώνουν τα υπάρχοντα προβλήματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
– Αλέξης ντε Τοκβίλ, «Η δημοκρατία στην Αμερική», εκδ. Στοχαστής
– Νιλ Πόστμαν, «Διασκέδαση μέχρι θανάτου. Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος», εκδ. Κατάρτι
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30.4.2011