Και εγώ χωρίζω τα βιβλία του Σλαβόι Ζίζεκ σε δύο κατηγορίες: σε εκείνα που δεν κατανοώ και οι διάφοροι θαυμαστές του σλοβένου ψυχαναλυτή ισχυρίζονται ότι είναι πολύ σημαντικά και στα άλλα που κατανοώ και με μεγαλύτερη ελευθεριότητα τα ονομάζω μπούρδες.
Και εγώ χωρίζω τα βιβλία του Σλαβόι Ζίζεκ σε δύο κατηγορίες. Δεν είναι ακριβώς οι ίδιες κατηγορίες με εκείνες που κατέγραψε στο άρθρο του «Λοξός Φιλελευθερισμός» ο Νίκος Χρυσολωράς:
«Όπως κάθε διανοητής, έτσι και ο Ζίζεκ έχει γράψει και πιο δυνατά και πιο αδύναμα βιβλία. Χωρίς αμφιβολία, το magnum opus του είναι το Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας (εκδόσεις Scripta). Από την άλλη, το Βία – Έξι λοξοί Στοχασμοί που κυκλοφόρησε πρόσφατα ανήκει -κατά την άποψή του γράφοντος- στη δεύτερη κατηγορία» (The Books Journal, τχ. 2).
Για την πνευματική μου ταπεινότητα, τα βιβλία του Ζίζεκ χωρίζονται επίσης σε δύο κατηγορίες: σε εκείνα που δεν κατανοώ και οι διάφοροι θαυμαστές του σλοβένου ψυχαναλυτή ισχυρίζονται ότι είναι πολύ σημαντικά και στα άλλα που κατανοώ και ο Νίκος Χρυσολωράς ονομάζει «αδύναμα», ενώ εγώ με μεγαλύτερη ελευθεριότητα τα ονομάζω μπούρδες.
Για παράδειγμα, δεν κατανοώ τι θέλει να πει ο ποιητής στο magnum opus του όταν γράφει:
«Το ναυάγιο του Τιτανικού λειτουργεί συνεπώς ως υψηλό αντικείμενο: αποτελεί ένα θετικό, υλικό αντικείμενο εξυψωμένο στο καθεστώς του αδύνατου Πράγματος. Και ενδεχομένως κάθε προσπάθεια άρθρωσης του μεταφορικού νοήματος του Τιτανικού να μην αποτελεί παρά προσπάθεια αποφυγής αυτής της τρομακτικής επίδρασης του Πράγματος, προσπάθεια να δαμαστεί το Πράγμα ανάγοντάς το στο συμβολικό του καθεστώς, παρέχοντάς του ένα νόημα» («Το Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας», εκδ. Scripta, σ. 130).
Πιθανότατα δεν έχω τα πνευματικά εφόδια να καταλάβω πως το ναυάγιο του Τιτανικού (η υπογράμμιση του Ζίζεκ) είναι «υλικό αντικείμενο εξυψωμένο στο καθεστώς του αδύνατου Πράγματος» και, ίσως, όπως γράφει ο Νίκος Χρυσολωράς, «η βιβλιοκριτική ενός πρόσφατου πονήματος του Ζίζεκ [να] προϋποθέτει κάποια εξοικείωση με το έργο του».
Αλλά πάλι χρειάζεσαι μια ζωή για να διαβάσεις τα 40 (!) βιβλία και τα εκατοντάδες άρθρα που -όπως μάς πληροφορεί ο Νίκος Χρυσολωράς- είναι η μέχρι τώρα παραγωγή του 62χρονου συγγραφέα. Και αν χρειάζεσαι μια ζωή για να κρίνεις ένα βιβλίο του Σλαβόι Ζίζεκ, αναρωτιέμαι πόσες ζωές χρειάστηκε ο Ζίζεκ για να γράψει 40 (!) βιβλία και εκατοντάδες φιλοσοφικά άρθρα· να ταξιδεύει στις τέσσερις γωνιές της οικουμένης για δίνει διαλέξεις και να τρώει (φαντάζομαι ότι και τα ιερά τέρατα της ψυχανάλυσης ικανοποιούν πού και πού τις φυσικές τους ανάγκες). Πότε προλαβαίνει να στοχαστεί, να γράψει, να αναστοχαστεί, να διορθώσει, να συζητήσει με τον εαυτό του τα επιχειρήματα που αραδιάζει στις περίπου 16.000 σελίδες των βιβλίων του;
Όλα αυτά, βέβαια, είναι ερωτήματα ενός αδαούς και ολίγον τι παραδοσιακού αναγνώστη που, πραγματικά, προσεγγίζει τα θέματα με τον «απλοϊκό “ορθολογισμό” της δεκαετίας του ’20 με εφηβικό ενθουσιασμό», όπως γράφει ο Νίκος Χρυσολωράς. Ποιος ξέρει; Μπορεί η σύγχρονη φιλοσοφία να κόβεται και να ράβεται με το χιλιόμετρο, κάτι που δεν μπορούσε να καταφέρει ο «απλοϊκός “ορθολογισμός” της δεκαετίας του ’20».
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει κάποιος άλλος, πιο σύνθετος, ορθολογισμός, αλλά -με όλο τον σεβασμό που είμαι αναγκασμένος να τρέφω στο υπόλοιπο και ακατανόητο σε εμένα έργο του Ζίζεκ- επιμένω: η ανάλυση που λέει ότι
«η θεμελιακή συστημική βία του καπιταλισμού, μια βία πολύ πιο αλλόκοτη από οποιαδήποτε άμεση προκαπιταλιστική κοινωνιοϊδεολογική βία: η βία αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί σε συγκεκριμένα άτομα και στις “κακές” προθέσεις τους, αλλά είναι αμιγώς “αντικειμενική”, συστημική και ανώνυμη»
είναι μπούρδα. Και αν διαβάσει κανείς τις προκηρύξεις των τρομοκρατών θα διαπιστώσει ότι δεν είναι καν πρωτότυπη μπούρδα. Μέχρι και οι χούλιγκαν που καίνε τα μαγαζιά το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιούν. Δηλώνουν ότι πολεμούν την «αόρατη βία» του συστήματος.
Μπορεί να βγω χαμένος, αλλά δεν έχω το χρόνο για να εντρυφήσω στη βαθιά σκέψη του Ζίζεκ για τον
«”εσωτερικό αποκλεισμό” του αντικειμένου από τον Άλλον του συμβολικού δικτύου [που] μάς επιτρέπει επίσης να αποκαλύψουμε την σύγχυση πάνω στην οποία εδράζεται η ντεριντιανή υπόθεση του “τίτλου του γράμματος” (le titre de la lettre): δηλαδή η κριτική στην λακανική θεωρία σύμφωνα με την οποία, όπως υποστηρίζει ο Ντερριντά, το γράμμα πάντοτε φέρει την διεύθυνση του παραλήπτη και ως εκ τούτου φτάνει πάντοτε στον προορισμό του. Αυτό υποτίθεται ότι μαρτυρεί την “κλειστή οικονομία” της λακανικής έννοιας του Συμβολικού: το κεντρικό σημείο αναφοράς (το σημαίνον της έλλειψης) υποτίθεται ότι αποκλείει την δυνατότητα να χαθεί κάποιο γράμμα, να χάσει δηλαδή την κυκλική-τελεολογική ρότα του και να μην φτάσει ποτέ στον προορισμό του» (Το Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας, εκδ. Scripta, σ. 256).
Δεν ξέρω! Μπορεί να είναι πολύ σημαντικός ο στοχασμός ότι «το γράμμα πάντα φέρει την διεύθυνση του παραλήπτη και ως εκ τούτου φτάνει πάντα στον προορισμό του»· μάλλον ο συγχωρεμένος δεν είχε ιδέα για τα Ελληνικά Ταχυδρομεία. Μπορεί όμως να ισχύει και αυτό που έγραψε ο Τζον Λοκ (και απέδειξε πειραματικά ο Άλαν Σόκαλ) για τις «ασαφείς και ασήμαντες μορφές λόγου, και κατάχρησης της γλώσσας, [που] υποκρίθηκαν επί μακρόν τα μυστήρια της επιστήμης» (An Essay Concerning Humane Understanding, Hayes Barton Press, σ. 9).
Βέβαια, και ο Τζον Λοκ δεν ήταν παρά ένας εμπειριστής του 18ου αιώνα και δίδασκε ότι «οι λέξεις των ανθρώπων αποτυγχάνουν» όχι μόνο όταν είναι «απλά ονόματα χωρίς ιδέες» αλλά και όταν κάποιος «χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις μερικές φορές με το ένα νόημα και μερικές φορές με άλλο» (ό.π., σ. 444). Με τον απλοϊκό ορθολογισμό της εποχής του, θα εξεγειρόταν αν έβλεπε πόσες χρήσεις της λέξης «βία» κάνουν οι σύγχρονοι συγγραφείς (βιβλίων, άρθρων ή γκραφίτι στους τοίχους).
Γράφει, για παράδειγμα, ο Νίκος Χρυσολωράς: «Η εθνική ταύτιση, όπως και κάθε συλλογική ταύτιση, εμπεριέχει απαραίτητα και μια πράξη βίας (αυτό εννοεί ο Ζίζεκ), καθώς απαιτεί τον αποκλεισμό αναρίθμητων άλλων πιθανοτήτων και χαρακτηριστικών που θα μπορούσαν να δομήσουν μία ταυτότητα». Είναι βία ο αποκλεισμός άλλων πιθανοτήτων και χαρακτηριστικών που δομούν μια ταυτότητα;
Με τον απλοϊκά ορθολογικό ορισμό, η βία είναι κάτι που έχει πραγματικά φυσικά αποτελέσματα. Το να φας ξύλο, ας πούμε, είναι βία. Με τον σύνθετο ορθολογισμό του Ζίζεκ και των ομοίων του, τα πάντα είναι βία και τα πάντα ασκούν βία.
Βία υπάρχει στο εκπαιδευτικό σύστημα (διότι υποχρεώνει τα παιδιά να μάθουν), βία ασκούν τα αυτοκίνητα (ίσως γιατί κάνουν θόρυβο και ρυπαίνουν) και, προσφάτως, με την έκδοση του τελευταίου πονήματος του Ζίζεκ, αποκτήσαμε και την «αντικειμενική βία» η οποία ασκείται έτσι κι αλλιώς, ανεξαρτήτως δε των υποκειμένων μιας κοινωνίας.
Το πρόβλημα, όμως, με αυτό το ξεχείλωμα της έννοιας «βία» δεν είναι ότι αδυνατούμε να συνεννοηθούμε· κινδυνεύουμε κιόλας. Όπως ο φουκαράς Νικολάι Λόσκι, που αναφέρει ο Ζίζεκ στο βιβλίο του Έξι λοξοί στοχασμοί, κάθε άνθρωπος μπορεί να πέσει θύμα πραγματικής βίας χωρίς να φταίει και χωρίς να ξέρει γιατί. «Ideas Have Consequences» έγραψε ο Ρίτσαρντ Μ. Γουίβερ (Richard M. Weaver). Οι ηλίθιες ιδέες ακόμη περισσότερο, πρέπει να συμπληρώσουμε κοιτώντας την Αθήνα μετά από κάθε διαδήλωση.
Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό επιτυγχάνεται ο
«στόχος διανοητών όπως ο Ζίζεκ [που] είναι να ερμηνεύσουν φαινόμενα όπως το παραπάνω [του εθνικισμού] σε όλη τους την πολυπλοκότητα, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της ανάλυσης του λόγου, της ψυχανάλυσης, της ρητορικής, της φιλολογίας, της γλωσσολογίας, της θεωρίας της επικοινωνίας και όλων εκείνων των συστηματικών ενασχολήσεων με την πραγματικότητα που -ατυχώς ίσως- αποκαλούμε “ανθρωπιστικές επιστήμες”»,
όπως γράφει ο Νίκος Χρυσολωράς. Να δεχθώ τη διαβεβαίωση όσων κατανοούν τον Ζίζεκ, ότι τα εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα των 40(!) βιβλίων του δεν συνιστούν απλώς αδίκως σκοτωμένα δενδράκια.
Με τον πραγματικό θαυμασμό που τρέφω στις στέρεες (έστω και απλοϊκά ορθολογικές) θεωρίες των φυσικών επιστημών, να παραλληλίσω «τα εργαλεία της ανάλυσης του λόγου, της ψυχανάλυσης, της ρητορικής, της φιλολογίας, της γλωσσολογίας, της θεωρίας της επικοινωνίας» κάτι σαν τις μη-ευκλείδειες γεωμετρίες. Κι αυτές θεωρητικά είναι πολύ χρήσιμες.
Αλλά… Πρώτον, και αυτές οι γεωμετρίες έχουν εσωτερική συνοχή, κάτι που όπως έδειξε η Βάσω Κιντή δεν χαρακτηρίζει τον Ζίζεκ («Ήταν ο Γκάντι πιο βίαιος από τον Χίτλερ;», Το Βήμα, 16/12/2010). Δεύτερον: δεν θα εμπιστευόμουν ποτέ αρχιτέκτονα ο οποίος θα μου δήλωνε ότι σχεδιάζει το σπίτι μου με μη-ευκλείδειο γεωμετρία. Είναι απλοϊκός αυτός ο ορθολογισμός, αλλά -πιστέψτε με!- πολύ πιο σίγουρος…
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Books Journal», Ιανουάριος 2011