Η ανάγκη ενός μέσου να συμπυκνώσει την σύνθετη πραγματικότητα και να την μεταμορφώσει σε ελκυστικό εξώφυλλο, τελικώς σφαγίασε αυτήν την πραγματικότητα με αποτέλεσμα το Μέσο να διαψευσθεί μέσα σε έξι μήνες.
Κατ’ αρχήν πρέπει να σημειώσουμε ένα δομικό πρόβλημα των Μέσων Ενημέρωσης κι ένα καθημερινό άγχος που έχω. Πεντακόσιες λέξεις. Τόσος είναι ο χώρος που μού παρέχεται για να αναλύσω την σύνθετη πραγματικότητα του παρόντος. Αναγκαστικά σ’ αυτές τις πεντακόσιες λέξεις, ή στο ένα λεπτό του τηλεοπτικού ρεπορτάζ πρέπει να χωρέσει το συμβάν, η ιστορία του, η εξήγησή του και πιθανώς η θεωρία (δηλαδή η οπτική γωνία) με την οποία εξηγούμε τις εξελίξεις.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, είμαι αναγκασμένος να ακρωτηριάζω καθημερινά πτυχές της πραγματικότητας για να χωρέσει το μήνυμα στο κουτάκι που έχω. Προϊόντος του χρόνου όμως συμβαίνει το εξής παράδοξο: η πραγματικότητα γίνεται όλο και πιο σύνθετη και τα Μέσα ζητούν μεγαλύτερη ταχύτητα στην μετάδοση του μηνύματος, δηλαδή λιγότερο χώρο και λιγότερο χρόνο για τα ρεπορτάζ ή τις αναλύσεις. Έτσι ο προηγούμενος ακρωτηριασμός γίνεται σφαγή της πραγματικότητας. Αφαιρείς τόσες πτυχές του παρόντος, που τελικά το κάνεις αγνώριστο. Το αποτέλεσμα είναι να μην αντιστοιχεί η πραγματικότητα με την πραγματικότητα των ΜΜΕ και όλοι οι πελάτες μας να είναι στο τέλος δυσαρεστημένοι.
Το δεύτερο δομικό πρόβλημα είναι ότι τα ΜΜΕ λειτουργούν πλέον σε μια θάλασσα πληροφοριών. Η πραγματικότητα δεν πρέπει μόνο να συμπυκνωθεί ή να ακρωτηριαστεί για να χωρέσει στον χρόνο που έχει ο σύγχρονος πελάτης τους αλλά η συσκευασία του προϊόντος πρέπει να λαμπυρίζει, να γίνει ελκυστικό ώστε να το προσέξει ο πελάτης. Γι’ αυτό πρέπει να κραυγάσει ή έστω να δημιουργήσει μια ελκυστική μεταφορά. Κάπως έτσι προκύπτουν εξώφυλλα σαν εκείνο του Focus. Μια σύνθετη πραγματικότητα, όπως είναι η οικονομική κρίση, τα δομικά προβλήματα της ευρωζώνης, τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας, η δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου, συμπυκνώθηκε και εκλαϊκεύτηκε στο άγαλμα της Αφροδίτης με απλωμένο το χέρι. Δεν ξέρω πόσο επιτυχής ήταν από άποψη πωλήσεων εκείνη την εβδομάδα η συγκεκριμένη μεταφορά, αλλά έξι μήνες μετά διαψεύσθηκε. Το πρόβλημα του χρέους δεν αφορά μόνο την Αφροδίτη αλλά και την Ντανού (μια θεότητα της ιρλανδικής μυθολογίας) και μεθαύριο πιθανώς μια πορτογαλική κ.λπ.
Η ανάγκη ενός μέσου να συμπυκνώσει την σύνθετη πραγματικότητα και να την μεταμορφώσει σε ελκυστικό εξώφυλλο, τελικώς σφαγίασε αυτήν την πραγματικότητα με αποτέλεσμα το Μέσο να διαψευσθεί μέσα σε έξι μήνες. Είμαι σίγουρος ότι στο τέλος της ημέρας, οι πελάτες μας δεν θα θέλουν ελκυστικές μεταφορές (μπορούν να βρουν καλύτερες σε μυθιστορήματα), αλλά χρειάζονται επαρκείς θεωρίες για την πραγματικότητα που αντέχουν στον χρόνο. Η τάση των Μέσων να φτιασιδώνουν την πραγματικότητα τα κάνει στο τέλος απωθητικά.
Το τρίτο δομικό πρόβλημα των ΜΜΕ είμαστε εμείς οι δημοσιογράφοι. Λόγω περικοπών, νέων μεθόδων μάνατζμεντ (π.χ. έχουμε όλους τους δημοσιογράφους σε μια αχανή αίθουσα, όπως ήταν οι μοδίστρες στις αρχές του 20ου αιώνα, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιείται η σκέψη) κ.λπ. μάς ζητείται να παράγουμε περισσότερο υλικό σε μικρότερο χρόνο. Το κάνουμε σε βάρος της εμβάθυνσης. Έτσι καταλήγουμε να ασχολούμαστε ρηχά με όλα τα θέματα, απευθυνόμενοι όμως σε πελάτες που ξέρουν περισσότερα (έστω στον τομέα τους) και μπορούν εύκολα να εμβαθύνουν στο θέμα που εμείς με το άγχος του χρόνου «ξεπετάμε». Προσφέροντας όλο και λιγότερη προστιθέμενη αξία στον αναγνώστη, φυσικά τον χάνουμε. Για να μην τον χάσουμε, αρχίζουμε να τον κολακεύουμε, αναπαράγοντας κοινωνικά και πολιτικά στερεότυπα, το οποία έχουν και το πλεονέκτημα να κάνουν εύκολα την δουλειά μας. Επειδή δε είναι στερεότυπα, δηλαδή κοινοτοπίες, πρέπει να γίνουν πιο ελκυστικά, άρα περισσότερα φτιασιδώματα, περισσότερη διαστρέβλωση και ξαναμπαίνουμε στον φαύλο κύκλο. Τα ΜΜΕ έχουν φτιάξει την ιδανική συνταγή καταστροφής των.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο λοιπόν, καλούμαστε να εξηγήσουμε την κρίση. να αναθεωρήσουμε απόψεις μετά την πτώση του δεύτερου τείχους του Βερολίνου, να κατανοήσουμε τα πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά εργαλεία που θέριεψαν εκεί που δεν το περιμέναμε, να ανοίξουμε τα παλιά κιτάπια των κεϊνσιανών θεωριών, να κατανοήσουμε, να αναθεωρήσουμε και να εξηγήσουμε. Πολύ δουλειά την οποία τα ελληνικά Μέσα (αλλά εξ όσων μπορώ να διαβάσω και τα διεθνή) δεν μπορούν να φέρουν εις πέρας. Οι Financial Times, για παράδειγμα, αναδιαρθρώνουν το ελληνικό χρέος κάθε δεύτερη βδομάδα. Το περίεργο με τα ελληνικά Μέσα δεν είναι ότι έκαναν όπως πάντα την κακή, ρηχή δουλειά (που οφείλεται στις παραπάνω δομικές αδυναμίες των Μέσων, αλλά και σε κάποιες ελληνικές ιδιαιτερότητες), αλλά ότι σε σχέση με το παρελθόν ήταν λιγότερο επιθετικά. Οι επιθέσεις στην Γερμανία προήλθαν σχεδόν αποκλειστικά από τα λαϊκιστικά έντυπα (που είναι μάλιστα χαμηλής κυκλοφορίας) και ήταν σε χαμηλότερους τόνους απ’ ότι στο παρελθόν. Αυτά που γράφτηκαν ή ειπώθηκαν τον τελευταίο χρόνο, ωχριούν σε όσα γράφτηκαν ή ειπώθηκαν π.χ. για την συμμετοχή της Γερμανίας στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Απλώς εμείς εδώ τα ξεχάσαμε και πιθανότατα στο εξωτερικό δεν τα έδωσαν σημασία.
Οι χαμηλότεροι τόνοι μπορεί να οφείλονται στο σοκ της κρίσης. Δεν είναι μια απλή οικονομική κρίση για την Ελλάδα. Είναι η κατάρρευση ενός μύθου, κάτι σαν τον θάνατο του πατέρα, ο οποίος φρόντιζε για όλα. Μιλάω για το κράτος που εξασφάλιζε τις συντάξεις, φρόντιζε τις σπουδές, εξασφάλιζε αποζημιώσεις σε κάθε κακό γύρισμα της μοίρας κ.λπ. Αυτό το σοκ είναι βαθύ και τραυματικό για την ελληνική κοινωνία.
Το δεύτερο είναι ότι το παραμύθι «οι καλοί Έλληνες και οι κακοί ξένοι» έχει παραπαιχθεί στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να χάσει την «επεξηγητική» του ικανότητα. Το τρίτο είναι ότι και πριν την οικονομική κρίση, και παρά την υλική ιδιωτική ευημερία, δεν ήμασταν ευχαριστημένοι από την κατάσταση στην χώρα. Δεν μάς έφταιγε η Μέρκελ που οι πόλεις μας έγιναν αβίωτες, οι δημόσιες υπηρεσίες ανεπαρκείς κ.λπ. Με όρους του Τόμας Κουν θα λέγαμε ότι και πριν την κρίση η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση θνήσκοντος «παραδείγματος» (dying pargdim). Τώρα βρισκόμαστε στην φάση αυτού που θα έλεγε ο Κουν της «ιδιόρρυθμης ιδεολογίας». Έχει πεθάνει το προηγούμενο ιδεολογικό παράδειγμα, αλλά δεν έχει γεννηθεί το νέο. Οπότε τα ελληνικά ΜΜΕ που αντικατοπτρίζουν το κυρίαρχο ιδεολογικό παράδειγμα, δεν έχουν τις παλιές βεβαιότητες για να βάλουν (ανέξοδα) τις φωνές στους ξένους για τα προβλήματα της Ελλάδας.
Όπως και να έχει το ζήτημα αυτή η κρίση στην Ελλάδα τα αλλάζει όλα. Ελπίζουμε προς το καλύτερο, αλλά δεν πρέπει να αποκλείσουμε το χειρότερο. Η οικονομική κρίση του ’29 δημιούργησε το έδαφος για την καταστροφή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την άνοδο του ένοπλου λαϊκισμού, που είναι ο φασισμός, σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σ’ αυτό τοπίο, εμείς οι δημοσιογράφοι, πρέπει αν είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί. Η κρίση έγινε ευκαιρία και για τα καλύτερα και για τα χειρότερα κι εμείς πρέπει να εξηγήσουμε ψύχραιμα και σε βάθος και τα μεν και τα δε.
Ομιλία στην ημερίδα «Τα ΜΜΕ και η Κρίση: Ο δημόσιος διάλογος για το πρόβλημα του ευρωπαϊκού χρέους», Αθήνα 7.12.2010