Πολλοί επιχειρηματολογούν ότι η πλήρης εφαρμογή των νόμων οδηγεί την κοινωνία στον απολυταρχισμό. Αν είναι έτσι, μέχρι πού μπορεί να φτάσει η έκπτωση στον νόμο;
Ειπώθηκαν πολλά για τη θλιβερή επίθεση στο πρόσωπο του πρώην πρωθυπουργού, κ. Κώστα Σημίτη. Μέχρι και η Βουλή συγκινήθηκε. Εστω με καθυστέρηση -και μετά την οργισμένη παρέμβαση του κ. Απ. Κακλαμάνη- καταδίκασε τον φραστικό προπηλακισμό. Για όσους δεν θυμούνται: πριν από μερικές μέρες μια ομάδα από εκείνους που αποκαλούμε αναρχοαυτόνομους, αφισοκολλούσαν στην Ακαδημίας. Μόλις είδαν τον κ. Σημίτη να βγαίνει από το πολιτικό του γραφείο κινήθηκαν εναντίον του με ύβρεις. Ευτυχώς, η προσωπική του φρουρά τον προστάτευσε. Ετσι οι «επαναστάτες» έχασαν την ευκαιρία και να χειροδικήσουν.
Σ’ αυτή την αήθη επίθεση υπάρχει μια λεπτομέρεια που πέρασε απαρατήρητη. Οι επιτιθέμενοι αφισοκολλούσαν ανενόχλητοι μέρα μεσημέρι στον κεντρικότερο δρόμο της Αθήνας. Πιθανώς οι αφίσες τους να καταδίκαζαν την υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος από τον καπιταλισμό, αλλά το ερώτημα είναι άλλο. Αν κάποιοι άνθρωποι νιώθουν τόσο σίγουροι να παραβιάζουν τον νόμο περί αφισοκόλλησης μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, γιατί να μην νιώσουν το ίδιο σίγουροι να προπηλακίσουν ένα πρώην πρωθυπουργό ή όποιον άλλο τους βρίσκεται πρόχειρος; Αν κάποιοι δεν σέβονται τον δημόσιο χώρο γιατί να σεβαστούν τα δημόσια πρόσωπα; Αφού θεωρούν την ανομία δημοκρατική κατάκτηση, γιατί να μην προχωρήσουν στο πλάτεμα και το βάθεμα της δημοκρατίας τους; Αφού οι κάθε λογής παρανομίες βαφτίζονται κοινωνικοί αγώνες, γιατί να μην αποκτήσουν το φωτοστέφανο των δυναμικών αγωνιστών;
Και το κυριότερο: αν γνωρίζουν ότι κάποιοι άλλοι «συναγωνιστές» τους μπορούν ατιμώρητα να δείρουν ένα βουλευτή γιατί να μην κινηθούν εναντίον ενός πρώην πρωθυπουργού; Το μυαλό ή η ευπρέπεια θα τους εμποδίσει; Ετσι κι αλλιώς, οι επιθέσεις κατά πολιτικών είναι το τελευταίο must της προοδευτικότητας, αυτή που ο λαϊκισμός των Μέσων λιβανίζει ως «ιερή αγανάκτηση».
Στην Ελλάδα η «μηδενική ανοχή στην παραβατικότητα» έφτασε να θεωρείται φασιστικής έμπνευσης ιδέα. Πολλοί επιχειρηματολογούν ότι η πλήρης εφαρμογή των νόμων οδηγεί την κοινωνία στον απολυταρχισμό. Αν είναι έτσι, μέχρι πού μπορεί να φτάσει η έκπτωση στον νόμο; Ποιο είναι το επίπεδο ανοχής στην παραβατικότητα; Αν πούμε όχι στη «μηδενική ανοχή» βολευόμαστε με τη «μοναδιαία ανοχή»; Και πού φτάνει αυτή; Ανεχόμαστε την εισβολή στη Νομική, την καταστροφή γραπτών και την τρομοκράτηση φοιτητών και καθηγητών;
Στην χώρα μας έχει επικρατήσει άρρητα, αυτό που χθες ο υπουργός Δικαιοσύνης βάφτισε «κοινωνικό πραγματισμό». Με τον γνωστό πληθωρισμό λέξεων που τον χαρακτηρίζει, ο κ. Χάρης Καστανίδης μάς είπε ότι η νομιμότητα δεν προϋποθέτει καθολική εφαρμογή των νόμων. Η αλήθεια είναι ότι στο πλαίσιο αυτού του «κοινωνικού πραγματισμού» ουδείς κυνηγούσε στα σοβαρά τους φοροφυγάδες. Υπό το φως του ίδιου δόγματος καθείς μπορεί να μουτζουρώνει όποιο κτίριο θέλει. Ολες οι μοτοσικλέτες πάνε ανάποδα στους μονόδρομους. Οποιο γκρουπούσκουλο αποφασίσει, μπορεί να καταλάβει όποιο πανεπιστήμιο θέλει. Τώρα τελευταία πληθαίνουν και οι βόμβες-δέματα που αποστέλλονται σε πολιτικούς. Συνεπώς, το ερώτημα προς τον κ. Καστανίδη είναι απλό: Στις πόσες βόμβες παύει η παρανομία και αρχίζει ο «κοινωνικός πραγματισμός»;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 4.2.2011