Ακόμη και η πολιτική ανυπακοή πρέπει να εκδηλώνεται με τους κανόνες της δημοκρατίας.
Στην Ελλάδα περισσεύει ο λόγος περί συναίνεσης. Σ’ αυτήν ορκίζεται η κυβέρνηση, γι’ αυτήν ρητορεύει η αντιπολίτευση, σ’ αυτήν ομνύουν καθηγητές, δημοσιογράφοι και πολιτευτές. Το αίτημα της συναίνεσης είναι διάχυτο. Από τους μύθους που λένε ότι «οι Ελληνες μονιασμένοι μεγαλουργούν», μέχρι το ερώτημα περί κυβερνήσεων συνεργασία ή και οικουμενικών που μπαίνει σε κάθε δημοσκόπηση.
Σ’ αυτή τη ρητορική των συναινέσεων υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα. Η Δημοκρατία εξελίχθηκε στη σημερινή της μορφή ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν συναινέσεις στην κοινωνία. Τα κόμματα εκφράζουν συμφέροντα ή και απόψεις ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας και δουλειά τους είναι να καταθέτουν αυτές τις απόψεις, να συγκρούονται στο πεδίο των επιχειρημάτων, να πείθουν τους πολίτες και να μετατρέπουν τις ιδέες τους σε πολιτικές.
Το αίτημα λοιπόν για ευρύτερες συναινέσεις δεν είναι παρά η ελπίδα ακύρωσης της Δημοκρατίας στο όνομα ενός μυθικού μονιάσματος του λαού, το οποίο στην πράξη δεν μπορεί να μακροημερεύσει. Η ζωή αλλάζει, οι ανάγκες αλλάζουν, οι απόψεις αλλάζουν, οπότε ακόμη κι αν υπάρξει σε στιγμές κρίσης «ομόνοια» προς ένα στόχο (π.χ. την άμυνα της πατρίδας), όταν εκλείψει αυτή η κρίση οι κοινωνικές διαιρέσεις και πάλι θα εμφανιστούν. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι συναινέσεις για διάφορα ζητήματα είναι κακό πράγμα. Είναι καλό να διαμορφώνονται όπου και όταν μπορούν. Αλλά αυτό πρέπει να το θεωρούμε ως μπόνους, παρά ως πραγματικότητα, την οποία σώνει και καλά πρέπει να ανακαλύψουμε.
Υπάρχει όμως μια βασική συναίνεση που κάνει εφικτή τη Δημοκρατία. Ο σεβασμός στους κανόνες λήψης των αποφάσεων και κατόπιν ο σεβασμός αυτών των αποφάσεων. Δοκιμάσαμε πολλά και βρήκαμε ότι ο καλύτερος τρόπος για να επιλύουμε προβλήματα είναι να συζητάμε γι’ αυτά, να αντιπαρατιθέμεθα και να ψηφίζουμε. Η θέληση της πλειοψηφίας (πλην οριακών περιπτώσεων που αφορούν τα θεμελιώδη δικαιώματα των ατόμων) είναι ιερή και απαραβίαστη. Αλλιώς δεν έχει λόγο ύπαρξης η δημοκρατία, γίνεται ένα ρητορικό παιχνιδάκι που δεν λύνει προβλήματα, αλλά αντιθέτως τα διογκώνει. Στην Ελλάδα γίνονται όλα αντίθετα. Δεν συζητάμε τους νόμους πριν ψηφιστούν, γίνεται μεγάλη συζήτηση όταν είναι να εφαρμοστούν και πολλάκις δεν τους εφαρμόζουμε αφού ψηφιστούν. Βαφτίζουμε δε την ανομία με δημοκρατικά ονόματα, π.χ. «κίνημα πολιτών», και νομίζουμε ότι ξεμπερδέψαμε.
Ενα τέτοιο «κίνημα πολιτών» ξεκίνησε το ΚΚΕ και εξαπλώνεται σε όλη την χώρα. Αυτό το κίνημα δεν έχει ένα και ξεκαθαρισμένο αιτιολογικό, αλλά απλώς είναι μια διάχυτη ανομία με πολλές δικαιολογίες, κάποιες από αυτές έχουν βάση και κάποιες όχι. Υπάρχει η αιτιολόγηση άρνησης στην Εθνική Οδό Αθηνών-Πατρών, επειδή ο δρόμος είναι κακός. Υπάρχει η αιτιολόγηση της έλλειψης παράδρομων, όπως στην Πελασγία ή άλλες περιοχές της Αττικής. Υπάρχει η αιτιολόγηση άρνησης στην Ε.Ο. Αθηνών Θεσσαλονίκης, επειδή τα διόδια είναι πυκνά. Υπάρχει η αιτιολόγηση, π.χ. στην Εγνατία, ότι τα διόδια είναι ακριβά. Και φυσικά υπάρχει και μια θεωρητική τεκμηρίωση που λέει ότι οι πολίτες ήδη πλήρωσαν την κατασκευή των δρόμων με τους φόρους τους, άρα δεν πρέπει να ξαναπληρώνουν διόδια. (Αυτό εκστομίζεται σε μια χώρα με τη μεγαλύτερη φοροδιαφυγή στην Ε.Ε.)
Φυσικά, σ’ αυτόν τον αχταρμά κάποιες δικαιολογίες είναι πιο δικαιολογημένες από άλλες. Το να πληρώνει διόδια κάποιος για ένα δρόμο που δεν έχει κατασκευαστεί είναι εξοργιστικό. Η έλλειψη παράδρομων δημιουργεί μονοπωλιακή κατάσταση που επ’ ουδενί δικαιολογείται. Το κίνημα κατά των διοδίων στην Εγνατία, από την άλλη δεν έχει καν το αριστερό φύλλο συκής περί «εργολάβων που πίνουν το αίμα του λαού». Εχουμε ένα ακριβό στην κατασκευή δρόμο, που τον πλήρωσαν κατά 40% όλοι οι φορολογούμενοι (το 60% είναι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις και μάλιστα δόθηκαν με τον όρο να υπάρξουν διόδια), και τώρα στο πλαίσιο μιας μεταφυσικής «δίκαιης τιμής των διοδίων» καλούνται πάλι όλοι οι φορολογούμενοι (κάποιοι δεν έχουν καν αυτοκίνητο) να πληρώσουν και για τη χρήση που κάνουν μερικοί επιτήδειοι, Ελληνες και αλλοδαποί.
Το βασικό όμως πρόβλημα που αναδεικνύει το «κίνημα των διοδίων» είναι η θεωρία της ανομίας που παράγει. Αυτή λέει, όπως και στην περίπτωση του καπνίσματος, ότι αν χίλια άτομα αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν τον νόμο, η πράξη γίνεται «κίνημα» και ο νόμος παύει να ισχύει. Κατ’ αρχήν, με την ίδια λογική -επειδή και οι τράπεζες μάς κλέβουν- όταν οι ληστές με τα μαύρα χιλιάσουν τα μέλη τους θα μπορέσουμε να περάσουμε στην αταξική κοινωνία. Καθένας θα μπορεί να μπαίνει σε μια τράπεζα και να παίρνει τα λεφτά που χρειάζεται. Δεύτερον. Οι νόμοι δεν είναι σαν τις Δέκα Εντολές του Μωϋσή. Δεν είναι γραμμένοι σε γρανιτένιες πλάκες. Αλλάζουν και μάλιστα πολύ εύκολα. Τα δικαστήρια κρίνουν με κάθε απόφασή τους τον νόμο και μπορούν να τον απενεργοποιήσουν. Εάν υπήρχε μια ώριμη κοινωνία των πολιτών (και όχι βολικά κινήματα του τζάμπα), θα έκανε κατ’ αρχήν πολύ lobbying για να μην περάσουν οι συμβάσεις Σουφλιά του 2007, που παραχώρησαν στους ιδιώτες τα διόδια. Αν πάραυτα περνούσαν, θα προσέφευγε στα δικαστήρια για να ακυρωθεί ο νόμος. Αντ’ αυτών όμως κυριάρχησε η εύκολη και προσοδοφόρος λογική της «ανυπακοής» που έργω και λόγω κηρύσσει το ΚΚΕ.
Παρένθεση: η σχέση της παλαβής αριστεράς με την «αστική», όπως ονομάζει, Δημοκρατία είναι ταραχώδης. Επιχείρησε να την καταλύσει διά των όπλων την περίοδο 1945-49, την επικαλούνταν και την υπεράσπισε στα πέτρινα χρόνια των διώξεων που υπέστη από το μετεμφυλιακό κράτος, και σήμερα κρατά αμφίθυμη και πολλάκις υποκριτική στάση. Από τη μια την επικαλείται και από την άλλη ζητεί την παραβίαση των νόμων της ατιμώρητα. Κλείνει η παρένθεση.
Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν κανόνες. Η Δημοκρατία είναι ο καλύτερος τρόπος θέσπισης αυτών των κανόνων. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι οι παραγόμενοι κανόνες είναι πάντα οι καλύτεροι. Οι συμβάσεις για τα διόδια είναι ένα καλό παράδειγμα. Η Δημοκρατία όμως έχει και κανόνες ανατροπής των κακών νόμων. Αλλιώς κάθε ομάδα, που έχει ή θεωρεί ότι έχει τα δίκια της, φτιάχνει τους νόμους της οι οποίοι φυσικά, από ένα σημείο και μετά δεν θα μπορούν να επιβληθούν παρά διά της βίας. Και μπορούμε να μαντέψουμε ότι σε ένα καθεστώς διάχυτης ανομίας, τον λογαριασμό τον πληρώνουν πάντα οι αδύναμοι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 23.1.2011