Γιατί οι πολιτικοί πρέπει ανά πάσα στιγμή να αποδεικνύουν ότι δεν είναι (πολιτικά μόνον) ελέφαντες.
Καλά, από συνέντευξη δεν πέρασαν όσοι προσελήφθησαν στις ανώτερες διοικητικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού; Δεν βρέθηκε κάποιος να τους ρωτήσει «μήπως υπάρχει κάτι επιλήψιμο ή κάτι που μπορεί να θεωρηθεί επιλήψιμο στα πεπραγμένα σας, που μπορεί να φέρουν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση;». Δεν έγινε μια στοιχειώδης έρευνα στο παρελθόν («screening» το ονομάζουν οι «φονιάδες των λαών») όσων ανέλαβαν υψηλές και ευαίσθητες πολιτικές θέσεις ώστε να μην εμφανιστούν μεσούσης της τετραετίας υποθέσεις σαν κι αυτή του πρώην υποδιοικητή του ΙΚΑ κ. Γερασίμου και του βουλευτή κ. Πέτρου Μαντούβαλου;
Μέσα στη σκανδαλολογία και τις υπερβολές των ΜΜΕ, αναδύεται ένα νέο είδος ερευνητικής δημοσιογραφίας που ξεσκονίζει το παρελθόν των κυβερνητικών αξιωματούχων. Είναι «αμερικανικό φρούτο» και δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό. Μπορεί να ακούγεται πουριτανικό, αλλά όσοι αναλαμβάνουν ευαίσθητες πολιτικές θέσεις πρέπει να έχουν άμεμπτο παρελθόν. Όχι για ηθικολογικούς λόγους, αλλά για ουσιαστικούς. Δεν μπορεί να επιβραβεύεται πολιτικά με θέση ευθύνης κάποιος που, έστω νομότυπα, πήγε μάρτυρας υπεράσπισης καταδικασθέντος για μεγαλεμπορία ναρκωτικών.
Ούτε μπορεί να ελέγχει κάποιος τα πεπραγμένα της Δικαιοσύνης όταν υπάρχουν σκιές (ας το δεχτούμε: άδικες) για συναλλαγές με δικαστικούς. Ακυρώνεται το πολιτικό έργο κι αυξάνει ο κυνισμός των πολιτών απέναντι στην πολιτική.
Καλλιεργείται μια σύγχυση σε ό,τι αφορά τις ποινικές δίκες και καταδίκες και αυτές που πολλοί βαφτίζουν «τηλεδίκες» και «τηλεκαταδίκες». Αυτή η σύγχυση δεν είναι σκόπιμη, αλλά γεννάται από την απροσδιοριστία των εννοιών. Γι’ αυτό πρέπει να τις φωτίσουμε.
Καταρχήν, οι ποινικές δίκες μπορεί να έχουν απτά φυσικά αποτελέσματα. Κάποιος μπορεί να στερηθεί την ελευθερία του (και παλιότερα να πεθάνει) από μια καταδικαστική απόφαση. Η χειρότερη ποινή μιας αποκαλούμενης «τηλεδίκης» πολιτικού είναι η πιθανή αποπομπή από το αξίωμά του. Αλλά ακόμη κι αυτή δεν είναι «τηλεποινή». Κάποιος άλλος αποφασίζει (ο πρωθυπουργός, ο υπουργός) με βάση όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Υπήρξαν «τηλεδίκες», από τις οποίες εκτέθηκαν οι δημοσιογράφοι και υπήρξαν άλλες που είχαν ως αποτέλεσμα την αποπομπή πολιτικών. Στις τελευταίες αυτοί που αποφάσισαν δεν το έκαναν εν κενώ ούτε για να κάνουν τη χάρη στους δημοσιογράφους. Αποκαλύφθηκαν στοιχεία…
Αυτό που πολλοί βαφτίζουν «τηλεδίκη» είναι κομμάτι της πολιτικής πραγματικότητας. Υπάρχουν δύο ειδών αντιρρήσεις. Οι αισθητικές (το ύφος των παρουσιαστών) και οι ουσιαστικές, αν πρέπει δηλαδή να γίνονται. Στις πρώτες να συμφωνήσουμε. Το ύφος (σημαντικό κομμάτι του γυάλινου κόσμου) είναι πολλάκις ενοχλητικό. Δεν μπορούμε όμως, λόγω ύφους και προσπάθειας εντυπωσιασμού (αμαρτήματα στα οποία πολλές φορές πέφτουν οι ομιλούσες κεφαλές) να απαξιώνουμε συλλήβδην τη δημοσιογραφική έρευνα. Να στηλιτεύσουμε τα κακώς κείμενα, αλλά να μην πετάξουμε και το μωρό με τα βρομόνερα.
Στο δεύτερο γιατί να υπάρχει πρόβλημα; Αν ένας δημοσιογράφος έχει στοιχεία, σαν αυτά που αποκάλυψε ο κ. Κώστας Βαξεβάνης, θα πρέπει να θάψει το θέμα για να μην κατηγορηθεί ως «τηλεδικαστής»; Αν πάλι (φοβούμενος ότι θα κατηγορηθεί ως «τηλεανακριτής») αποφύγει να δώσει το λόγο σ’ αυτόν τον οποίο η δημοσιογραφική έρευνα «κατηγορεί», δεν θα υποπέσει σε δεοντολογικό παράπτωμα;
Ο κ. Θανάσης Τεγόπουλος κάνει ένα λογικό άλμα στο χθεσινό του άρθρο ( «Έκτακτο τηλεδικείο», «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 23.10.2005) από τα οικουμενικά δικαιώματα του ανθρώπου στο δικαίωμα του πολιτικού να μην «τηλεδικάζεται». Και το λογικό αυτό άλμα έχει να κάνει με τις επιβαλλόμενες ποινές. Σε μια ποινική δίκη ο κατηγορούμενος κινδυνεύει να χάσει ένα ατομικό δικαίωμα που έχει από την γέννησή του: Την ελευθερία του. Σε μια πολιτική «τηλεδίκη» ο πολιτικός κινδυνεύει να χάσει κάτι που του προσφέρθηκε από το λαό, επειδή -ρητά ή άρρητα- υποσχέθηκε ότι δεν είναι όλα αυτά που η δημοσιογραφική έρευνα φέρνει στο φως. Αν υποθέσουμε ότι κάποιος εκλέγεται καταγγέλλοντας τους αντιπάλους του ότι συχνάζουν σε κότερα επιχειρηματιών. Και αν αποκαλυφθεί ότι και ο ίδιος κάνει το ίδιο, δεν πρέπει να περάσει από πολιτική δίκη (μπορεί να είναι και τηλεοπτική); Δεν θα τον στείλουμε στη φυλακή για τις κρουαζιέρες, αλλά δεν πρέπει να πληρώσει το πολιτικό κόστος -ακριβώς επειδή είχε πολιτικό όφελος από την προηγούμενη καταγγελία;
Υπάρχει πρόβλημα με τις αποκαλούμενες «τηλεδίκες» των πολιτικών. Αυτό είναι πρόβλημα ύφους και όχι ουσίας. Πρέπει να διορθωθεί το πρώτο, αλλά προς Θεού… Μη χάσουμε το δεύτερο…
ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Το «τεκμήριο αθωότητας» και το «τεκμήριο πολιτικής ενοχής»…
Ένα άλλο ζήτημα, στο οποίο καλλιεργείται σύγχυση, αφορά το τεκμήριο αθωότητας. Δυστυχώς, εδώ πρέπει να επαναλάβουμε όσα γράφαμε παλιότερα, με αφορμή κάποιες καταγγελίες εναντίον στελεχών του ΠΑΣΟΚ («Απογραφές» 13.9.2003). Γράφαμε, λοιπόν, τότε με αφορμή το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου: «Είναι βασική αρχή του δικαίου το τεκμήριο αθωότητας. Σε υποθέσεις ποινικού χαρακτήρα όλοι οι πολίτες θεωρούνται αθώοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Ακόμη και οι ύποπτοι. Ακόμη και όσοι ομολογούν. Το ‘‘τεκμήριο αθωότητας” δεν είναι κάτι θεόπεμπτο. Είναι μία εφεύρεση της δημοκρατικής κοινωνίας μας, επειδή ο πολίτης είναι ανίσχυρος μπροστά στους πανίσχυρους μηχανισμούς του κράτους. Δοκιμάσαμε άλλα πράγματα και είδαμε ότι τα προβλήματα που έλυναν ήταν περισσότερα από εκείνα που δημιουργούσαν.
Σε θέματα πολιτικής ευθύνης όμως, δεν υπάρχει τεκμήριο αθωότητας.
Αντιθέτως: Αν θέλαμε να χαριτολογούσαμε θα λέγαμε ότι υπάρχει “τεκμήριο πολιτικής ενοχής”. Ο πολιτικός είναι ένοχος για οτιδήποτε κατηγορηθεί μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Προσοχή! Μιλάμε μόνο για τις πολιτικές ευθύνες. Αν οι ευθύνες είναι και ποινικές και ξεκινήσει διαδικασία δικαστικής διερεύνησής τους τότε ο πολιτικός -όπως και κάθε πολίτης- έχει το τεκμήριο αθωότητας σε ό,τι αφορά όμως, μόνον το ποινικό κομμάτι. Στο πολιτικό κομμάτι των ευθυνών είναι ένοχος μέχρι της αποδείξεως της αθωότητάς του.
Για παράδειγμα: Αν ξεκινήσει διαδικασία ποινικού ελέγχου για τον πρωθυπουργό (π.χ. για κλοπή), ως πολίτης πάει στο δικαστήριο έχοντας το τεκμήριο αθωότητας. Ως πολιτικός όμως παραιτείται έχοντας το τεκμήριο πολιτικής ενοχής.
Βέβαια, ούτε το “τεκμήριο πολιτικής ενοχής” δεν είναι θεόπεμπτο. Είναι κι αυτό μια εφεύρεση της δημοκρατικής μας κοινωνίας (όχι θεσμοθετημένη όπως το “τεκμήριο αθωότητας” αλλά κατά πολιτικό έθιμο), επειδή τώρα οι διωκτικές αρχές είναι ανίσχυρες μπροστά στον πανίσχυρο πολιτικό. Δεν μπορούν πρακτικά οι υφιστάμενοι να ελέγξουν τον προϊστάμενο. Η διαδικασία ποινικού ελέγχου δυσκολεύει μόνο από τη σκιά που αφήνει η ισχύς του πολιτικού. Πόσω μάλλον ότι ως άνθρωπος μπορεί να μπει στον πειρασμό αν επηρεάσει έμπρακτα τη διαδικασία προς όφελός του. Ο πολιτικός λοιπόν, πρέπει να παραιτηθεί του αξιώματός του, να διαλευκανθεί η υπόθεση και μετά ως αθώος να συνεχίσει την καριέρα του.
Γι’ αυτό πέφτουν στο κενό οι ισουητισμοί των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, σχετικά με το ‘‘πόθεν έσχες” των χρηματιστηριακών τους συναλλαγών. Δεν είναι “κατά τεκμήριο αθώοι” που ενοχοποιούνται από μια διαδικασία, είναι κατά “τεκμήριο πολιτικά ένοχοι”, οι οποίοι οφείλουν να αθωωθούν (πολιτικά πάντα) διά της διαδικασίας. Δυστυχώς πολιτικά, πρέπει να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες, αφού δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι είναι ελέφαντες».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 24.10.2005