Γιατί δεν έγινε δυνατή η αποφυγή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, αυτής της μεγάλης παγκόσμιας καταιγίδας; Ποιες αιτίες τον προκάλεσαν; Ο ιστορικός Ρίτσαρντ Όβερι θεωρεί ότι οι λόγοι για τους οποίους ξέσπασε η φονικότερη πολεμική αναμέτρηση στην ιστορία μπορούν να εξηγηθούν μόνο στο πλαίσιο της επιδεινούμενης ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, όταν «η οικονομική κρίση, η ανάδυση αυταρχικών καθεστώτων, οι βαθιές διαχωριστικές γραμμές, οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί και η κατάρρευση των προσπαθειών της Κοινωνίας των Εθνών να διαφυλάξει την ειρήνη συνδυάστηκαν όλα μαζί καθιστώντας πιθανή μια γενική σύρραξη». Στο βιβλίο του τίθεται, εκ των πραγμάτων, και ένα θέμα περί της μεθόδου των ιστορικών.
Richard Overy, 1939. Η αντίστροφη μέτρηση για τον πόλεμο, μετάφραση Τιτίνα Σπερελάκη, Πατάκη, Αθήνα 2009, σελ. 204
Η κρίση ιστορικών αποφάσεων μοιάζει εύκολη δουλειά εκ των υστέρων. Γνωρίζουμε τον δρόμο που πήρε η ιστορία και μπορούμε με σχετική ασφάλεια να κρίνουμε το ορθό και το λάθος. Είναι όμως πολλά και αυτά που δεν γνωρίζουμε. Όχι μόνο εμείς οι αδαείς εραστές της ιστορίας, αλλά και εκείνοι που επαγγελματικά και συστηματικά εντρυφούν σ’ αυτή.
Ας ξεχάσουμε το γεγονός ότι οι ιστορικοί έχουν πρόσβαση σε γνώση που οι πρωταγωνιστές των ιστορικών γεγονότων δεν είχαν, π.χ. στα αρχεία των αντιπάλων σε μια σύγκρουση. Ένα πράγμα, που κανείς δεν γνωρίζει, είναι οι εναλλακτικοί δρόμοι που θα μπορούσε να πάρει η ιστορία. Ξέρουμε για παράδειγμα ότι η συμφωνία του Μονάχου ήταν κακή διότι εξέθρεψε την επιθετικότητα του Χίτλερ. Δεν μπορούμε να ξέρουμε όμως ποια θα ήταν η ροή τής ιστορίας χωρίς αυτή. Θα ξέσπαγε ο πόλεμος τον Σεπτέμβριο του 1938; Ποια θα ήταν η έκβασή του, με τη Βρετανία λιγότερο εξοπλισμένη απ’ ό,τι ένα χρόνο μετά κι ένα ισχυρό φιλειρηνικό κίνημα στους κόλπους της;
Αν, πάλι, η απόρριψη τής Συμφωνίας κατεύναζε τον Χίτλερ και δεν γινόταν ποτέ ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ποια θα ήταν η πορεία του κόσμου, αν επιζούσε ως εναλλακτικό «παράδειγμα» και ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός; Πολλές χώρες της Ευρώπης τότε είχαν φασιστικά καθεστώτα, αλλά και εντός των δημοκρατιών υπήρχαν ισχυρά φασιστικά κινήματα. Το πιθανότερο, βέβαια, θα ήταν ότι και ο φασιστικός ολοκληρωτισμός θα κατέρρεε από τις εσωτερικές του αντιφάσεις, αλλά στην περίπτωση του κομμουνισμού αυτό χρειάστηκε εβδομήντα χρόνια. Πώς θα ήταν ο κόσμος αν δίπλα στον «κόκκινο φάρο της αλήθειας» υπήρχε κι ένας αντίστοιχος «μαύρος φάρος»; Θα επιζούσαν τα φιλελεύθερα αστικά κράτη ή οι πληθυσμοί τους θα σαγηνεύονταν από την «αποτελεσματικότητα» των δύο ολοκληρωτισμών;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν η φρίκη τού πολέμου που απονομιμοποίησε στη συνείδηση των ανθρώπων τον φασισμό. Κι εδώ μπαίνουμε σε ένα βαθύτερο μεθοδολογικό πρόβλημα. Πώς μπορούμε να κρίνουμε την ιστορία, όταν η σκέψη μας και συνεπώς η κρίση μας διαμορφώνεται από την ιστορία, δηλαδή είναι προϊόν αυτής της ιστορίας;
Ένα ακόμη μεθοδολογικό πρόβλημα είναι η στάθμιση των παραγόντων που παράγουν τις ιστορικές εξελίξεις. Επειδή δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός κανόνας, συχνά ξεσπούν διαμάχες μεταξύ των ιστορικών για τα αίτια των μεγάλων ιστορικών γεγονότων. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, είναι γνωστή η διαμάχη για τις απαρχές του Εμφυλίου· στο εξωτερικό γίνεται μια μεγάλη συζήτηση για τις απαρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για το παράδοξο έτος 1939. Μία από αυτές τις διαμάχες ήταν μεταξύ των ιστορικών Ρίτσαρντ Όβερι (Richard Overy) και Τίμοθι Μέισον (Timothy Mason), από τις στήλες της επιθεώρησης Past and Present Journal. Ο Μέισον είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Αδόλφος Χίτλερ οδηγήθηκε στον πόλεμο επειδή η γερμανική οικονομία αντιμετώπιζε δομικές αδυναμίες και είχε να επιλέξει μεταξύ επιθετικότητας και δύσκολων οικονομικών αποφάσεων που θα υπέσκαπταν τη λαϊκή νομιμοποίηση του καθεστώτος. Ο Όβερι απάντησε ότι, παρ’ όλο που η Γερμανία είχε μεγάλα οικονομικά προβλήματα το 1939, ήταν οι αποφάσεις, οι παρεξηγήσεις, οι κακές εκτιμήσεις που δημιούργησαν τη δυναμική η οποία οδήγησε στο αιματοκύλισμα.*
Στο βιβλίο του 1939. Η αντίστροφη μέτρηση για τον πόλεμο, ο Όβερι υποστηρίζει ότι η πορεία προς τον πόλεμο δεν ήταν αναπόφευκτη.
«Το σενάριο της τελικής κρίσης δεν ήταν προδιαγεγραμμένο. (…) Δεν είναι απίθανο να είχαν παρθεί διαφορετικές αποφάσεις σε συγκεκριμένες στιγμές της κρίσης εξαιτίας παραγόντων που δημιούργησε η ίδια η αυξημένη ένταση, όπως καταδεικνύει η απόφαση του Χίτλερ να ακυρώσει την εισβολή στις 25 Αυγούστου ή την πολωνική προθυμία για διαπραγμάτευση ή τον κλεφτοπόλεμο μεταξύ Μπονέ και Νταλαντιέ (σ.σ.: ο υπουργός Εξωτερικών και ο πρωθυπουργός της Γαλλίας). Όλες οι διεθνείς κρίσεις που επιδεινώθηκαν, από τον Κριμαϊκό Πόλεμο μέχρι την εισβολή στο Ιράκ, οδήγησαν αρχικά σε σύντομες περιόδους ασταθών πολιτικών αλληλεπιδράσεων και απρόβλεπτων συγκυριών πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών» (σ. 164).
Δεν ήταν μία, αλλά πολλές οι πεταλούδες που έφτιαξαν την μεγάλη παγκόσμια καταιγίδα. Αλλά όλα αυτά σε περιβάλλον που έκανε πολύ πιθανό έναν παγκόσμιο πόλεμο. Αυτός «μπορεί να εξηγηθεί σωστά μόνο στο πλαίσιο της επιδεινούμενης ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων στην διάρκεια της δεκαετίας του 1930, όταν η οικονομική κρίση, η ανάδυση αυταρχικών καθεστώτων, οι βαθιές διαχωριστικές γραμμές, οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί και η κατάρρευση των προσπαθειών της Κοινωνίας των Εθνών να διαφυλάξει την ειρήνη συνδυάστηκαν όλα μαζί καθιστώντας πιθανή μια γενική σύρραξη» (σ. 15).
Στις δραματικές διαπραγματεύσεις του Αυγούστου πριν από την εισβολή στην Πολωνία υπήρχαν κακές εκτιμήσεις εκατέρωθεν. Ο Χίτλερ πίστευε ότι οι δυτικές δυνάμεις απλώς μπλόφαραν με την «κόκκινη γραμμή» και ότι δεν θα πολεμούσαν. Στις 30 Αυγούστου, «ο Γκέρινγκ παραπονέθηκε στον Γκέμπελς ότι δεν είχαν ανοικοδομήσει τη Γερμανία σε έξι χρόνια “για να τα διακινδυνεύσουν τώρα όλα μ’ έναν πόλεμο”. Ο Γκέμπελς σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι ο κίνδυνος έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο συνειδητοποιούσε ο Χίτλερ αλλά εισέπραξε και πάλι την απάντηση ότι “ο φύρερ δεν πιστεύει πως η Αγγλία θα επέμβει”» (σ. 95). Από την άλλη στο Λονδίνο και στο Παρίσι υπήρχαν λανθασμένες πληροφορίες περί εσωτερικής αντίδρασης στον πόλεμο:
«Οι Βρετανοί έδωσαν μεγαλύτερη προσοχή στις φήμες περί διαφορών στην ηγεσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Επί αρκετό καιρό κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι ο στρατάρχης Χέρμαν Γκέρινγκ, επικεφαλής της γερμανικής αεροπορίας, πληρεξούσιος υπουργός για το οικονομικό τετραετές πρόγραμμα της Γερμανίας, θα μπορούσε να οργανώσει κάποιο πολιτικό πραξικόπημα ή να φανεί χρήσιμος πείθοντας τον Χίτλερ να δεχθεί μια ειρηνική λύση» (σ. 74).
Το ότι αυτές οι εκτιμήσεις ήταν λανθασμένες το γνωρίζουμε εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος.
Η μεγάλη χρησιμότητα του βιβλίου 1939. Η αντίστροφη μέτρηση για τον πόλεμο είναι ότι μας μεταφέρει στα κέντρα λήψης αποφάσεων εκείνης της εποχής, χωρίς την υπεροψία της μετέπειτα γνώσης. Μας δείχνει τις δυσχέρειες στη λήψη των αποφάσεων, αφ’ ενός λόγω της έλλειψης σαφούς πληροφόρησης, αφ’ ετέρου και επειδή μια πολιτική απόφαση πρέπει να συνυπολογίζει πολλούς παράγοντες. Βλέποντας την ιστορία χωρίς το φακό της ύστερης γνώσης δεν μπορεί κανείς παρά να συμπάσχει με τις αγωνιώδεις προσπάθειες του βρετανού πρωθυπουργού να διατηρήσει την ειρήνη:
«Η ιστορική εικόνα του Νέβιλ Τσάμπερλαιν είναι αυτή ενός ανθρώπου ο οποίος, το 1939, αναζητούσε πάση θυσία τρόπο για να αποφύγει την σύγκρουση, αλλά, παρότι πάντα θεωρούσε την ειρήνη προτιμότερη από τον πόλεμο, στις αρχές του 1939 ελάχιστες αυταπάτες έτρεφε πια για τον Χίτλερ. Τον Μάρτιο περιέγραψε τον Χίτλερ σ’ έναν επισκέπτη ως «τον πιο μαύρο διάβολο που είχα συναντήσει ποτέ» (σ. 30).
Αυτό πιστοποιείται και από το γεγονός ότι η επιστράτευση στην Βρετανία είχε ξεκινήσει από την άνοιξη του 1939.
Μοιάζει παράδοξο ότι ακόμη και δημοκράτες ειρηνιστές μέμφονται τον Τσάμπερλαιν για τη στάση υπέρ της ειρήνης που κράτησε στο Μόναχο. Αυτό όμως γίνεται αφ’ ενός επειδή έχουν την ύστερη γνώση και αφ’ ετέρου διότι υποτιμάται ή αποσιωπάται ένας μείζων παράγων, που ήταν η λαϊκή βούληση κατά του πολέμου. Σε μια δημοκρατία ένας πρωθυπουργός έχει μεγάλα περιθώρια ελιγμών, αλλά δεν μπορεί και δεν πρέπει να εναντιώνεται πλήρως στην λαϊκή βούληση. Το 1938 οι μνήμες του Μεγάλου Πολέμου ήταν ακόμη νωπές. Είχαν περάσει μόλις είκοσι χρόνια από τη λήξη του. Οι ανάπηροι βρίσκονταν σε χιλιάδες σπίτια για να υπενθυμίζουν την φρίκη του, η απώλεια αγαπημένων προσώπων δεν είχε ξεπεραστεί. Ήταν φυσικό λοιπόν να δρα στις δυτικές χώρες ένα ισχυρό φιλειρηνικό κίνημα – και η λαϊκή επιταγή ήταν να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για ειρήνη.
Υπήρχαν όμως και άλλοι παράγοντες. Το 1938, οι δυτικές δυνάμεις βρίσκονταν στο μέσον ενός μεγάλου εξοπλιστικού προγράμματος που δεν είχε ολοκληρωθεί. Το 1939 «πολλοί από τους παράγοντες που απέτρεπαν μια σθεναρή στάση στην περίπτωση της τσεχικής κρίσης την προηγούμενη χρονιά είχαν εκλείψει. Τόσο η Βρετανία, όσο και η Γαλλία στην διάρκεια του 1939, είχαν επιταχύνει τον επανεξοπλισμό τους, ειδικά στον αέρα. (…) Ένας δεύτερος παράγοντας ήταν η κοινή γνώμη η οποία είχε μετατοπιστεί από τον τρόμο για τον πόλεμο και τη σφοδρή επιθυμία για ειρήνη, που ήταν πασιφανής τον Σεπτέμβριο του 1938, σε μια μοιρολατρική αποδοχή ότι ο πόλεμος ήταν τώρα αναπόφευκτος και ήταν καλύτερα να διεξαχθεί το συντομότερο δυνατόν» (σσ. 44-45).
Εκτός αυτού όμως, «για να ικανοποιούν οι πολεμικές προετοιμασίες τις όποιες φιλοδοξίες τους, η Βρετανία και η Γαλλία καλούνταν να ξεπεράσουν πολλά προβλήματα, όπως την ανάδυση οικονομικών και χρηματοδοτικών δυσχερειών» (σ. 159). Δεν πρέπει ακόμα να ξεχνάμε ότι κατά τη δεκαετία του 1930 η οικονομική κρίση είχε φτάσει στο ζενίθ και το ερώτημα «ψωμί ή κανόνια;» θεωρούνταν αντανακλαστικά ορθό – όπως αντανακλαστικά ορθή ήταν και η απάντησή του: «ψωμί».
Πώς φτάσαμε λοιπόν στον πόλεμο του 1939; Σαφώς υπήρχε η επιθετικότητα της ναζιστικής Γερμανίας. Από την άλλη πλευρά, «παρά τη ρητορεία περί τιμής, η πραγματικότητα του πολέμου το 1939 δεν ήταν η σωτηρία της Πολωνίας από μια βάναυση κατοχή, αλλά η σωτηρία της Βρετανίας και της Γαλλίας από τους κινδύνους ενός κόσμου που κατέρρεε» (σ. 170). Υπήρχε επίσης η «μπερδεμένη διπλωματία» που τόσο φοβόταν ο Τσάμπερλαιν και η οποία είχε οδηγήσει τον κόσμο στον πρώτο μεγάλο πόλεμο. Τέλος, υπήρχε η δυναμική των πραγμάτων που δημιουργούσε πια τα δικά της γεγονότα:
«Η αναζήτηση μιας πειστικής και πρόχειρης δικαιολόγησης [του πολέμου] στη διάρκεια της κρίσης δεν έκανε τον πόλεμο εντελώς αναπόφευκτο, κατέστησε όμως δύσκολη την αποτροπή του. Η δοκιμασία θέλησης τις τελευταίες ημέρες της ειρήνης, κυρίως μεταξύ δύο τελείως ανόμοιων πρωταγωνιστών, του Χίτλερ και του Τσάμπερλαιν, προσέλαβε τη δική της διάσταση, ανεξάρτητη σε μεγάλο βαθμό από τη μακρά προϊστορία στρατιωτικών, οικονομικών και πολιτικών γεγονότων που τους είχε οδηγήσει εξ αρχής στην επικείμενη αντιπαράθεση» (σ. 169).
—
* Αυτή ίσως είναι μετεγγραφή της μεγάλης συζήτησης που έγινε πριν από πολλά χρόνια περί της «δομής» της φεουδαρχίας ή της «συγκυρίας» η οποία οδήγησε τις δυτικές κοινωνίες στον καπιταλισμό. Η διαφωνία μεταξύ ιστορικών, κοινωνιολόγων και οικονομολόγων ήταν για το αν και κατά πόσο το πέρασμα από τη φεουδαρχική στην καπιταλιστική κοινωνία ήταν αποτέλεσμα της συγκρότησης της φεουδαρχικής κοινωνίας (δηλαδή της «δομής» της) ή αν ήταν αποτέλεσμα της συγκυρίας, τυχαίων φαινομένων τα οποία άλλαξαν σιγά σιγά την κοινωνική οργάνωση για να φτάσει στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία. Πρβλ. Η μετάβαση από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό (συλλογικό), Θεμέλιο, Αθήνα 1986
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Books’ Journal» τ. Νοεμβρίου