Ο κ. Παπανδρέου πρότεινε «κουπόνια εκπαίδευσης» για τα ΑΕΙ, μια ριζοσπαστική πρόταση με την οποία ουδείς ασχολήθηκε.
Μπορεί η ομιλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την Παιδεία να πνίγηκε στα παλιά ΠΑΣΟΚικά διλήμματα περί ιδιωτικών και κρατικών πανεπιστημίων και στη ρηχή ανάγνωση που εθιμικά πλέον κάνουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, εμπεριείχε όμως ριζοσπαστικές προτάσεις. Τέτοιες που θα μπορούσαν οι σύντροφοί του να τον κατηγορήσουν για νεοφιλελευθερισμό!
Πριν από χρόνια ο μεγάλος φιλελεύθερος διανοούμενος Μίλτον Φρίντμαν διατύπωσε την ιδέα των «κουπονιών εκπαίδευσης». H σκέψη του ήταν απλή: αντί το κράτος να επιδοτεί απευθείας τα σχολεία (δημιουργώντας τη νοοτροπία «βρέξει χιονίσει») πρέπει να επιδοτεί απευθείας τους πολίτες για να εκπαιδεύονται. Oι μαθητές, φοιτητές κ.λπ., ή οι γονείς τους, παίρνουν ένα κουπόνι εκπαίδευσης που αντιστοιχεί σε χρηματικό ποσό αντίστοιχο με τα έξοδα που θα έκανε η πολιτεία ανά σπουδαστή για ένα ακαδημαϊκό έτος. Aυτό το καταθέτουν στο σχολείο της αρεσκείας τους και το σχολείο εισπράττει από το κράτος το ποσόν που αντιστοιχεί ανά σπουδαστή. Πρόταση λογική που στην Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νεοφιλελεύθερη.
Το ίδιο πρότεινε και ο κ. Γιώργος Παπανδρέου ανάμεσα στις 15 θέσεις του. «Οσοι νέοι παίρνουν το απολυτήριο Λυκείου», είπε «θα έχουν εγγυημένο ποσό στο όνομά τους από το κράτος, στο ύψος του κόστους σπουδών που θα πηγαίνει στο Ιδρυμα που θα τους δέχεται. Αυτό θα εγγυηθεί ότι όλοι όσοι θέλουν να σπουδάσουν, θα μπορέσουν να βρουν θέση στα Πανεπιστήμια ή στα ΤΕΙ. Ετσι ΑΕΙ και ΤΕΙ θα έχουν κίνητρο για την εισαγωγή φοιτητών».
Με άλλα λόγια ο κ. Παπανδρέου προτείνει «κουπόνια εκπαίδευσης» στην ανώτατη παιδεία, μια θέση που θα ήταν πολλαπλώς ωφέλιμη και για τον τόπο, αλλά και για τους… επικριτές του. Οι τελευταίοι, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να τον κατηγορήσουν για νεοφιλελευθερισμό (τεκμηριωμένα, λόγω καταγωγής της πρότασης) και χωρίς να προσφεύγουν στο αραχνιασμένο δίλημμα «κρατικό» εναντίον «ιδιωτικού».
Η ομιλία όμως του κ. Παπανδρέου στη Βουλή μπορεί να μας οδηγήσει σε κάποια όχι πολύ τιμητικά συμπεράσματα για το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου στη χώρα.
Καταρχήν, βλέπουμε ότι το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας είναι βαθιά νυχτωμένο και πολλαπλώς αγκυλωμένο. Κορυφαία στελέχη του σαν τον κ. Τσοχατζόπουλο (παρ’ ολίγον θα γινόταν πρωθυπουργός) ή τον κ. Βενιζέλο (που θέλει να γίνει πρωθυπουργός) συντηρούν διλήμματα του παρελθόντος και δεν αγγίζουν την προβληματική του μέλλοντος. Ενώ είχαν ένα πρώτης τάξεως «πάτημα» για να κάνουν το γνωστό παιχνίδι, αναλώθηκαν στο επιφαινόμενο.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης συνεχίζουν να ασχολούνται με το κουτσομπολιό της πολιτικής παρά με την πολιτική καθεαυτή. Κύριο θέμα τους οι αραχνιασμένες διαφωνίες των στελεχών του ΠΑΣΟΚ, ενώ οι υπόλοιπες προτάσεις του πέρασαν στα αζήτητα της δημοσιότητας. Λες και το βασικό πρόβλημα της χώρας σήμερα δεν είναι η παιδεία, αλλά αν ο κ. Βενιζέλος θα κάνει τις στομφώδεις δηλώσεις στα πολιτικά σόου που κατά καιρούς δίνει.
Τέλος δείχνει και την αδυναμία του κ. Παπανδρέου να κατανοήσει σε ποιο πολιτικό και επικοινωνιακό τοπίο καλείται να λειτουργήσει.
Οποιοσδήποτε μπορούσε να καταλάβει ότι η πρότασή του για υπερψήφιση του άρθρου 16 και για δημοψήφισμα στα θέματα παιδείας θα υπερκάλυπτε όλα τα υπόλοιπα. Ηταν σίγουρο ότι οι δημοσιογράφοι αντί να ασχοληθούν με την ουσία των προτάσεών του θα έτρεχαν στον κ. Βενιζέλο να ακούσουν τις στομφώδεις αντιρρήσεις του. Αυτό σημαίνει ότι ο Γ. Παπανδρέου ή δεν θέλει, ή ότι μπορεί να διαχειριστεί το υπάρχον πολιτικό και επικοινωνιακό σκηνικό. Κι αυτό το πληρώνει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 29.11.2006