Λέγονται πολλά για το Μνημόνιο. Τα περισσότερα είναι λάθος και κάποια είναι ψέματα.
Λέγονται πολλά για το «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής», όπως είναι ακριβής τίτλος της συμφωνίας που έκανε το ελληνικό κράτος με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα περισσότερα είναι λάθος και κάποια είναι ψέματα.
Κατ’ αρχήν αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι το μνημόνιο είναι μια μορφή κρατικής (ή έστω διακρατικής) παρέμβασης στις αγορές. Στην κλασική λειτουργία των αγορών υπάρχει το έγκλημα (χρέος), και η τιμωρία (χρεοκοπία). Ο μηχανισμός στήριξης της ελληνικής οικονομίας είναι προϊόν πολιτικής απόφασης για να αποτρέψει τα οδυνηρά αποτελέσματα από την λειτουργία των αγορών. Ότι ακριβώς είναι και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Παρά τα όσα εγγράφονται στην αριστερή μυθολογία το ΔΝΤ είναι μια απόπειρα πολιτικής απάντησης στην κυριαρχία των αγορών. Πιθανόν να είναι ατελής, ίσως να μην είναι πάντα αποτελεσματική και βεβαίως ποτέ δεν είναι ευχάριστη (υπό την έννοια ότι δεν λέει σε ένα κράτος «πόσα ξοδεύατε μέχρι σήμερα; Πάρτε άλλα τόσα για να είστε ευτυχισμένοι») αλλά δεν παύει να είναι μια πολιτική απάντηση, ένας διακρατικός παρεμβατισμός στις αγορές. Γι’ αυτό πολλοί ακραίοι νεοσυντηρητικοί απεχθάνονται θεσμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Την εποχή, μάλιστα, της παντοδυναμίας των οι ρεπουμπλικάνοι της Ουάσιγκτον προσπάθησαν να τους υπονομεύσουν με την λογική ότι νοθεύουν τον υγιή ανταγωνισμό στις παγκόσμιες αγορές.
Εξάλλου τα 110 δισεκατομμύρια ευρώ που δίνονται ως δάνειο για την χώρα δεν αποτελούν παρά βοήθεια των φορολογουμένων της ευρωζώνης, για να σταθεί στα πόδια της η Ελλάδα. Κυκλοφορεί ένας αριστεροδεξιός μύθος, που θέλει το επιτόκιο 5% «τοκογλυφικό». Συγκρίνουν τα επιτόκια δανεισμού της Γερμανίας (που για τα δεκαετή ομόλογα κυμαίνονται στο 3%) και τις δύο επιπλέον μονάδες που πληρώνει το ελληνικό δημόσιο τις βαφτίζουν «τοκογλυφία». Το ψεύδος έγκειται στο γεγονός η Ελλάδα δεν είναι Γερμανία και οι αγορές δεν είναι διατεθειμένες να δανείσουν την Ελλάδα με γερμανικά επιτόκια. Εάν υπάρχει κάτι με το οποίο μπορεί να συγκριθεί το επιτόκιο του μνημονίου, είναι το επιτόκιο που διαμορφώθηκε στις αγορές για το ελληνικό χρέος. Τα spreads των 1.000 μονάδων βάσης σημαίνουν ότι η αγορά εκτιμά το ρίσκο αγοράς ελληνικών ομολόγων με δέκα επιπλέον μονάδες επιτοκίου από τα γερμανικά ομόλογα. Αυτό σημαίνει ότι το χαμηλότερο επιτόκιο για τα ελληνικά δεκαετή ομόλογα στις αγορές θα ήταν 13%. Αν, φυσικά, η Ελλάδα μπορούσε να πάει στις αγορές…
Κανείς δεν ξέρει τι θα γινόταν αν η χώρα μας έβγαινε να δανειστεί τον Μάιο του 2010. Το πιθανότερο είναι να μην μπορούσε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κεφάλαια. Αλλά ακόμη κι αν μπορούσε, το επιτόκιο πιθανότατα θα ήταν υψηλότερο και από το 13%. Τα spreads συγκρατήθηκαν στις 1.000 μονάδες βάσης μετά την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης. Δεν ξέρουμε που θα πήγαιναν χωρίς αυτόν. Όπως και να έχει το ζήτημα, η διαφορά των οκτώ μονάδων επιτοκίου είναι επιδότηση των ευρωπαίων φορολογούμενων, στους Έλληνες.
Ένα άλλο τέχνασμα συκοφάντησης του μνημονίου είναι η σύγκριση της ζωής των Ελλήνων πριν και μετά την κρίση. Αφήνεται να εννοηθεί ότι οι περιοριστικές πολιτικές που υπαγορεύονται από το μνημόνιο οδηγούν στην υπανάπτυξη και τελικά στην ύφεση. Η αλήθεια όμως είναι άλλη. Η Ελλάδα μπήκε σε αρνητικό έδαφος ανάπτυξης από τις αρχές του 2009, πριν υπάρξει η συμφωνία δανεισμού τον Μάϊο του 2010. Η ύφεση στην ελληνική οικονομία ήταν αναπότρεπτη εξέλιξη από την στιγμή που αυξήθηκε το κόστος δανεισμού, ακριβώς επειδή ένα μεγάλο κομμάτι της ανάπτυξης οφειλόταν στην κατανάλωση που έγινε εφικτή εξαιτίας του φθηνού δανεισμού. Με άλλα λόγια: βρεθήκαμε στην ιδανική συγκυρία να δανειζόμαστε επί μία δεκαετία σαν Γερμανοί. Δεν φτιάξαμε, όμως, τις προϋποθέσεις για να παράγουμε σαν Γερμανοί. Τα φθηνά δανεικά, δεν έγιναν -σε ένα μεγάλο βαθμό- επενδύσεις που θα πολλαπλασίαζαν τον εισερχόμενο πλούτο, έγιναν κατανάλωση με επιδοτήσεις, διόγκωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, πανεπιστημιακές σχολές που μόνο στόχο είχαν την δημιουργία τοπικής κατανάλωσης κ.λπ. με αποτέλεσμα η ελληνική ανάπτυξη να μην είναι βιώσιμη. Αρκούσε μια κρίση στις διεθνείς χρηματαγορές για να βρεθεί η χώρα σε αδιέξοδο. Αλλά και χωρίς την διεθνή κρίση κάποια στιγμή το σωρευμένο χρέος θα δημιουργούσε εγχώρια κρίση. Η εξυπηρέτηση των δανείων θα γινόταν δυσβάστακτη.
Είναι βέβαια αληθές ότι οι επεκτατικές πολιτικές βοηθάνε στην ανάπτυξη. Υπό προϋποθέσεις. Η κλασική κεϊνσιανή θεωρία θέλει το κράτος να ρίχνει λεφτά στην αγορά. Αυτά τα χρήματα γίνονται ζήτηση, και η οποία με την σειρά της κινητοποιεί ανενεργές παραγωγικές δυνάμεις. Αυτό όμως προϋποθέτει εκτός από τα λεφτά να υπάρχουν και ανενεργές παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας. Προϋποθέτει επίσης και ένα εθνικό κράτος παλαιού τύπου με πολλά εμπόδια στα σύνορα για τις εισαγωγές. Η Ελλάδα όμως δεν έχει μόνο δημοσιονομικό πρόβλημα. Έχει και πρόβλημα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο το 2008 είχε φτάσει στο 14,3% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι εισάγει πολλά περισσότερα απ’ όσα εξάγει. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης πρέπει να σημειώσουμε ότι το 1985, όταν η χώρα μας παρουσίασε 8% έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, υποτίμησε το νόμισμά της κατά 15% και προχώρησε σε ένα διετές πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας με πάγωμα μισθών και στον ιδιωτικό τομέα.
Σήμερα, όλως παραδόξως, πολλοί νοσταλγούν την δραχμή και λυπούνται που η χώρα δεν έχει το «όπλο της υποτίμησης» για να «αποφύγει τα δεινά του σταθεροποιητικού προγράμματος». Ακόμη κι αν ξεχάσουμε ότι κάθε υποτίμηση συνοδεύεται από κάποιο σταθεροποιητικό πρόγραμμα, η υποτίμηση δεν είναι κάτι συμβολικό· δεν είναι ένα κόλπο για να συνεχίσουμε το ίδιο επίπεδο ζωής. Ακόμη και αν δεν αλλάξει τίποτε στην αγορά, η τιμή των εισαγόμενων προϊόντων αυξάνει όσο το ποσοστό της υποτίμησης. Με άλλα λόγια οι εργαζόμενοι έχουν απώλειες εισοδήματος, ανάλογες του ποσοστού των εισαγομένων που καταναλώνουν (και τώρα πια στην Ελλάδα είναι πολλά), συν τις απώλειες που έχουν από την αγορά εγχώριων προϊόντων στα οποία ενσωματώνονται εισαγόμενα (πρώτες ύλες, πετρέλαιο κ.λπ.)
Συνεπώς η κεϊνσιανή ακολουθία -α) το δημόσιο χρηματοδοτεί τους εργαζόμενους για να ανοίγουν αχρείαστες τρύπες, β) τα λεφτά γίνονται ενεργός ζήτηση και γ) η ζήτηση κινεί τα εργοστάσια- στην περίπτωση της Ελλάδος δεν δουλεύει. Τα εργοστάσια που κινούνται από την δημιουργούμενη ζήτηση βρίσκονται στο εξωτερικό και στην Ελλάδα απομένουν μόνο οι τρύπες συν ένα όνειρο πλασματικής ευημερίας. Εξάλλου αυτό κάναμε όλον αυτόν τον καιρό και …γεμίσαμε τρύπες: έχουμε μία πανεπιστημιακή σχολή στα Γρεβενά, δύο στην Καστοριά, τρεις στην Κοζάνη, μια κρατική εταιρία πώλησης πηλού, πολιτιστικούς οργανισμούς ων ουκ έστι αριθμός, μαρίνες στο πουθενά κ.λπ. Όλα αυτά δεν παράγουν, απλώς απαιτούν όλο και περισσότερα λεφτά.
Ένας άλλος «εύκολος» τρόπος εξόδου από την κρίση που προτείνεται είναι η αναδιάρθρωση του χρέους. Αυτό σε απλά ελληνικά σημαίνει «ότι φάγαμε, φάγαμε, τώρα να κάνουμε τον λογαριασμό που μάς βολεύει», ή στο ακόμη το πιο αριστερό «να πληρώσουν οι τράπεζες την κρίση». Δεν ξέρουμε πόσο ανήθικο είναι να εκπληρώνει κάποιος τις υποχρεώσεις του, ή πόσο αριστερό είναι το μπαταχτσιλίκι, αλλά το πρόβλημα είναι ότι το ελληνικό χρέος δεν βρίσκεται μόνο στις τράπεζες. Υπάρχουν πολλά ομόλογα στα χαρτοφυλάκια ασφαλιστικών ταμείων, αλλοδαπών και Ελλήνων εργαζόμενων, ταμεία τα οποία πιθανότατα σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του χρέους θα πληγούν περισσότερο από τις τράπεζες. Οι τελευταίες φροντίζουν να ελαχιστοποιούν το ρίσκο τους κατέχοντας ταυτόχρονα κι ασφαλιστήρια κινδύνου, τα διαβόητα CDS.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι βρίσκεται μια κυβέρνηση που ικανοποιεί το γινάτι τών λογής-λογής αριστερών και αναδιαρθρώνοντας το χρέος ανοίγει μια πληγή στον καπιταλισμό (Σ.Σ.: σιγά το πλήγμα! Η ελληνική οικονομία είναι μόλις το 0,6% της παγκόσμιας). Τι θα κάναμε μετά; Κατ’ αρχήν θα έπρεπε να κλείσουμε τις τράπεζες για ένα διάστημα, για να μην υπάρξει πανικός και αρχίσει η μαζική απόσυρση καταθέσεων. Δεύτερον θα έπρεπε να κλείσουμε τα σύνορα για να μην υπάρξει εκροή κεφαλαίων, όχι μόνο των μεγαλοσχημόνων, αλλά και των απλών ανθρώπων που έχουν μερικές χιλιάδες ευρώ στην άκρη και θα ήθελαν να τα διασφαλίσουν. Αν σκεφτούμε ότι μόνο με την φημολογία, έφυγαν για το εξωτερικό 20 δισεκατομμύρια ευρώ, μπορούμε να φανταστούμε την ψυχολογία των Ελλήνων σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του χρέους. Τρίτον η αξία των ελληνικών ομολόγων, που κατέχουν και ελληνικές τράπεζες και ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία, θα κατέρρεε με επιπτώσεις στους μισθούς και τις συντάξεις. Τέταρτον θα έπρεπε να προχωρήσουμε σε …περικοπές μισθών, συντάξεων και άλλων δαπανών του κράτους.
Ένα πράγμα που δεν συζητείται καθόλου είναι οι πρωτογενείς δαπάνες του ελληνικού δημοσίου. Αυτές είναι όλα τα έξοδα του κράτους (μισθοί, συντάξεις, επιδόματα, συντήρηση νοσοκομείων, σχολείων κ.λπ.) πλην τόκων. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι επώδυνες περικοπές των 5,8 δισ. ευρώ που προβλέπει το μνημόνιο γίνονται μόνο και μόνο για να εξυπηρετηθούν οι δανειστές μας. Η αλήθεια όμως είναι ότι το 2009 οι πρωτογενείς δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού ήταν 64,429 δισ. ευρώ ενώ τα έσοδα τής ίδιας χρονιάς ήταν 55,461 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν με κάποιο επαναστατικό δίκαιο αναδιαρθρώναμε το χρέος στο μηδέν, αν δεν είχαμε να πληρώνουμε τόκους και χρεολύσια θα έπρεπε να περικόψουμε δαπάνες 9 δισεκατομμυρίων, έναντι 5,8 που προβλέπει το μνημόνιο. Εάν τα έσοδα του δημοσίου παρέμεναν στα περυσινά επίπεδα. (Σ.Σ.: υπολογίζω ότι και οι πιο συνεπείς στον αριστερό παραλογισμό δεν φαντάζονται ότι ενώ εμείς θα αναδιαρθρώναμε το χρέος, οι άλλοι θα έτρεχαν να μάς δανείσουν τα επιπλέον 9 δισ. που χρειαζόμαστε για την λειτουργία του κράτους).
Δεν υπάρχει εύκολη διέξοδος από την κρίση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα πρέπει να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα της ελληνικής οικονομίας, να την κάνουμε πιο παραγωγική, να μειώσουμε τις κρατικές δαπάνες, να σταματήσουμε αντιπαραγωγικές δραστηριότητες κ.λπ. Απλώς με τον τρόπο του μνημονίου και με τα 110 δισ. που το συνοδεύουν αυτή η μετάβαση είναι λιγότερο επώδυνη και σταδιακή. Μάς δίνει μια τριετή περίοδο να διορθώσουμε πολλά, αντί να αλλάξουν όλα από μόνα τους προς το χειρότερο.
Δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «The Books’ Journal» τ. Νοέμβριος 2010