Μια ιδιότυπη πολιτική συναλλαγή: Ο παραλογισμός των «κλειστών επαγγελμάτων» φτιάχνει πλούτο χωρίς κόπο και διά διοικητικών αποφάσεων…
Μία από τις υπέροχες γκρίνιες που ακούγονται συχνά στην Ελλάδα αφορούν τους γιους, τις θυγατέρες ή και τ’ ανίψια των πολιτικών.
«Δεν είναι δυνατόν», λένε μερικοί, «να μας κυβερνάει ο ανιψιός ενός πρώην πρωθυπουργού, να περιμένει τη σειρά του ο γιος ενός άλλου πρωθυπουργού, να είναι δήμαρχος Αθηναίων η κόρη ενός τρίτου πρωθυπουργού και η Βουλή να έχει γεμίσει με βλαστάρια πρώην υπουργών και βουλευτών».
Οι πιο κουλτουριάρηδες μιλούν για «αλλοίωση του δημοκρατικού αποτελέσματος» και για «κληρονομική Δημοκρατία». Οι πιο αριστεροί κόπτονται για την ανισότητα στις ευκαιρίες όσων πρωτοεισέρχονται στην πολιτική.
Πραγματικά! Υπάρχει ένα κομμάτι ανισότητας. Ο γόνος ενός πολιτικού ξεκινά με μία προίκα ψήφων ή έστω του ονόματος. Αν ένας νέος θέλει να γίνει πολιτικός και δεν είναι από «τζάκι» ξεκινά με ένα μείον σε σχέση με κάποιον αντίπαλό του, ο πατέρας ή ο θείος του οποίου είναι πολιτικός. Αυτό το «μείον» όμως, δεν είναι θεσμικά κατοχυρωμένο. Το φτιάχνει η ίδια η ζωή.
Ας δούμε, όμως, έναν νέο που θέλει να γίνει ταξιτζής. Μπορεί να μην είναι πολλοί αυτοί που ονειρεύονται να οδηγούν «κίτρινα οχήματα» στην Αθήνα, αλλά αναφερόμενοι στην ισότητα ευκαιριών ας εξετάσουμε τι δυνατότητες έχουν οι νέοι στα κλειστά επαγγέλματα.
Κάποιος, λοιπόν, που δεν είναι γόνος ταξιτζή αντιμετωπίζει δύο τύπων ανισότητα. Η μία είναι σαν εκείνη που αντιμετωπίζουν όσοι μπαίνουν στην πολιτική και δεν είναι από «τζάκι». Ο γιος του ταξιτζή έχει την προίκα του πατέρα του: Από το αυτοκίνητο, μέχρι την εμπειρία του και μέχρι πιθανώς κάποια ελίτ πελατεία που εξυπηρετεί. Ο γιος ενός αγρότη ξεκινά από την αρχή: Αγοράζει αυτοκίνητο, μαθαίνει (πληρώνοντας) τα μυστικά του επαγγέλματος και, φυσικά, πρέπει μόνος του ναι φτιάξει έναν κύκλο πλουσίων (κυρίως) πελατών που θα τους εξυπηρετεί αποκλειστικά.
Μέχρις εδώ η ανισότητα είναι κοινωνικά διαμορφωμένη και δεν μπορεί να γίνει τίποτε γι’ αυτήν. Ο γιος ενός δημοσιογράφου, αν ξεκινήσει δημοσιογραφική καριέρα, έχει περισσότερες γνωριμίες στον κλάδο από τον γιο ενός δικηγόρου. Αντιστρόφως στη δικηγορική καριέρα, ο γιος ενός δημοσιογράφου έχει κάποιο μείον, αφού πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή.
Στην περίπτωση των ταξί όμως, ο νεοεισερχόμενος έχει ένα επιπλέον κι εξαιρετικά δαπανηρό βάρος. Την άδεια, η οποία με τις παλαιές τιμές κοστίζει μεταξύ 15 και 20 εκατ. δραχμών. Αυτό το κόστος είναι θεσμικά παραγόμενο: δεν το φτιάχνει η ζωή, αλλά το κράτος. Οι πολιτικοί, ασκώντας τάχα μου κοινωνική πολιτική, χρησιμοποίησαν τις άδειες των ταξί ως ένα ιδιότυπο ρουσφέτι διορισμού στον ιδιωτικό τομέα. Βόλεψαν κάποιους δυνάμει ή και ψηφοφόρους τους, έκλεισαν το επάγγελμα και ουδείς μπορεί να εισέλθει αν δεν πληρώσει χαράτσι εισόδου. Επειδή δε, η ζήτηση για «άδεια ταξί» ήταν τρομακτικά μεγαλύτερη από την κεντρικά προγραμματισθείσα προσφορά, αναπτύχθηκε αγορά αδειών, αντίστοιχη με εκείνη που είχε φτιαχτεί στις πρώην ανατολικές χώρες με τα μπλουτζίν: Η τιμή τους εκτινάχθηκε στα ύψη.
Έτσι όμως, έχουμε και μια άλλη παρενέργεια: τη δημιουργία πλούτου χωρίς κόπο εκ του μηδενός και με απλές πολιτικές αποφάσεις. Το τυπικό τίμημα της άδειας ήταν περί τις 20.000 δραχμές. Το ολιγοπώλιο όμως -που έφτιαξαν για τους δικούς τους ιδιοτελείς λόγους οι πολιτικοί- εκτίναξε αυτό το τίμημα σε 20 εκατομμύρια. Δηλαδή, κάποιοι έβγαλαν 19.980.000 παλαιές δραχμές διότι ήταν φίλοι ή ψηφοφόροι κάποιων πολιτικών.
Κι αυτή η διαπλοκή βαφτίστηκε κοινωνική πολιτική…
Το παράδειγμα των ταξί είναι η κορυφή του παραλογισμού των 90 κλειστών επαγγελμάτων που κατέγραψε η μελέτη του ΚΕΠΕ στην Ελλάδα. Μηχανικοί, γιατροί, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, μέχρι και κομμωτές, δημιουργούν υπεραξίες από του μηδενός, δι’ απλών πολιτικών αποφάσεων. Οι διάφορες κυβερνήσεις αποφάσισαν να δώσουν κάποια αόρατα και μεγάλα μπόνους σε επαγγελματικές ομάδες με αντάλλαγμα την ψήφο τους. Μόνον που αυτά τα μπόνους, δεν τα πλήρωσαν από την τσέπη τους. Τα πληρώνουμε όλοι όσοι καταναλώνουμε τις υπηρεσίες των κλειστών επαγγελμάτων.
Το ΚΕΠΕ είχε υπολογίσει παλαιότερα ότι το κόστος είναι 0,8-1,6 % του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Δηλαδή, από τα 1.000 ευρώ που είναι το μέσο μηνιάτικό μας δίνουμε 8 έως 16 ευρώ για την ψηφοθηρία των πολιτικών (προσοχή: σε έναν τομέα, γιατί υπάρχουν κι άλλοι πολλοί).
Και όλα αυτά βαφτίζονται «κοινωνική ευαισθησία». Όχι μόνον από τους πολιτικούς που την καρπώνονται, αλλά και από τους ευπαθείς στην ανισότητα αριστερούς.
Η συζήτηση περί κλειστών επαγγελμάτων τραβάει χρόνια τώρα. Κατά καιρούς κάποιες κυβερνήσεις άνοιξαν το θέμα. Τελευταία φορά ήταν επί υπερυπουργίας του κ. Νίκου Χριστοδουλάκη. Όταν, όμως, εμφανίστηκαν οι πρώτες αντιδράσεις και το πρώτο πολιτικό κόστος.. παίχθηκε το ανέκδοτο του λαγού με το λιοντάρι: «Ε, λέμε και καμιά ανοησία να περάσει η ώρα»…
Μία οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπει την απελευθέρωση όλων των επαγγελμάτων μέχρι το 2009.
Έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα. Όχι γιατί το επιτάσσει η Ε.Ε., αλλά για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης.
Καταρχήν οι υπηρεσίες θα ήταν πιο φθηνές. Όλοι γκρινιάζουμε για την τιμή της ντομάτας την οποία διαμορφώνουμε εμείς με τη ζήτησή μας, αλλά όχι για τις αμοιβές των μηχανικών που διαμορφώνονται διά διοικητικών αποφάσεων.
Κατά δεύτερον, θα υπήρχε κινητικότητα στα επαγγέλματα. Πού ξέρουμε; Μπορεί να υπήρχαν ή να υπάρχουν παιδιά, που έστω εξ ανάγκης να ήθελαν να γίνουν ταξιτζήδες. Κι επειδή δεν ήταν από «τζάκι ταξιτζή» ή δεν είχαν τα 20 εκατομμύρια δραχμές να δουλεύουν τώρα σε κάποια οικοδομή. Ή χειρότερα: Να τριγυρνούν άνεργοι στις καφετέριες…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 1.7.2005