Αυτή η χώρα έχει περί τα 10 εκατομμύρια Έλληνες. Φιλέλληνες δεν γνωρίζω αν υπάρχουν. Aνθρωποι δηλαδή που δεν θα μαγαρίζουν με πλαστικά και σακούλες τις ακτές μας, που δεν θα σηκώνουν μαζί με τη σημαία κι ένα όροφο παράνομα στο εξοχικό τους…
Τέλειωνε το επονομαζόμενο ελληνικό καλοκαίρι και παρατηρούσα στην Εθνική οδό πόσες σημαίες κυκλοφορούσαν. Κυρίως σε αυτοκίνητα τύπου «τζιπ». Μεγάλου μάλιστα κυβισμού.
Το περίεργο ήταν ότι όσο περισσότερα ήταν τα κυβικά τόσο μεγαλύτερες οι σημαίες. Πιθανώς το φαινόμενο να οφείλεται στο γεγονός ότι αυτού του τύπου τα τετράτροχα έχουν την κεραία στο πάνω μέρος και η σημαία φαντάζει καλύτερα σαν κυματίζει πάνω στον μαύρο ουρανό (του αυτοκινήτου).
Την ώρα λοιπόν που προσπερνούσε ένα θηριώδες και σημαιοφόρο τετράτροχο κατέβηκε έξαφνα το παράθυρο του οδηγού, κι ένας γκριζομάλλης κακομούτσουνος άφησε να φύγει πίσω του ένα μισογεμάτο ποτήρι καφέ. Μαζί με τα παγάκια. Φυσικά, έγινε χαμός. Στα κορναρίσματα και τις χειρονομίες των θυμάτων του ιπτάμενου καφέ ο κακομούτσουνος άνοιξε το παράθυρο και με τα πέντε του δάχτυλα σχημάτισε το δεύτερο τη τάξει εθνικό μας σύμβολο: μια μεγαλόπρεπη μούντζα.
Γκάζωσε, μέχρις εκεί που τα 4.000 κυβικά του επέτρεπαν και η σήμανση της τροχαίας απαγόρευε κι εξαφανίστηκε.
Είμαι σίγουρος πως πήγε στο πάλλευκο εξοχικό του, σχεδιασμένο ως αμάλγαμα αρχιτεκτονικών ρυθμών: λίγο νησιώτικο, λίγο μακεδονικό, και με πινελιές ηπειρώτικου και πολύ αυθαίρετο.
Κάθε βράδυ παρφουμαρισμένος στις ταβέρνες της περιοχής, με το ένα μάτι στα ξώκοιλα των νεανίδων και το άλλο στο φαγκρί και τον αστακό (που έπιασε η μηχανότρατα), θα καταλήγει σε ένα συμπέρασμα: «δεν θα γίνουμε ποτέ κράτος εμείς ρε!».
Καμιά φορά η βρώση του μπορεί να διακόπτεται από το τηλέφωνο του λογιστή του, ο οποίος θα τον παρακαλεί να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή ρύθμιση για κλείσιμο των φορολογικών υποθέσεων, «επειδή μαζεύτηκαν πολλές ατασθαλίες». «Να παν’ να γ…, ρε! Και ο υπουργός με τις ρυθμίσεις του και όλο το κράτος. Εγώ δεν δουλεύω γι’ αυτούς τους χαραμοφάηδες», είναι η απάντηση υπό το βλέμμα θαυμασμού των απροσδιόριστης ηλικίας ξανθοβαμμένων κυριών.
Κι αφού μισομπουκωμένος εκθέσει πέντε έξι φορές τις αρετές των ψαριών του «μαστρο-Νικόλα» -ο κακομούτσουνος γκριζομάλλης, με τη χωρίστρα στη μέση, έχει πάντα τις άκρες- με τη χαρακτηριστική οδοντογλυφίδα να παίζει στα σαρκώδη χείλη του κάνει το βασιλικό νεύμα να πλησιάσει ο ταπεινός σερβιτόρος. «Εδώ, ρε κάνετε εκείνο την ωραία καρυδόπιτα. Φέρε μας 10 κομμάτια». Στις λεπτές φωνούλες από τα ξανθοβαμμένα κρανία που ορθώνουν διαμαρτυρία -«μα ποιος θα τα φάει;»- ο κακομούτσουνος κόβοντας την άκρη ενός «Κοχίμπα» ρίχνει ένα βλέμμα αυταρέσκειας. «Τέτοια καρυδόπιτα δεν έχετε φάει…» με το «φι» παχύ και τονισμένο.
Οι συζητήσεις στο τραπέζι φυσικά περιστρέφονται γύρω από την ταβέρνα τάδε που κανείς δεν ξέρει «το καλύτερο σαγανάκι γαρίδες της Αθήνας», ή στο «δείνα μαγαζί που έκανε λογαριασμό 1.000 ευρώ μόνο στα λουλούδια: «θυμάσαι, ρε τι καλά που περάσαμε, τότε; Να ξαναπάμε…»
Που και που η συζήτηση αποκτά και βάθος: «είχαμε πάει στην Ολλανδία και δεν μπορούσαμε να βρούμε μπαρ να πιούμε ένα ποτό μετά τις 11.00. Αλλά τι περιμένεις από τους ξενέρωτους; Αυτοί μέχρι πρόσφατα περπατούσαν στα τέσσερα, που ‘πε και κάποιος που δεν θυμάμαι… Εμείς ρε ξέρουμε να ζούμε. Αυτοί δουλειά, σπίτι, σπίτι δουλειά. Ζωή είναι αυτή;»
Για ένα δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του ο κακομούτσουνος. Μη του θίξει κανείς την πατρίδα και τη σημαία που έχει αναρτημένη στα 4.000 κυβικά του. «Είμαι Έλληνας εγώ ρε!», βροντοφωνάζει για να τον ακούσουν και στα διπλανά τραπέζια. «Εμείς κάναμε Παρθενώνες όταν οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια -που ‘πε και ο πως τον λένε;- κι άμα λάχει τους παίρνουμε και το ευρωπαϊκό κύπελλο από τα χέρια!», λες και είναι ο Ικτίνος αυτοπροσώπως ή έστω ο Χαριστέας.
Η αλήθεια είναι πως αυτή η χώρα έχει περί τα 10 εκατομμύρια Έλληνες. Φιλέλληνες δεν γνωρίζω αν υπάρχουν. Άνθρωποι δηλαδή που δεν θα μαγαρίζουν με πλαστικά και σακούλες τις όμορφες ακτές μας, που δεν θα σηκώνουν μαζί με τη σημαία κι ένα όροφο παράνομα στο εξοχικό τους, που δεν θα παρκάρουν με αλάρμ στη μέση της Σταδίου -«μισό λεπτό θα κάνω…»- και γενικώς θα σέβονται αυτόν τον υπέροχο τόπο. Τέτοιους ψάχνουμε πια. Γιατί από Έλληνες -και ειδικά ελληναράδες- πήξαμε. Φιλέλληνες πρέπει να βρούμε κι ας μην είναι όμαιμοι…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 22.10.2004