Η χαμένη αξιοπιστία των ΜΜΕ και οι εκλογές της ΕΣΗΕΑ…
Κάποιοι κούνησαν στωικά το κεφάλι ακούγοντας για τις νέες συλλογικές συμβάσεις που επέτυχε το απερχόμενο Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) με την αντίστοιχη Ένωση των εκδοτών (ΕΙΕΑ). Θυμήθηκαν την ιστορία κάποιων που τσακωνόταν για τις θέσεις στο σαλόνι του Τιτανικού. Ξέρουν πως η αγορά των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στην Ελλάδα κρύβει πολλές «Πάλκο» και περιμένουν καρτερικά να δουν πότε θα σκάσει η επόμενη φούσκα της ύστερης μεταπολίτευσης. Θλίβονται δε γιατί η κατάσταση των ΜΜΕ στη χώρα μας δεν έχει γίνει κομμάτι του μικρού έστω διαλόγου που αναπτύχθηκε με αφορμή τις εκλογές της ΕΣΗΕΑ, ενώ μοιάζει να μην απασχολεί τα μέλη της.
Το κακό είναι ότι η ελληνική δημοσιογραφία συνάντησε πολλά παγόβουνα στο διάβα της. Το τραγικό είναι ότι τα πέτυχε όλα. Από την άκρατη κομματικοποίηση της δεκαετίας του 1980, μέχρι την «σούπερ-μαρκετοποίηση» της δεκαετίας του 1990 και τον αβαθή αντι-ιμπεριαλισμό των τελευταίων χρόνων τα ελληνικά ΜΜΕ αποψίλωσαν στο βωμό μιας πρόσκαιρης επιτυχίας το μεγαλύτερο κεφάλαιο που είχαν: την αξιοπιστία τους.
Τα συμπτώματα της κρίσης είναι πλέον ορατά. Οι κυκλοφορίες των εφημερίδων συρρικνώνονται με ταχύτατους (αλλά όχι … ανησυχητικούς για το σώμα των δημοσιογράφων) ρυθμούς, όπως συρρικνώνεται επίσης και το άλλοθι για τις χαμηλές κυκλοφορίες: οι θεαματικότητες των καναλιών. Οι κερδοφορίες των επιχειρήσεων ΜΜΕ (ακόμη και των μεγάλων) έχουν εξαφανιστεί, τα κεφάλαια για εκσυγχρονισμό σπαταλήθηκαν στο σύντομο καλοκαίρι του χρηματιστηρίου. Ο χώρος των ΜΜΕ βρίσκεται σε βαθύτατη οικονομική κρίση, μόνο που δεν το λέει κανείς. Το κυριότερο: ο χώρος των ΜΜΕ βιώνει μια βαθύτατη κρίση αξιοπιστίας και οι δημοσιογραφικές ενώσεις απλώς μοιράζουν βραβεία.
Και δεν είναι κρίση, απλώς των υπαρχόντων ΜΜΕ (κακών, στραβών, διαπλεκομένων -όπως θέλετε χαρακτηρίστε τα) αλλά κρίση του χώρου συνολικά. Κάποτε μια νέα εφημερίδα πουλούσε την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας της 150.000-200.000 φύλα συνολικά. Ο κόσμος ήταν απογοητευμένος από τα υπάρχοντα ΜΜΕ και ζητούσε εναλλακτική λύση. Σήμερα οι νέες εφημερίδες δεν ξεπερνούν τα 10.000 φύλα την πρώτη μέρα. Οι καταναλωτές είναι πεπεισμένοι ότι μπορεί να υπάρξει σοβαρή πληροφόρηση.
Αν θέλουμε να βρούμε μια κοινή συνιστώσα της κακοδαιμονίας του ελληνικού Τύπου πρέπει να την ψάξουμε στο παλιό σύνθημα της Αριστεράς: «η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα». Κατά παράδοξο τρόπο, αυτό που αποτελεί αίτημα είναι πραγματικότητα στην αγορά των ΜΜΕ. Ποτέ στην Ελλάδα η ενημέρωση δεν θεωρήθηκε εμπόρευμα. Ίσως γι’ αυτό δεν υπήρξε και ποτέ ενημέρωση. Οι επιχειρήσεις ΜΜΕ ήταν μοχλός είτε πολιτικών («αν δεν με κάνεις υπουργό, βγάζω εφημερίδα») είτε οικονομικών συμφερόντων («μη με ρίξεις στα έργα, έχω κανάλι»).
Οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ δεν θεωρήθηκαν ποτέ …επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να έχουν ορθολογική διαχείριση και κέρδη. Θεωρήθηκαν πάντα εργαλεία -κάτι σαν ακριβά τμήματα δημοσίων σχέσεων- μητρικών (και προσανατολισμένων στο Δημόσιο) εταιριών. Αυτό οδήγησε σε πλήρη κατακερματισμό του Τύπου. Αν το μοντέλο της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας μπορούσε να επιζήσει μερικά χρόνια ακόμη, πιθανότατα θα είχαμε περισσότερους τίτλους εφημερίδων, απ’ ότι πωλούμενα φύλλα (ήδη έχουμε περισσότερα κανάλια, από διαθέσιμες συχνότητες). Η ελπίδα πολιτικής και οικονομικής διαπλοκής είναι το πρώτο παγόβουνο που συνάντησε ο δημοσιογραφικός κόσμος και το πέτυχε.
Η ιστορία της διαπλοκής αναλύθηκε πάρα πολύ, τόσο που έχει γίνει πλέον ο αποδιοπομπαίος τράγος για όλα τα κρίματα της αγοράς των ΜΜΕ. Είναι υπαρκτή, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει το πρόσφατο Βατερλό των ελληνικών ΜΜΕ στον Πόλεμο του Ιράκ. (Παρένθεση: κι αυτό κανείς δεν το συζητάει. Όχι για να δούμε ποιος έπραξε σωστά και ποιος όχι, αλλά τι έγινε σωστά και τι όχι. Θα έρθουν κι άλλοι πόλεμοι και οι δημοσιογράφοι πρέπει να ξέρουν τι πρέπει να κάνουν και τι όχι. Το επίπεδο κυκλοφοριών/ θεαματικότητας δεν επιτρέπει πλέον να δημιουργούμε επί 15 ημέρες συνθήκες εικονικής πραγματικότητας στον ελληνικό λαό.) Το δεύτερο παγόβουνο, λοιπόν που συνάντησε η ελληνική δημοσιογραφία λέγεται «έλλειψη αντικειμενικότητας και σφαιρικής πληροφόρησης». Κι αυτό το σημάδεψε και το πέτυχε στο κέντρο. Οι επιθυμίες -από τις πλέον αθώες (να μην γίνει πόλεμος) μέχρι τις κυρίαρχες (να φάει τα μούτρα της η Αμερική)- έγιναν ειδήσεις, οι ειδήσεις αναλύσεις και φτάσαμε στο Στάλινγκραντ της Βαγδάτης.
Το χειρότερο είναι πως η έλλειψη αντικειμενικότητας σε ένα πόλεμο και δη αμερικανικό θεωρήθηκε άτυπο καθήκον των εμπλεκομένων στην ροή της ενημέρωσης. «Και μόνο από σεβασμό προς τους νεκρούς αυτών των δολοφονικών επιθέσεων (Σ.Σ.: της γιουγκοσλαβικής τηλεόρασης) κατά της δημοσιογραφίας οι μετρημένοι στα δάκτυλα επικριτές (Σ.Σ. των Ελληνικών ΜΜΕ) θα πρέπει επιτέλους να σιωπήσουν», έγραφε σε κύριο άρθρο της η «Ελευθεροτυπία» (5.5.1999), ενώ ο καθηγητής της Παντείου Γ. Ρούσσης στο ίδιο φύλλο στηλίτευε όσους ζητούσαν σφαιρική ενημέρωση για την Γιουγκοσλαβία: «…όπως την ώρα που κρινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, κανενός, πέρα από ελάχιστους δωσίλογους, δεν του πέρασε από το μυαλό να κάνει λόγο για τις δίκες της Μόσχας…».
Αν το αίτημα για έλλειψη αντικειμενικότητας και σφαιρικής πληροφόρησης είναι τόσο έντονο σε όσα αφορούν μια γείτονα χώρα, μπορούμε να φανταστούμε ποια είναι η κατάσταση για τα δικά μας εθνικά θέματα. Στα ελληνικά ΜΜΕ δεν υπάρχει η αρχή της Αλήθειας. Υπάρχει το δόγμα ότι «αληθές είναι το (συνήθως ετεροπροσδιοριζόμενο) εθνικόν».
Το ίδιο συνέβη και την περίοδο της έντονης κομματικοποίησης την δεκαετία του 1980. Το πολιτικό σκηνικό εμφανίζοντας διαφορετικό, αναλόγως της εφημερίδας που κάποιος διάβαζε. Παραμονές εκλογών στα ελληνικά ΜΜΕ εμφανιζόταν 3 ή 4 διαφορετικοί νικητές. Την περίοδο εκείνη «αληθές ήταν το κομματικά ορθόν» με αποτέλεσμα την ταχύτατη συρρίκνωση των κυκλοφοριών μετά το 1989. Ακόμη και το υπαρκτό σκάνδαλο Κοσκωτά στις πραγματικές του διαστάσεις με αποτέλεσμα την εμπέδωση του κλίματος αναξιοπιστίας.
Τα ΜΜΕ και σ’ αυτή την περίπτωση δεν θεωρούνται επιχειρήσεις που εμπορεύονται την ενημέρωση -η οποία για να πουληθεί πρέπει να είναι σφαιρική και αντικειμενική- αλλά έχουν στην ατζέντα τους πιο ψηλά έτερους -άσχετους με την βιωσιμότητα τους- σκοπούς.
Το τρίτο παγόβουνο που συνάντησαν τα ελληνικά ΜΜΕ είναι το ρευστό (ως κινούμενη άμμος πλέον) τοπίο της αγοράς των ΜΜΕ. Ήρθε το ελεύθερο ραδιόφωνο, η ιδιωτική τηλεόραση, το διαδίκτυο και το σώμα των δημοσιογράφων τα υποδέχθηκε αμήχανα. Δεν υπήρξε σε θεσμικό επίπεδο επεξεργασία των νέων προκλήσεων, ούτε καν μεταφορά τεχνογνωσίας για τις προκλήσεις κι απειλές που έχουν τα νέα Μέσα. Η ιδιωτική τηλεόραση εκφυλίστηκε άμεσα συμπαρασύροντας και τα ελάχιστα απομεινάρια αξιοπιστίας του δημοσιογραφικού κόσμου ενώ το internet εξελίσσεται ταχύτατα σε ένα εναλλακτικό όχημα πληροφόρησης. Μπορεί να είναι αναξιόπιστο, αλλά ποιος μας λέει ότι ο Έλλην πολίτης θεωρεί τα επίσημα ΜΜΕ αξιόπιστα;
Μέχρι οι εκδότες να καταλάβουν ότι οι εφημερίδες δεν είναι όχημα εξυπηρετήσεων (πολιτικών, οικονομικών ή άλλων) και οι δημοσιογράφοι ότι τα ΜΜΕ δεν πρέπει να πουλούν τη θεώρηση που έχουν για το πώς πρέπει να είναι ο κόσμος (αλλά να πουλούν το πώς πραγματικά είναι ο κόσμος) η κρίση θα βαθαίνει. Μέχρι να σκάσει η φούσκα. Και τότε η «Πάλκο» θα είναι υποσημείωση στην ιστορία της ανεργίας αυτής της χώρας.
Έφτασε η ώρα λοιπόν να σκεφθούμε σοβαρά την αναβάθμιση της πληροφόρησης στο επίπεδο …εμπορεύματος. Αν ξεφύγουμε από τα σημερινή κατάσταση στην οποία όλοι τσαλαβουτούν με διάφορα συνθήματα και διάφορες δικαιολογίες θα μπορέσουμε να αναβαθμίσουμε την ενημέρωση σ’ αυτό που πρέπει να είναι, σε κοινωνικό αγαθό.
Το πρόβλημα του περιεχομένου
«Τα αμερικανικά ΜΜΕ θα είναι η General Motors της δεκαετίας του ‘90», είχε προβλέψει ο συγγραφέας Michael Crigton (Mediasaurus, Wired 1.4). «Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι βιομηχανία που παράγουν πληροφορία και όπως οι υπόλοιπες αμερικανικές βιομηχανίες, τα ΜΜΕ παράγουν προϊόν πολύ χαμηλής ποιότητας. Η πληροφορία τους είναι αναξιόπιστη, περιέχει πολύ χρώμιο και λάμψη, οι πόρτες τρίζουν, μένει στα φανάρια, και πωλείται χωρίς εγγύηση. Τα προϊόντα των ΜΜΕ δεν είναι τίποτε περισσότερο από φανταχτερά σκουπίδια. Γι’ αυτό ο κόσμος σταμάτησε να τα’ αγοράζει… Αντί να επικεντρωθούν στην ποιότητα τα ΜΜΕ προσπάθησαν να γίνουν ζωηρόχρωμα και τραβηχτικά -πουλώντας το ξίγκι αντί του φιλέτου, τον παρουσιαστή της εκπομπής αντί του καλεσμένου, την φόρμα αντί του περιεχομένου. Έτσι όμως εγκατέλειψαν το κοινό τους…»
Αν αυτά ισχύουν για τα αμερικανικά ΜΜΕ (οι εφημερίδες τους έχουν χάσει την δεκαετία 1990-2000 το 7% της κυκλοφορίας τους) μπορούμε να φαντασθούμε πόσο επίκαιρα είναι για τα ελληνικά (η πτώση των κυκλοφοριών από το 1990 είναι 60%). Η αλήθεια είναι πως οι ελληνικές εφημερίδες δοκίμασαν πολλά για να ανακόψουν την πτώση. Έβαλαν χρώματα, αύξησαν σελίδες, ενσωμάτωσαν ένθετα κ.λ.π. Μέχρι και σούπερ-μάρκετ έγιναν. (Το αστείο είναι ότι τα περισσότερα που προσέφεραν -δια των κουπονιών- ήταν εξίσου χαμηλής ποιότητας προϊόντα, όσο και οι εφημερίδες). Μόνο ένα δεν έκαναν: να επενδύσουν στο περιεχόμενο, το οποίο είναι το πραγματικό προϊόν που πουλά ένα Μέσο Ενημέρωσης. Η επανεκπαίδευση του προσωπικού είναι άγνωστη έννοια για τις επιχειρήσεις, όσο και η δια βίου μάθηση για τους δημοσιογράφους, όσο και η δεοντολογική επιμόρφωση για τα σωματεία. Η γνώση είναι σχεδόν εξοβελισμένη από τον χώρο των ΜΜΕ. Έτσι όμως εξοβέλισαν και τον πυρήνα των καταναλωτών τους. Αναγνώστες υπάρχουν στην Ελλάδα. Μόνο που πλέον έχουν πολλές εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης, μπορούν να συγκρίνουν την πληροφορία κρίνουν την αξιοπιστία της. Το παλιό αξίωμα που ψιθυριζόταν στις εφημερίδες «πολλοί θα το δουν, λίγοι θα το καταλάβουν», δεν ισχύει πλέον διότι αγορά των εφημερίδων είναι ακριβώς αυτοί οι λίγοι που καταλαβαίνουν.
Κάποτε η εφημερίδα ήταν από μόνη της ένα σχολειό. Δεν ήταν καλύτερη από τις σημερινές, απλώς είχε λιγότερο απαιτητικό κοινό. Ένας άνθρωπος όμως που έχει πλέον πρόσβαση σε 50 δορυφορικά κανάλια, σε χίλια ειδικά περιοδικά και στον απίστευτο πλούτο του διαδικτύου δεν αρκείται πλέον από τα φανταχτερά στολίδια που του προσφέρει μια εφημερίδα. Χρειάζεται την ουσία. Το περιεχόμενο…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 22.5.2003