Η ηθική απαξία του ρατσισμού είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη να καταπολεμήσει το φαινόμενο.
Να ήταν μόνο τα παγκάκια! Καλώς ή κακώς, η κ. Κική Δημουλά διατύπωσε καθυστερημένα μια σοφιστεία που χρόνια αναπτύσσεται σε όλες τις δυτικές κοινωνίες: πώς μοιράζονται τα οφέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας ανάμεσα στους γηγενείς, οι οποίοι τα χρηματοδότησαν, και στους μετανάστες που τα απολαμβάνουν ασχέτως αν δεν συμμετείχαν στη δημιουργία τους. Τα παγκάκια, δηλαδή, είναι ένα ελάχιστο κομμάτι των παροχών που προσφέρει το κράτος. Υπάρχουν κι άλλα, για τα οποία σύντομα θα δημιουργηθεί θέμα χρήσης τους. Είναι το κράτος πρόνοιας, η υγεία, η παιδεία, η χρήση των επιδοτούμενων από τους φορολογούμενους δημόσιων μεταφορών κ.λπ.
Οσο και να κραυγάζουν οι υπερευαίσθητοι, είναι ένα θέμα που πρέπει να συζητηθεί και να διευθετηθεί, διότι αποτελεί την πρώτη ύλη που τροφοδοτεί τον λαϊκό ρατσισμό. Εμφανίζεται τώρα, διότι οι κακές υπηρεσίες που προσέφερε το κράτος και πριν από την κρίση του 2009 δεν γίνονταν πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ γηγενών και μεταναστών. Τότε δανεικά υπήρχαν και τα προβλήματα διευθετούντο με αύξηση και των ιδιωτικών δαπανών. Στην υγεία εξασφαλιζόταν με το «φακελάκι», στην παιδεία με τα φροντιστήρια και σε ό,τι αφορά τα παγκάκια της Κυψέλης ή τον δημόσιο χώρο γενικώς, με τη μετακίνηση των γηγενών στα προάστια. Τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Οι δημόσιες υποδομές, τις οποίες κάποτε απαξιώναμε, έγιναν αναγκαίες και εκ των πραγμάτων πεδίο ανταγωνισμού. Εύφορο, δηλαδή, χωράφι για την ανάπτυξη του ρατσισμού. Και δεν είναι μόνο αυτό…
Γράφαμε παλαιότερα ότι ο ελληνικός αντιρατσισμός ήταν ρηχός και οφειλόταν στην ιδεολογική κατίσχυση της Αριστεράς. «Η κυριαρχία της Αριστεράς -όσο κι αν ωφέλησε τη χώρα σε πρώτο επίπεδο- στην ουσία έκρυψε το πρόβλημα κάτω από το χαλί της απαξίωσης. Δεν υπάρχει συστηματική δουλειά και ουσιαστική παιδεία πίσω από την ελληνική ανεκτικότητα… Αυτή είναι επιφανειακή. Για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς οι κοινωνίες στα δύσκολα κρίνονται. Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ζει μια χωρίς προηγούμενο περίοδο ευημερίας. Οι μετανάστες βοηθούν σ’ αυτήν. Είναι φιλί ζωής στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Τι θα γίνει όμως αν αυτό το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης φυλλορροήσει; Είναι δεδομένο ότι η μετανάστευση δεν μοιράζει εξίσου την ευλογία της στις οικονομίες του κόσμου. Βοηθάει κυρίως τους επιχειρηματίες, ενώ πλήττει τα χαμηλά στρώματα – είτε γιατί το (έτσι κι αλλιώς φτωχό) κράτος πρόνοιας μοιράζει τα οφέλη του σε περισσότερους είτε γιατί λειτουργεί σαν μοχλός πίεσης στα εργατικά εισοδήματα» («Ελλάδα και ρατσισμός», 22.8.2004).
Με άλλα λόγια, η ηθική απαξία του ρατσισμού είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη να καταπολεμήσει το φαινόμενο. Ο προ της κρίσης ελληνικός αντιρατσισμός είχε εκτός από ηθικά κηρύγματα και ισχυρή οικονομική βάση. Οι μικρομεσαίοι, που αποτελούσαν τον κορμό της ελληνικής οικονομίας, χρειάζονταν τους ανασφάλιστους και με χαμηλά μεροκάματα μετανάστες για να συντηρήσουν το στρεβλό οικονομικό μοντέλο της χώρας. Με μαρξιστικούς όρους, ο αντιρατσισμός ήταν το εποικοδόμημα. Το οικοδόμημα «είναι η οικονομία, ανόητε». Το αντίστροφο συμβαίνει τώρα: ο ρατσισμός μπορεί να αποκτήσει ισχυρή οικονομική βάση διά του ανταγωνισμού στις έτσι κι αλλιώς φτωχές παροχές του κράτους.
Οι υπόγειες διεργασίες στην κοινωνία λειτουργούν ανεξαρτήτως της ηθικής αγανάκτησης. Τα προβλήματα δυστυχώς δεν λύνονται με αφορισμούς. Αντιμετωπίζονται με απαντήσεις ουσίας και ουχί με κραυγές.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.5.2013