Λογικά, κανένα έργο του ανθρώπινου μυαλού δεν μπορεί να λογοκριθεί με βάση το περιεχόμενο. Οσο απεχθές κι αν είναι αυτό, ακόμη κι αν ενοχλεί το 99,9% της κοινωνίας. Ο λόγος πρέπει να είναι ελεύθερος, διότι τα πλεονεκτήματά της ελευθερολογίας είναι ασυγκρίτως περισσότερα από το σοκ που κάποια έργα προκαλούν. Εξάλλου, όπως έγραψε στο κλασικό βιβλίο «Περί ελευθερίας» και ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, αν νομιμοποιείται η λογοκρισία με βάση τις αντιλήψεις της πλειοψηφίας κάθε εποχής, τότε ορθώς καταδικάστηκαν σε θάνατο και ο Σωκράτης και ο Ιησούς.
Η συζήτηση λοιπόν για λογοκρισία με βάση το περιεχόμενο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν μπορεί να καταλήξει πουθενά. Η τέχνη κάποιου είναι χυδαιότητα για κάποιον άλλο, και αντιστρόφως. Υπάρχουν πράγματα που θεωρήθηκαν χυδαία στην εποχή τους κι άντεξαν ως τέχνη στους αιώνες και υπήρξαν χυδαιότητες που απλώς πλέον δεν θυμόμαστε.
Αρα με βάση την απροσδιόριστη έννοια της τέχνης δεν μπορεί να τεκμηριωθεί λογοκρισία.
Εξάλλου, ένα έργο χρειάζεται καιρό για να γίνει κτήμα των ανθρώπων και να χριστεί μέρος της καλλιτεχνικής κληρονομιάς. Αν λογοκριθεί εν τη γενέσει του δεν θα κριθεί ποτέ για να γίνει τέχνη.
Η λογοκρισία δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί ούτε με βάση τα αποτελέσματα που θα έχει ένα έργο στην κοινωνία ή στο έθνος, κι αυτό γιατί δεν ξέρουμε εκ των προτέρων αυτά τα αποτελέσματα.
Κλασικό παράδειγμα αυτού είναι η αυτολογοκρισία που έκανε η εφημερίδα «New York Times» το 1961. Τότε η εφημερίδα είχε την είδηση ότι επίκειται απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων της Κούβας και αποφάσισε για λόγους «εθνικού συμφέροντος» να μην τη δημοσιεύσει. Η απόβαση έγινε και κατέληξε σε μια ταπεινωτική ήττα των ΗΠΑ και ένα χρόνο μετά οδήγησε την ανθρωπότητα στο χείλος της πυρηνικής καταστροφής (με την κρίση των πυραύλων της Κούβας). Βλέπουμε λοιπόν ότι το εθνικό συμφέρον θα εξυπηρετείτο καλύτερα με τη δημοσιοποίηση της είδησης παρά με τη λογοκρισία της.
Ούτε η λογοκρισία μπορεί να νομιμοποιηθεί, διότι πρέπει να προστατευτούν αυτά που κάποιοι θεωρούν υπέρτερα αγαθά, όπως είναι η προστασία του εθνικού συμφέροντος, της κρατούσας θρησκείας, της παιδικότητας κ.λπ. Για το εθνικό συμφέρον και την κρατούσα θρησκεία τα πράγματα είναι εμφανή, και τα έχει αναλύσει θαυμάσια στο «Περί ελευθερίας» ο Τζον Στιούαρτ Μιλ. Για παράδειγμα, το εθνικό συμφέρον προστατεύεται όταν ορίζεται. Και για να οριστεί πρέπει να προϋπάρξει διάλογος με όλες τις απόψεις.
Κάθε λογοκρισία λοιπόν πριονίζει το εθνικό συμφέρον, αντί να το θωρακίζει.
Η προστασία της παιδικότητας είναι σοβαρή υπόθεση και κάθε κοινωνία πρέπει να την επιχειρεί με σοβαρότητα. Αυτή επιτυγχάνεται όχι με την απαγόρευση παραγωγής των, αλλά με τον αποκλεισμό της πρόσβασης των νέων σε έργα που θεωρούμε επιβλαβή. Γι’ αυτό υπάρχουν νόμοι που κατηγοριοποιούν τις ταινίες σε κατάλληλες – ακατάλληλες και η πώληση πορνογραφικού υλικού γίνεται σε χώρους που δεν έχουν πρόσβαση ανήλικοι. Αν κριτήριο για την ελευθερία παραγωγής ενός έργου ήταν η προστασία των παιδιών, τότε όλοι -μικροί, μεγάλοι- θα έπρεπε να βλέπουμε μόνο «Σνούπι», χωρίς να είναι κι αυτό σίγουρο.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και ο Σωκράτης λογοκρίθηκε με την εσχάτη των ποινών, διότι «διέφθειρε τις ψυχές των νέων».
Η μόνη λογοκρισία που νομιμοποιείται σε ένα δημοκρατικό καθεστώς είναι όσων έργων μεταδίδονται από τα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα. Κι αυτή όχι στη βάση του περιεχομένου, αλλά των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Αλλά αυτό θα το αναλύσουμε αύριο.
Περί λογοκρισίας στην TV
Το άρθρο 15 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το 2000, προβλέπει ότι «η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του κράτους… O άμεσος έλεγχος του κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.»
Η διατύπωση αυτού του άρθρου πάσχει από την ασθένεια της συνταγματικής αναθεώρησης του 2000: την προχειρότητα. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεν αναθεωρήθηκε η προηγούμενη παράγραφος του άρθρου 15 που προβλέπει «οι προστατευτικές για τον Τύπο διατάξεις δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης.» Οπως είναι διατυπωμένο το άρθρο και σε συνδυασμό με το άρθρο 14 μπορεί να οδηγήσει σε παράλογες καταστάσεις. Ενα θεατρικό έργο μπορεί να λογοκριθεί αν παιχθεί, αλλά όχι αν τυπωθεί σε βιβλίο. Οι στίχοι ενός τραγουδιού μπορούν να ψαλιδιστούν αν είναι να αποτυπωθούν σε δίσκο, αλλά όχι αν δημοσιευτούν σε μια εφημερίδα. Μια φωτογραφία μπορεί να δημοσιευτεί στον Τύπο, αλλά όχι και στο Ιnternet.
Παραλογισμός; Απόλυτος, διότι ο συνταγματικός νομοθέτης δεν έχει ξεκαθαρίσει τη νομιμοποιητική βάση της παρέμβασης του κράτους στη ραδιοφωνία και την τηλεόραση.
Ο άμεσος έλεγχος του κράτους επί των ραδιοτηλεοπτικών προϊόντων δεν εδράζεται στην κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης. Με την ίδια λογική «κοινωνική αποστολή» έχει και το βιβλίο και η τέχνη και ο Τύπος, το προϊόν του οποίου δεν δεχόμαστε ποτέ να ελεγχθεί από το κράτος. Αν η αιτιολόγηση είναι κάποια απροσδιόριστη «κοινωνική αποστολή» τότε έχει δίκιο ο κ. Ευαγγελάτος να αναρωτιέται γιατί το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (ΕΣΡ) βάζει πρόστιμα μόνο στα κανάλια και όχι στις εφημερίδες.
Ενα δημοκρατικό καθεστώς νομιμοποιείται να ελέγξει την διακίνηση προϊόντων του πνεύματος μόνο όταν αυτή γίνεται διά των ραδιοκυμάτων. Κι αυτό όχι γιατί υπάρχει κάποια ιδιαίτερη κοινωνική αποστολή -την οποία ουδείς γνωρίζει- ούτε διότι το ραδιόφωνο και η τηλεόραση μπαίνει σε κάθε σπίτι. Ο έλεγχος και τελικά η λογοκρισία νομιμοποιείται στη βάση των κοινών μας περιουσιακών δικαιωμάτων επί των συχνοτήτων.
Επειδή οι συχνότητες είναι περιορισμένες -δηλαδή, αποτελούν πραγματικά φυσικό ολιγοπώλιο- δεν μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν. Παραχωρούνται σε κάποιους για να μεταδώσουν το περιεχόμενό τους, αλλά η ιδιοκτησία παραμένει στην κοινωνία. Αυτή, διά του ΕΣΡ έχει λόγο στο πώς χρησιμοποιούνται. Σε αντίθεση με τον Τύπο, τη φωνογραφία, τον κινηματογράφο, το βίντεο, το Διαδίκτυο που χρησιμοποιούν αποκλειστικά δικά τους μέσα για τη μετάδοση. Η μόνη αναλογία στον φυσικό χώρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί -χωρίς να είναι απολύτως ακριβής- είναι η διαφορά διαμερισμάτων και κοινόχρηστων χώρων μιας πολυκατοικίας. Στο σπίτι του καθένας μπορεί να κρεμάσει όποιο έργο τέχνης θέλει. Στους κοινόχρηστους χώρους τα έργα που θα μπουν πρέπει να έχουν, αν μη τι άλλο, τη συναίνεση όλων των ενοίκων.
Με λίγα λόγια η νομιμοποίηση της παρέμβασης του ΕΣΡ δεν εδράζεται στο περιεχόμενο των μηνυμάτων (αυτό πρέπει να διαμορφώνεται ελεύθερα), αλλά στην ιδιοκτησία του μέσου μετάδοσής των, δηλαδή των ραδιοσυχνοτήτων. Κι αυτό απαντά στο ερώτημα των παραθύρων: γιατί εμάς κι όχι τον Τύπο…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 17 και 18.11.2006