H αύξηση των κρουσμάτων διαφθοράς την περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ έχει να κάνει με ρηχή αντίληψη του φαινομένου της διαφθοράς.
Η αλήθεια είναι ότι η Νέα Δημοκρατία δεν κέρδισε τις εκλογές του 2004 καταθέτοντας κάποια σοβαρή πολιτική πρόταση. Ούτε κάποιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα αλλαγής του τόπου. Σιμά – κοντά τις ίδιες προτεραιότητες με το απερχόμενο ΠΑΣΟΚ είχε. Δεν είχε καν τα εχέγγυα της αποτελεσματικότητας. Ελειπε χρόνια από την εξουσία και οι πολίτες γνώριζαν ότι θα υπάρξει κόστος από λάθη λόγω απειρίας. Είχε όμως ένα σημαντικό συγκριτικό προεκλογικό πλεονέκτημα, το οποίο της έδωσε τη νίκη. Ο ελληνικός λαός είχε μπουχτίσει από τη διαφθορά στον δημόσιο βίο και θέλησε την «πολιτική αλλαγή». Η διαφθορά όμως δεν μειώθηκε τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια. Το αποδεικνύουν οι εκθέσεις της «Διεθνούς Διαφάνειας», τα νούμερα των οποίων χειροτερεύουν διαρκώς για την Ελλάδα. Από την 47η θέση στην παγκόσμια κατάταξη το 2004, πέσαμε στην 56η θέση το 2007. Και αυτό δεν αφορά μόνο την αντίληψη περί διαφθοράς που έχουν οι πολίτες (Corruption Perception Index). Σύμφωνα με τις εκθέσεις της «Διεθνούς Διαφάνειας», το 2004 οι Ελληνες που αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν ήταν το 12% του πληθυσμού (Global Corruption Barometer). Το 2005 το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 16% και το 2006 έφτασε το 27%.
Αυτή η αύξηση των κρουσμάτων διαφθοράς δεν έχει να κάνει με κάποιο «σύστημα Ν.Δ.» ούτε αποτελεί «γονιδιακό χαρακτηριστικό του γαλάζιου χώρου» – για να υπενθυμίσουμε τα ανάλογα που ελέχθησαν από τη Ν.Δ. για το ΠΑΣΟΚ. Κυρίως έχει να κάνει με ρηχή αντίληψη του φαινομένου της διαφθοράς. Δυστυχώς για τους κορυφαίους του κόμματος το πρόβλημα ήταν μόνο ηθικό και ως εκ τούτου θα μπορούσε να λυθεί μόνο με διοικητικά μέτρα. «Κρέμασμα στο Σύνταγμα», δήλωσε ο πρωθυπουργός όταν ρωτήθηκε προεκλογικά για το ποια θα είναι η απάντησή του στη διαφθορά.
Ο κολασμός των παρανόμων όμως είναι μόνο μέρος της απάντησης στο πρόβλημα. Δεν γνωρίζουμε αν είναι το σημαντικότερο, αλλά σίγουρα έπεται της ανακάλυψής τους. Για το τελευταίο χρειάζονται ανεξάρτητοι θεσμοί, τα στελέχη των οποίων θα έχουν τα κίνητρα (έστω της προσωπικής φιλοδοξίας) για να κυνηγήσουν τη διαφθορά. Από το 2004 η κυβέρνηση όφειλε να κάνει αυτό που δεν ήθελε ή δεν τόλμησε το ΠΑΣΟΚ: να ενισχύσει θεσμικά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Το πρόβλημα όμως με την κυβέρνηση δεν είναι ότι δεν προχώρησε στο αυτονόητο. Είναι ότι κλάδεψε και κάποιους ανεξάρτητους θεσμούς ελέγχου που φύονταν σιγά σιγά. Οι ανεξάρτητες αρχές διά νόμου στήθηκαν εκτός της δημόσιας ιεραρχίας που εποπτεύεται από τους υπουργούς. Η διοίκησή τους διοριζόταν από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής και απαιτούσε πλειοψηφίες ευρύτερες της κυβερνητικής. Οι ανεξάρτητες αρχές (παρά τα όποια πολλά προβλήματα είχαν) αποτελούσαν μια δεύτερη ασφαλιστική δικλίδα για την καταπολέμηση τέτοιων φαινομένων. Φυσικά δεν θα έλυναν το πρόβλημα της διαφθοράς, αλλά συντελούσαν στην καταπολέμησή του. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή -ούτε, φυσικά, μαγική απειλή- που θα μας απαλλάξει από τη διαφθορά. Υπάρχουν όμως μέτρα που θα την περιορίσουν. Δυστυχώς η κυβέρνηση όχι μόνο δεν τα θεσμοθέτησε, αλλά και άλλα που υπήρχαν τα κατήργησε. Το αποτέλεσμα αυτής της ρηχής πολιτικής είναι αυτό που βλέπουμε να καταγράφεται σε όλους τους δείκτες διαφθοράς στη χώρα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.7.2008