Από το έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας ξεπήδησε και η νομιμοποίηση των ενεργειών της Χρυσής Αυγής.
Τα παλιά χρόνια, καθένας που ήθελε να βρει το όποιο «δίκιο» του μάζευε την παρέα του και πήγαινε σε εκείνον που πίστευε ότι τον αδικεί για να του τα «πει» ένα χεράκι. Η απονομή της δικαιοσύνης δεν είχε να κάνει με κανόνες, αλλά με τα μπράτσα. Οποιος στρατολογούσε πιο πολλά και πιο γυμνασμένα έβρισκε το «δίκιο» του. Ο άλλος, εκτός από αδικημένος, βρισκόταν και δαρμένος.
Οι κοινωνίες υπέστησαν πολλά για να αποτάξουν το «δίκαιο της ισχύος» και να περάσουν στην «ισχύ του δικαίου». Εγιναν επαναστάσεις, χύθηκε αίμα και στο τέλος οι πολλοί νίκησαν τους ισχυρούς. Φτιάχτηκε το λεγόμενο κοινωνικό συμβόλαιο. Η βία δεν θα έμενε στα χέρια των ιδιωτών, αλλά θα περνούσε στο κράτος. Νόμος δεν θα ήταν το «δίκιο» του καθενός, αλλά αυτό που όριζαν οι κανόνες συμβίωσης, που θα θεσπιζόταν με τον δημοκρατικό κανόνα. Πέρα από κάποια θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου, η πλειοψηφία αποφάσιζε τι είναι δίκαιο. Η μειοψηφία μπορούσε να φωνάζει, αλλά όχι να παρανομεί· είχε το δικαίωμα να προπαγανδίζει το δικό της «δίκαιο», αλλά όφειλε να εφαρμόζει των άλλων. Μέχρι να γίνει πλειοψηφία και να θεσπίσει, πάλι σύμφωνα με κανόνες, τον δικό της νόμο.
«Χιλιοειπωμένα», θα σκεφτούν κάποιοι, ή Αγωγή του πολίτη τρίτης γυμνασίου. Σωστά: αυτά τα θέματα είναι λυμένα στις δημοκρατικές χώρες εδώ και δύο αιώνες, ενώ στα καθ’ ημάς το μάθημα της αγωγής του πολίτη θεωρείται περιττό· δεν βοηθά στις εισαγωγικές.
Το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα αυτές οι αρχές δεν είναι κοινό κτήμα. Οπως γονιδιακά ήμασταν αντιρατσιστές, έτσι γονιδιακά παραμένουμε δημοκράτες. Ασχέτως αν η δημοκρατική διαδικασία δεν εθεωρείτο άξια σεβασμού («να καεί, να καεί…») και το πεζοδρόμιο παρουσιάστηκε ως ο τόπος όπου εκφράζεται η «λαϊκή βούληση» πιο αυθεντικά, από το «πορνείο» της Βουλής. Στη χώρα μας ο νόμος δεν ήταν υπέρτερος κάθε «δικαίου», έγινε το προϊόν των αντάρτικων της Κερατέας, της Χαλκιδικής και των ταγμάτων εφόδου στα πανεπιστήμια. Η ανομία επενδυόταν με κάθε είδους αριστερά φληναφήματα περί «δικαίου» που παράγει η επανάσταση (δηλαδή η συνάθροιση εκατό χουλιγκάνων), περί «πολιτικής ανυπακοής» δίχως ποινές, περί της «αναγκαίας βίας» για να αλλάξουν οι δομές του συστήματος. Μια γενιά, τουλάχιστον, μεγάλωσε με την πεποίθηση ότι αυτό που παρουσιάζεται ως νόμος είναι το αποτέλεσμα μιας ιδιότυπης χούντας, η οποία ως γνωστόν «δεν τέλειωσε το ’73».
Από αυτό το έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας ξεπήδησε και η νομιμοποίηση των ενεργειών της Χρυσής Αυγής. Πώς το είπε το Ενιαίο Συνδικάτο Υπαίθριων Μικροπωλητών Ελλάδος; «Οι αυθόρμητες πράξεις μελών της Χρυσής Αυγής σε διάφορες εμποροπανηγύρεις ανά την επικράτεια μας βρίσκουν απολύτως σύμφωνους, με την παρότρυνση αυτή η δράση τους να επεκταθεί σε όλους τους υπαίθριους χώρους της χώρας»; Τι και αν οι μικροπωλητές, στους οποίους επιτέθηκαν οι χρυσαυγίτες, είχαν άδειες; Ο διαχωρισμός των νόμιμων και η τιμωρία των παράνομων θέλει χρόνο, διαδικασίες, δικαστήρια· όλα όσα προβλέπει η αργόσυρτη δημοκρατική διαδικασία. Αυτή δεν ενοχλούσε τα περασμένα χρόνια, επειδή γινόταν εμπόδιο στη γρήγορη και ριζοσπαστική μεταμόρφωση της κοινωνίας; Ε, λοιπόν, η ριζοσπαστικοποίηση άρχισε. Μόνο που είναι άλλη από εκείνη που κάποιοι, διά των δικών τους παρανομιών, ήθελαν να πετύχουν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 11.9.2012