«Φίμωσαν τον Πολ Μακάρτνεϊ και τον Μπρους Σπρίνγκστιν»;
Ο Πολ Μακάρτνεϊ και ο Μπρους Σπρίνγκστιν είναι δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας ροκ σκηνής. Τραγουδούσαν μαζί, ενώπιον χιλιάδων θεατών, το περασμένο Σάββατο στο Χάιντ Παρκ του Λονδίνου. Μέχρι στις 10.40 μ.μ., όταν ξαφνικά τους έκοψαν το ρεύμα. Σύμφωνα με το συμβόλαιο παραχώρησης αυτού του δημόσιου χώρου, η συναυλία έπρεπε να τελειώσει στις 10.15 μ.μ. και οι δύο ροκ σταρ -ίσως κάνοντας χρήση του προνομίου της δημοσιότητας που απολαμβάνουν- παρέτειναν αυτό που για κάποιους άλλους θεωρείται ηχορύπανση. Τότε παρενέβη η διοργανώτρια εταιρεία για να τιμήσει το συμβόλαιο που υπέγραψε με την πόλη του Λονδίνου, το οποίο ανέφερε ρητά ότι το αργότερο 10.30 μ.μ. αρχίζουν οι ώρες κοινής ησυχίας. Και έβγαλαν τα μικρόφωνα από την πρίζα.
Φυσικά, υπήρξαν αντιδράσεις: «Από πότε έγινε η Βρετανία αστυνομικό κράτος;», έγραψε στο twitter ο κιθαρίστας της συναυλίας. Ακόμη και ο ιδιόμορφος δήμαρχος του Λονδίνου κ. Μπόρις Τζόνσον δήλωσε την επομένη «αν με ρωτούσαν, θα έλεγα “για όνομα του Θεού! Αφήστε τους να τζαμάρουν”». Μέχρις εκεί, όμως. Δεν κάηκε τίποτε και ούτε εκδηλώθηκε η «ιερή αγανάκτηση» που θα κυριαρχούσε στα ελληνικά δελτία ειδήσεων αν διακοπτόταν π.χ. κατά τον ίδιο τρόπο μια συναυλία του κ. Μίλτου Πασχαλίδη.
Προς το παρόν, δεν είδαμε στον αγγλικό Τύπο τίτλους όπως «Φίμωσαν τον Πολ Μακάρτνεϊ και τον Μπρους Σπρίνγκστιν» και δεν διαβάσαμε ρεπορτάζ του στυλ «στην εποχή του Μνημονίου, ούτε η διασκέδαση επιτρέπεται στους Ελληνες». Δεν ακούσαμε δηλώσεις ότι η διακοπή της συναυλίας αποτελεί το πρώτο βήμα ενός καταχθόνιου σχεδίου για να σβήσει ο πολιτισμός στη Βρετανία, ο οποίος, ως γνωστόν, είναι «ανατρεπτικός» και πάντα είναι ο πρώτος στόχος για να υποταχθούν οι μάζες. Το ’χε πει και ο… Κίσιγκερ, άλλωστε.
Αντιθέτως, στην Ελλάδα θα βλέπαμε δευτεροκλασάτους τραγουδιστές στην τηλεόραση να σχίζουν τα ιμάτιά τους για το «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», για τις «μαύρες μέρες που σηματοδοτεί αυτό το συμβάν», για τη «λογοκρισία που επιβάλλεται με πρόσχημα τις ώρες κοινής ησυχίας»· κι ας τελειώνουν οι συναυλίες στις δύο το πρωί, αντί στις δέκα και μισή το βράδυ. Κάποιοι θα έλεγαν «και η χούντα ήθελε ησυχία, μαζί με τάξη κι ασφάλεια» και δώσ’ του τα συνθήματα «η Χούντα δεν τελείωσε το ’73…». Κάποιοι θα θυμούνταν τους αρχαίους ημών προγόνους -«στη χώρα όπου γεννήθηκε ο πολιτισμός, φτάσαμε σε σημείο να κλείνουν τα μικρόφωνα των καλλιτεχνών. Αλλά τι μπορεί να περιμένει κάποιος από μια κυβέρνηση που έκοψε τις συντάξεις…». Κάποιοι θα θυμούνταν τις αγνές παραδόσεις του έθνους σύμφωνα με τις οποίες το γλέντι κρατάει στα μπουζούκια μέχρι τα ξημερώματα, ενώ άλλοι θα ξεκινούσαν τους συμψηφισμούς, «ναι, αλλά δεν πήγαν να διακόψουν τη συναυλία του τάδε ή του δείνα».
Την επόμενη μέρα, σίγουρα θα υπήρχε κάποιο αφιέρωμα με έντυπες τις παραπάνω δηλώσεις και τίτλο «Ησυχία ή πολιτισμός;», λες και η τήρηση των κανόνων και των συμβολαίων είναι δείγμα βαρβαρότητας. Φυσικά, ανάμεσα στις ανακοινώσεις όλων των κομμάτων που θα καταδίκαζαν το «έγκλημα κατά του πολιτισμού» θα ξεχώριζε εκείνη της ΓΕΝΟΠ που θα υποσχόταν ότι αν κάποιος τολμήσει να ξανακάνει το ίδιο, τεχνικοί του συνδικάτου θα είναι παρόντες για να ξανασυνδέσουν το ρεύμα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 17.7.2012