Τα πογκρόμ κατά των μεταναστών που πληθαίνουν είναι μόνο η πρώτη από τις δευτερογενείς κοινωνικές επιπτώσεις της κατάρρευσης. Έρχονται κι άλλες.
Όσοι σκέφτηκαν λίγο περισσότερο τα θλιβερά γεγονότα στην Πάτρα, λίγες ημέρες πριν, μπορεί να διέκριναν κάτι που η «αριστερή» ορθοδοξία της χώρας δεν θα παραδεχθεί ποτέ. Στις επιθέσεις εναντίον των μεταναστών που στεγάζονταν στα ερείπια της πάλαι ποτέ κραταιάς Πειραϊκής-Πατραϊκής δεν συμμετείχαν μόνο οι κακοί Χρυσαυγίτες. Αυτοί ήταν απλώς «η πρωτοπορία του κινήματος». Συμμετείχε και ο καλός λαός. Αρκετοί από τους επιτιθέμενους ήταν απλοί πολίτες για τους οποίους πολλοί, μερικά χρόνια πριν, έβαζαν το χέρι τους στη φωτιά ότι έχουν γενετικού τύπου ανοσία στον ρατσισμό. Τι έγινε; Χάλασε το αμόλυντο από κάθε δυτική ασθένεια DNA των Ελλήνων; Ή μήπως χάλασαν οι συνθήκες;
Γράφαμε πριν μερικά χρόνια, με αφορμή κάποιες κοινωνιολογικές έρευνες του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), ότι ο ελληνικός αντιρατσισμός είναι ρηχός:
«Δεν είναι της μόδας σήμερα να είναι κάποιος ρατσιστής. Ο ελληνικός αντιρατσισμός δεν ήταν προϊόν διαλόγου αλλά παράγωγο της ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς. Όπως κάποτε ήταν της μόδας να είναι κάποιος αριστερός, έτσι παραμένει της μόδας να είναι κάποιος αντιρατσιστής. Αυτή η κυριαρχία της Αριστεράς –όσο κι αν ωφέλησε τη χώρα σε πρώτο επίπεδο– στην ουσία έκρυψε το πρόβλημα κάτω από το χαλί της απαξίωσης. Δεν υπάρχει συστηματική δουλειά και ουσιαστική παιδεία πίσω από την ελληνική ανεκτικότητα.
Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Το σαθρό οικονομικό μοντέλο της μεταπολίτευσης δεν θα μπορεί επί μακρόν να παράγει ευημερία, ειδικά στα μικρομεσαία στρώματα. Η ιδεολογία του αντιρατσισμού δεν έχει βαθιές ρίζες ούτε σοβαρή επεξεργασία στην ελληνική κοινωνία. Αυτά τα δύο αποτελούν ένα εκρηκτικό μείγμα το οποίο πρέπει να προσέξουμε. Οι πρώτοι τριγμοί εμφανίζονται στις κοινωνιολογικές έρευνες, όπως του ΕΚΚΕ. Αν επαναπαυτούμε σε ιδεολογήματα «οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές», ή στο υψωμένο –προς τέτοια φαινόμενα– φρύδι της Αριστεράς, οι εξελίξεις κάποια στιγμή μπορούν να πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας.» («Ελλάδα και ρατσισμός», εφημ. Απογευματινή, 22/8/2004)
«Το σαθρό οικονομικό μοντέλο της μεταπολίτευσης» κατέρρευσε μόλις τέλειωσαν τα δανεικά. Και τα πογκρόμ κατά των μεταναστών που πληθαίνουν είναι μόνο η πρώτη από τις δευτερογενείς κοινωνικές επιπτώσεις της κατάρρευσης. Έρχονται κι άλλες. Η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιμη για καμία κρίση. Είναι μπολιασμένη από κάθε είδους ιδεολογική ανοησία που κάνει τη συμβίωση ανέφικτη· όχι μόνο με τους μελαψούς που είναι οι πιο ορατοί «διαφορετικοί», αλλά και μεταξύ των γηγενών.
Σ’ αυτή τη χώρα λοιπόν οι αρμοί της συμβίωσης έχουν διαβρωθεί σε βαθμό κατάρρευσης. Όταν οι πρυτάνεις των ΑΕΙ παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους –διότι έτσι κρίνουν και διότι η πλειοψηφία των 2/3 της Βουλής δεν αρκεί κατ’ αυτούς για τη… νομιμοποίηση ενός νόμου– τι θα κάνει ο μικρομαγαζάτορας της Πάτρας όταν ο Αφγανός ουρεί στο πεζοδρόμιό του; Θα σκεφθεί ότι υπάρχουν θεσμοί – ότι, π.χ., υπάρχει αστυνομία για να σταματήσει την ενοχλητική γι’ αυτόν δραστηριότητα του μετανάστη; Φυσικά όχι! Με τα γράμματα που έμαθε από τους πανεπιστημιακούς δασκάλους του, θα επιζητήσει δυναμικά και εκτός νόμου το δίκιο του. Και ποια αστυνομία να καλέσει; Αυτή που απαρτίζεται από –την κατά την κοινή ρητορεία– «μπάτσους, γουρούνια δολοφόνους»; Εξ άλλου, κατά τις αριστερές διδαχές, νόμος δεν είναι ό,τι ψηφίζει η Βουλή· νόμος είναι το δίκιο που ορίζει κάθε πικραμένος από το «σύστημα». Γιατί, λοιπόν, να είναι περισσότερο νόμος το δίκιο του εργάτη και όχι του μαγαζάτορα που ενοχλείται από τον μελαψό μετανάστη;
Κι αυτό δεν είναι το χειρότερο. Η απόρριψη, δηλαδή, του νόμου δεν είναι μια θεωρητική κουβέντα μεταξύ πανεπιστημιακών. Το αυτοπροσδιόριστο δίκαιο του καθενός επιβάλλεται, τα τελευταία χρόνια, με δυναμικό τρόπο. Από τα φοιτητικά έδρανα –εκεί όπου οι πρυτάνεις διδάσκουν την παρανομία– οι νέοι μαθαίνουν ότι οι θεσμοί δεν έχουν κανένα ρόλο στην κοινωνία. Ότι όλα διορθώνονται με την παραβίαση των δικαιωμάτων του άλλου· με ένα γιαούρτωμα, με μια κατάληψη ή ακόμη και με ξυλοδαρμούς προς συμμόρφωση. Υπάρχουν μορφές βίας που ξεπλύθηκαν ως «συμβολικές» κι εφαρμόζονται συχνά-πυκνά, τεντώνοντας σιγά σιγά τα όριά τους. Ας μη μιλήσουμε για τους άτυπους κανόνες συμβίωσης, αυτούς που δεν έχουν την ισχύ του νόμου. Το βλέπουμε κάθε μέρα στους δρόμους, είτε οδηγούμε είτε είμαστε πεζοί.
Ο κοινωνικός ιστός δεν διαλύθηκε από την οικονομική κρίση. Απλώς, η τελευταία αποκάλυψε τη διάλυσή του. Η Αθήνα δεν κάηκε μόνο μετά το κόψιμο των δανεικών· κάηκε και το 2008, τότε που λεφτά υπήρχαν. Η δυσανεξία δεν γεννήθηκε το 2009, απλώς κρυβόταν κάτω από την απαξία των δυσανεκτικών (που ορθώς σε πρώτο στάδιο απαξίωνε η ιδεολογικά κυρίαρχη Αριστερά) και δευτερευόντως από τη μετάθεση των προβλημάτων στο μέλλον. Ποιος θυμάται τις επαναστάσεις κατά των ΟΚΑΝΑ, κατά των συσσιτίων στις γειτονιές κ.λπ.;
Τώρα η χώρα βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της. Λεφτά για να κρύψει ή να επιδοτήσει τα προβλήματα δεν υπάρχουν. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα παρήγαγε γενιές αγράμματων που τσουβαλιάζουν τη νόμιμη βία, την κατάχρηση εξουσίας των αστυνομικών και την παράνομη βία των διαδηλωτών. Δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι η πολιτική ανυπακοή έχει και υποχρεώσεις και πιστεύουν ακράδαντα ότι είναι τσάμπα η παραβίαση του νόμου. Δεν έχουν μάθει ποτέ ότι ο διάλογος είναι μέσο για τη λύση των προβλημάτων και όχι πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί με τραμπουκισμούς. Είναι πολλοί οι νέοι που ψήφισαν Χρυσή Αυγή γιατί «κάποιοι πρέπει να πάνε στη Βουλή και να πλακώσουν στο ξύλο τους πολιτικούς». Ακόμη και ο θρυλικός αντιφασισμός μας αποδείχθηκε ρηχός. Η νέα γενιά –αυτή που δασκαλεύουν οι «επαναστάτες» των σχολείων και των πανεπιστημίων– είχε, μετά τον ΣΥΡΙΖΑ, δεύτερη προτίμηση τη Χρυσή Αυγή.
Ο ελληνικός λαός δεν διδάχθηκε ποτέ –ούτε στα σχολεία ούτε από τα ΜΜΕ– ότι η οικονομία ξεκινά από την παραγωγή και όχι από την κατανάλωση. Δεν το ξέρουν καν οι δημοσιογράφοι, θα το μάθει ο μικρομαγαζάτορας της Αχαρνών που ακούει ότι οι απεσταλμένοι της τρόικας εκτός από κακοί άνθρωποι είναι και «στούρνοι» στα οικονομικά; Η ελληνική εκδοχή για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, όπως τουλάχιστον μεταδίδεται από τα μεγάλα κανάλια, είναι να παράγουν οι Βόρειοι, να καταναλώνουμε εμείς και να μας δίνουν και κάτι για τον κόπο μας.
Οι κυρίαρχες αντιλήψεις στην κοινωνία έχουν ως προβιά παλιά αριστερά συνθήματα και είναι κατά βάση αντικοινωνικές· άρπαξε να φας και κλέψε να ’χεις (στο πιο «επαναστατικό»). Η δικαιολόγηση, μέχρι και αγιοποίηση της χαμηλής ανομίας –επειδή είναι «λαϊκή»– είναι λάδι στη φωτιά που σιγόκαιγε όλα τα περασμένα χρόνια. Τώρα που στέρεψε το νερό των δανεικών για την έστω μερική κατάσβεσή της θα γίνει πυρκαγιά.
Ζούμε σε μια χώρα που μπήκε στην ΕΟΚ με το επιχείρημα ότι έτσι θα αποφύγει τις αντιδημοκρατικές εκτροπές και, τριάντα χρόνια τώρα, δεν εμπέδωσε τους βασικούς κανόνες της δημοκρατίας, που είναι ο νόμος της πλειοψηφίας και τα δικαιώματα της μειοψηφίας (των μειοψηφιών). Έχουμε μια πρωτεύουσα τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων, που παράγουν υπηρεσίες (καλές, κακές – δεν έχει σημασία) για την εσωτερική μόνο αγορά. Έχουμε νέους με μόνα εφόδια από το εκπαιδευτικό σύστημα τα χαρτιά για πρόσληψη στο Δημόσιο και τις δεξιότητες για «επανάσταση». Υπάρχει εμπεδωμένη η πεποίθηση ότι ο πλούτος παράγεται διαδηλώνοντας στο κέντρο της Αθήνας και ότι τα «παιδιά» (τι να κάνουν κι αυτά;) έχουν το δικαίωμα να «αμυνθούν» καταστρέφοντας το κέντρο της πόλης. Μην ξεχνάμε ότι, στα «Δεκεμβριανά» του 2008, γονείς και δάσκαλοι πήγαιναν μαθητές στα αστυνομικά τμήματα για να πετάνε νεράντζια και πέτρες. Χωρίς την ευρωπαϊκή ομπρέλα, χωρίς τα λεφτά των εταίρων, χωρίς το όραμα ότι κάποτε μπορεί να γίνουμε Δύση, η μετάβαση στη δραχμή δεν θα είναι απλώς μια λογιστική άσκηση, όπως υπονόησε μιλώντας στον ραδιοσταθμό Βήμα FM η βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ, Αφροδίτη Θεοπεφτάτου: «τι θα πάθουμε, δηλαδή, αν πληρώνουμε με δραχμές;» Οι δευτερογενείς επιπτώσεις μιας κρίσης είναι πάντα πιο τρομακτικές απ’ όσες η ρηχή ανάλυση της Αριστεράς προβλέπει. Ποιος θα πίστευε, πριν από δέκα χρόνια, ότι σ’ αυτή τη χώρα θα είχαμε εκτεταμένες φυλετικές συγκρούσεις στις πόλεις; Ποιος φανταζόταν νεοναζί στην ελληνική Βουλή;
Ήρθε η ώρα να αναλογιστούμε στα σοβαρά πού πάμε. Οι «επαναστατικές» ρητορείες και πρακτικές μας έφεραν ώς εδώ. Οι αγώνες κατά των ιδιωτικοποιήσεων, κατά των επενδύσεων, υπέρ των επιδομάτων, κατά των ΧΥΤΑ, κατά των οδικών αξόνων, κατά, κατά, κατά κάθε εκσυγχρονισμού, καρποφόρησαν. Η Ελλάδα χρεοκόπησε. Οι ίδιες «επαναστατικές» ρητορείες και πρακτικές μπορούν να μας πάνε πιο κάτω. Η κατακαημένη μεταπολίτευση έκανε πολλά στραβά, αλλά μας προσέφερε 38 χρόνια αδιάλειπτου δημοκρατικού βίου. Έστω, αυτής της στρεβλής δημοκρατίας που ανέχεται τις παρανομίες, αρκεί αυτές να βαφτιστούν «λαϊκές» ή «αντιστασιακές». Ο κατήφορος δεν τελειώνει με την επιστροφή στη δραχμή. Μια χώρα που δεν παράγει και δεν έχει την ομπρέλα των εταίρων θα αναγκαστεί να πάρει ακόμη πιο σκληρά μέτρα. Αυτά θα πυροδοτήσουν νέες κοινωνικές αντιδράσεις, που θα είναι τυφλές, όπως οι επιθέσεις κατά των μεταναστών στην Πειραϊκή-Πατραϊκή. Και όπως γράφαμε στο προηγούμενο άρθρο
«στην πολιτική και στην οικονομία τα πράγματα δεν γίνονται μονομιάς, όπως διαβάζουμε στα βιβλία ιστορίας. Στη ζωή και στην πολιτική, το ένα μικρό πράγμα φέρνει τ’ άλλο και οι μεγάλες καμπές στην ιστορία μόνο εκ των υστέρων διακρίνονται.» (The Books Journal, τχ. 19, Μάιος 2012)
Στο τέλος, κάποιου τύπου αυταρχική λύση στο ελληνικό δράμα μπορεί να μην είναι αναγκαία αλλά θα είναι κοινωνικά επιθυμητή. Και μπορεί να τη ζήσουμε κι αυτή.
Δημοσιεύτηκε στο The Books Journal, τχ. 19, Ιούνιος 2012