Σε ένα κράτος που μοίραζε λεφτά, όχι ανάλογα με τις ανάγκες, ούτε με κάποιο σχεδιασμό, όλοι ήξεραν πως η επιβίωση ή ο πλουτισμός δεν έχει σχέση με την δουλειά.
Η Σουηδία είναι πληθυσμιακά ισοδύναμη με την Ελλάδα. Έχει 9,5 περίπου εκατομμύρια κατοίκους κι ζηλευτό κράτος πρόνοιας. Κι όμως: η Σουηδία ξοδεύει τα μισά περίπου λεφτά για φάρμακα. Το 2009, η Ελλάδα ξόδεψε 8,4 δισ. ευρώ ενώ η Σκανδιναβική αυτή χώρα ξόδεψε 4,1 δισ.
Η Φιλανδία, σύμφωνα με την διεθνή κατάταξη του ΟΟΣΑ έχει το καλύτερο σύστημα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η Ελλάδα, σύμφωνα με την ίδια κατάταξη ένα από τα χειρότερα. Κι όμως: αναλογικά με τον αριθμό των μαθητών η χώρα μας έχει τους διπλάσιους δασκάλους και καθηγητές δευτεροβάθμιας από την μακρινή αυτή χώρα του βορρά.
Με όποιον δείκτη αποδοτικότητας δημόσιων δαπανών κι αν μετρηθεί η χώρα μας πάντα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης των 27 με τις πρώην χώρες του «υπαρκτού» να πλησιάζουν ταχύτατα, αν δεν μας έχουν ξεπεράσει. Γι’ αυτή την κατάσταση η ελληνική δημοσιογραφία ασπαζόταν ένα μόνο επιχείρημα, που καλλιεργούσαν για τους δικούς τους ιδιοτελείς λόγους οι συνδικαλιστές. Όλα τα προβλήματα αναγόταν στην έλλειψη χρημάτων. Ήταν ένα πρόχειρο, αβαθές κι ατεκμηρίωτο επιχείρημα. Κάθε φορά που οι δείκτες σταθμίζονταν βρίσκαμε υψηλές δαπάνες με χαμηλό αποτέλεσμα. Έτσι η Ελλάδα είναι η έκτη χώρα παγκοσμίως σε επίπεδο δαπανών Υγείας ως ποσοστού του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (πάνω από 10%), αλλά η δεύτερη χειρότερη παγκοσμίως (μετά τις ΗΠΑ) σε ό, τι αφορά την πρόσβαση των πολιτών. Έχει γεμίσει νοσοκομεία όλη η επικράτεια και δημόσια υγεία δεν υπάρχει. Η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιωτικών δαπανών στην υγεία· άνω του 50%.
Ένα ακόμη παράδειγμα: σύμφωνα με έρευνα του ΙΣΤΑΜΕ, οι κοινωνικές δαπάνες στην Ευρώπη των «15» ήταν το 2004 στο 27,6% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα ήταν στο 26%. Ομως: Στην Ε.Ε. τα κοινωνικά επιδόματα μειώνουν το ποσοστό της φτώχειας κατά εννιά μονάδες, στην Ελλάδα μόνο κατά τρεις. Αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνικές δαπάνες στην Ευρώπη έχουν τριπλάσια αποτελεσματικότητα από τις ελληνικές. Σημαίνει επίσης ότι τα περισσότερα χρήματα απ’ όσα δαπανούμε για κοινωνική πρόνοια πάνε σε άλλες τσέπες. Χρηματοδοτούν περισσότερο τη γραφειοκρατία του συστήματος, παρά εκείνους που τα έχουν ανάγκη.
Στην προ του μνημονίου Ελλάδα είχε χτιστεί ένα σύστημα ιδανικό για τα τρωκτικά του δημοσίου χρήματος. Κανείς δεν μετρούσε. Όχι μόνο την αποτελεσματικότητα των δαπανών, αλλά ούτε καν το ύψος τους. Αργόμισθοι συνδικαλιστές, ψυχοπονιάρικα Μέσα Ενημέρωσης, αβαθείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις πίεζαν τους ευεπίφορους σε πολιτικούς εκβιασμούς υπουργούς, κι αυτοί προκειμένου «να χτίσουν κοινωνικό προφίλ» σκορπούσαν το δημόσιο χρήμα αδιακρίτως και χωρίς κανένα έλεγχο σκοπιμότητας ή αποδοτικότητας. Έτσι φτάσαμε σε σημείο να παίρνουν επίδομα ανεργίας κάτοχοι μεγάλων ακίνητων περιουσιών, άνθρωποι που στην φορολογική τους δήλωση εμφάνιζαν εισοδήματα 100.000 ευρώ και άνω ετησίως από ενοικιάσεις ακινήτων. Γνωστή κοσμική με ένα από τους υψηλότερους μισθούς στην ελληνική τηλεόραση παίρνει πολυτεκνικό επίδομα, ενώ ένα μεγάλο μέρος των αγροτών δεν παράγουν για την αγορά, αλλά για να επιδοτηθούν.
Οι πολλαπλές και χωρίς έλεγχο επιδοτήσεις όμως δεν ήταν μόνο αιμορραγία στον δημόσιο κορβανά, με αποτέλεσμα να σωρεύεται το χρέος για να φτάσει στο σημερινό δυσθεώρητο ύψος. Είχαν κι άλλες επιπτώσεις. Το πρώτο είναι ότι η κοινωνική προστασία των αδύναμων είναι ελλιπής. Τα πολυτεκνικά επιδόματα, για παράδειγμα, αθροίζονται σε δαπάνη του ενός δισ. ετησίως, αλλά οι φτωχές οικογένειες επιδοτούνται εξίσου με τις πλούσιες. Το δεύτερο και σημαντικότερο πρόβλημα ήταν η ανάπτυξη της «επιδοματοθηρίας». Σε ένα κράτος που μοίραζε λεφτά, όχι ανάλογα με τις ανάγκες, ούτε με κάποιο σχεδιασμό, όλοι ήξεραν πως η επιβίωση ή ο πλουτισμός δεν έχει σχέση με την δουλειά. Απλώς με την κατάλληλη πίεση ή υπόσχεση στους πολιτικούς. Κι αυτό το έλλειμμα παραγωγικού ήθους είναι το πιο δυσαναπλήρωτο σε μια Ελλάδα που πρέπει επειγόντως να γίνει παραγωγική.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «GK» τεύχος Μαρτίου 2012