Η χώρα συσσώρευσε ένα δυσθεώρητο χρέος ακολουθώντας ελλειμματικές πολιτικές σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Το κράτος δανειζόταν λεφτά και τα μοίραζε δεξιά κι αριστερά, υπό τις επευφημίες και την πίεση των ΜΜΕ.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μη λύνουμε προβλήματα. Στην Ελλάδα ανακαλύπτουμε διαρκώς νέους. Ο τελευταίος είναι να βαφτίζουμε τις λύσεις «ξένη παρέμβαση στα εσωτερικά μας», για να την πολεμάμε. Το γεγονός ότι μια χώρα -με δεδομένο ότι αδυνατεί να δανειστεί- δεν μπορεί να καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα παράγει βαφτίζεται «επιταγή της τρόικας» και δώσ’ του αρχίζει η «επιχειρηματολογία»: «ποιοι είναι αυτοί που θα μας πουν πώς θα διαχειριστούμε τα οικονομικά μας;».
Ομως: χωρίς ισοσκελισμένο προϋπολογισμό δεν υπάρχουν «οικονομικά μας»· «αυτοί» είναι οι φορολογούμενοι της Ευρώπης, που το 2010 μας έδωσαν 11 δισ. για να καλύψουμε τις τρύπες του Δημοσίου (εκτός τόκων και χρεολυσίων) και το 2011 άλλα 5 δισ. (πάλι εκτός τοκοχρεολυσίων). Αυτό, σε ό,τι αφορά την εσωτερική κατανάλωση, δεν μετράει. Το δόγμα είναι ότι κάποιοι πρέπει να δίνουν τα λεφτά και να μη ρωτούν πολλά, πολλά. Ανακυκλώνουμε δε και τη δική μας οικονομική θεωρία -κάτι σαν τη φιλοσοφική λίθο του μεσαίωνα- που λέει ότι όσο πιο πολλά ξοδεύει το κράτος τόσα περισσότερα θα του μείνουν στο τέλος. Η «ανάπτυξη» είναι κάτι καλύτερο και από το αεικίνητο· όχι μόνο διατηρεί την αρχική ορμή, αλλά επιταχύνει κιόλας. Και είναι απορίας άξιο πως τόσοι οικονομολόγοι τριών διεθνών οργανισμών δεν μπορούν να κατανοήσουν τους οικονομολόγους των τηλεκαφενείων. Μα τόσο στούρνοι είναι, τέλος πάντων;
Η χώρα συσσώρευσε ένα δυσθεώρητο χρέος ακολουθώντας ελλειμματικές πολιτικές σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Το κράτος δανειζόταν λεφτά και τα μοίραζε δεξιά κι αριστερά, υπό τις επευφημίες και την πίεση των ΜΜΕ. Οι πολιτικοί εξαγόραζαν ψήφους, οι τηλεαστέρες κέρδιζαν πολλά για να λένε των συντεχνιών τα ντέρτια και όσοι ανησυχούσαν για τη διόγκωση του χρέους ήταν οι «εξαποδώ νεοφιλελεύθεροι». Τώρα που έφτασε η ώρα της αλήθειας και δανεικά δεν υπάρχουν, στον δημόσιο διάλογο κυριαρχεί το ίδιο τροπάρι. Οι «νεοφιλελεύθεροι» βαφτίστηκαν «γερμανοτσολιάδες» και οι «φίλοι του λαού» αναπτύσσουν καινούργιες θεωρίες. «Η ύφεση της ελληνικής οικονομίας», λένε, «οφείλεται στο πρόγραμμα λιτότητας που εφαρμόζεται απο το 2010 και μετά». Τι κι αν το ελληνικό κράτος ξόδεψε (εκτός τοκοχρεολυσίων) 24 δισ. περισσότερα από όσα εισέπραξε το 2009 και η οικονομία υποχώρησε κατά 3,2% του ΑΕΠ; Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Το τροπάρι των καναλιών, που νομιμοποίησε την υπερχρέωση, συνεχίζεται απαράλλαχτο και οι αδαείς πιστεύουν ότι εκτός από «στούρνους ξένους οικονομολόγους» έχουμε και «προδότες πολιτικούς». Οι τελευταίοι όχι μόνο δεν θέλουν να επανεκλεγούν, αλλά επιθυμούν και την κατακραυγή των πρώην πελατών τους. Θέλουν να μην μπορούν να κυκλοφορούν στον δρόμο, να προπηλακίζονται από κάθε τυχάρπαστο, μόνο και μόνο για να προδώσουν την πατρίδα τους και να διαψεύσουν την ιδιότυπη οικονομική θεωρία των καναλιών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας είναι ο δημόσιος διάλογος τον οποίο δυστυχώς διαφεντεύει η τηλεόραση. Οδηγηθήκαμε αμέριμνοι στην κρίση και οδηγούμαστε παραπλανημένοι στην καταστροφή. Ποιος δεν θα ήθελε να βγαίναμε με τον πιο ευχάριστο τρόπο από την κρίση; Υπάρχει πολιτικός που δεν θέλει να ξοδεύει για να επανεκλεγεί; Οσο, όμως, δεν θέλουμε να κατανοήσουμε το λογικό τόσο κάνουμε βήματα προς τον γκρεμό.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 4.4.2012