Η πρόταση του κ. Κουράκη (για να ακριβολογούμε δεν είναι ακριβώς δική του· αυτή η πρακτική εφαρμόζεται σε πολλές χώρες της Ευρώπης) μπορεί να είναι μια αφορμή για έναν ευρύτερο διάλογο σχετικά με τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας.
Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Τάσος Κουράκης μάς έχει συνηθίσει στις «πολιτικές κουταμάρες», όπως χαρακτήρισε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ανθιμος την παρέμβαση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ για τις σχέσεις εκκλησίας και κράτους. Ισως γι’ αυτό και η πρότασή του να πληρώνουν τα έξοδα της εκκλησίας μόνο όσοι δηλώνουν πιστοί, χλευάστηκε δεόντως. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι οι αντιδράσεις στην πρόταση Κουράκη ήταν υπερβολικές μέχρι αηδίας. Δεν δείχνουν δημόσιο διάλογο που αρμόζει σε μια δυτική δημοκρατική χώρα. Αντί να επισημανθούν τα προβλήματα της πρότασής του, επιχειρήθηκε η αήθης στρέβλωσή της. Το γραφείο Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, για παράδειγμα, θυμήθηκε «τα πιο σκληρά χρόνια των απολυταρχικών, σταλινικών καθεστώτων, όπου διώκονταν οι πιστοί, ή την Τουρκοκρατία, όπου και διώκονταν αλλά και φορολογούνταν κατ’ αποκλειστικότητα μόνον οι χριστιανοί».
Πιο χαριτωμένη ήταν η παρέμβαση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου. Αυτός προέταξε στη δήλωσή του τις πελατειακές αγωνίες: «Το πρώτο και βασικό μήνυμα που στέλνει το ΠΑΣΟΚ είναι ότι ο εφημεριακός κλήρος δεν πρέπει να έχει καμία απολύτως ανησυχία για τη μισθοδοσία του. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει εντάξει τη μισθοδοσία του κλήρου στην ενιαία αρχή πληρωμών και το ενιαίο μισθολόγιο. Είναι επίσης γνωστοί οι κανόνες που ισχύουν για την πλήρωση των κενούμενων εφημεριακών θέσεων σύμφωνα με το πρόγραμμα προσαρμογής». Το μήνυμα που προτάσσεται είναι σαφές: Μη χάσουμε καμία ψήφο από τους ιερείς…
Το δεύτερο και πιο εξωφρενικό στη δήλωση Βενιζέλου ήταν η αναφορά του στο θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. «Μετά τη μεγάλη προσπάθεια που έγινε για να μη διαχωρίζονται και να μην καταχωρίζονται οι πολίτες με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις», δήλωσε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, «είναι μεγάλο θεσμικό λάθος (συντηρητικού βεβαίως χαρακτήρα) να ξαναγυρίζουμε σε πρακτικές καταγραφής και διλήμματα δήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ιδίως όταν αυτό συνοδεύεται από φορολογικό κόστος»!
Να θυμίσουμε ότι σ’ αυτήν τη «μεγάλη προσπάθεια να μη διαχωρίζονται και να μην καταχωρίζονται οι πολίτες με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις» ο κ. Βενιζέλος ήταν απέναντι. Θεωρούσε την κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος διαμάχη «φορμαλιστικού χαρακτήρα», άνευ δηλαδή ουσίας. Αλλά είναι γνωστό ότι ο κ. Βενιζέλος πάντα πολιτευόταν με το γκρουτσομαρξιανό δόγμα «αυτές είναι οι αρχές μου· αν δεν σας αρέσουν έχω κι άλλες».
Η πρόταση του κ. Κουράκη (για να ακριβολογούμε δεν είναι ακριβώς δική του· αυτή η πρακτική εφαρμόζεται σε πολλές χώρες της Ευρώπης) μπορεί να είναι μια αφορμή για έναν ευρύτερο διάλογο σχετικά με τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας. Είναι κρίμα να περάσει διά του χλευασμού στο ντούκου, επειδή τη διατύπωσε κάποιος ο οποίος έχει «πει πολλές πολιτικές κουταμάρες». Σαφέστατα υπάρχουν προβλήματα και ζητήματα που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης: θα είναι επιπλέον φόρος; Πώς θα διασφαλιστούν τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών; Πρέπει οι θρησκευτικές μειοψηφίες να υποχρεώνονται να χρηματοδοτούν την πλειοψηφία; Τι θα γίνει με τις απαιτήσεις της εκκλησίας για την περιουσία που παραχώρησε στο ελληνικό κράτος;
Πλήρωνε κι ας μην πιστεύεις;
Υπάρχουν πρακτικά προβλήματα με την όχι και τόσο καινοφανή πρόταση του κ. Τάσου Κουράκη για τον φόρο των πιστών υπέρ της εκκλησίας τους. Το πρώτο είναι σοβαρό: με την αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα το κράτος αποκτά επιπλέον προσωπικά δεδομένα των πολιτών του, κάτι που η ιστορική εμπειρία έδειξε ότι είναι επικίνδυνο. Βεβαίως, το να λειτουργεί η εφορία ως οιονεί εισπρακτικός μηχανισμός των διαφόρων εκκλησιών εφαρμόζεται και στη Γερμανία, η οποία ως γνωστόν έχει την πιο τρομακτική ιστορία εξολόθρευσης πληθυσμού με βάση το θρήσκευμα, αλλά αυτό δεν αμβλύνει τους φόβους. Η ιστορία του Ολοκαυτώματος δείχνει ότι στις χώρες όπου το κράτος κατέγραφε το θρήσκευμα των ανθρώπων, παρατηρήθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό εξολόθρευσης του εβραϊκού τους πληθυσμού.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι αυτό που ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Σταύρος Τσακυράκης επεσήμανε σε άρθρο του: «Το επιχείρημα “δεν πιστεύω δεν πληρώνω” είναι σαθρό διότι κατά βάση υπονοεί ότι όρος για το δίκαιο ή μη της επιβολής ενός φόρου είναι η ατομική συμφωνία του καθενός με τις δημόσιες δαπάνες. Θυμηθείτε ότι το ίδιο επιχείρημα προβλήθηκε απ’ όσους δεν συμφωνούσαν με την επιδότηση αμφισβητούμενων έργων Τέχνης… Στην πραγματικότητα, η ατομική συμφωνία του καθενός δεν αποτελεί όρο για την επιδότηση της Τέχνης, των θρησκειών ή άλλων δραστηριοτήτων. Η πλειοψηφία αποφασίζει ελεύθερα για τις επιλογές των δημοσίων δαπανών, αρκεί οι επιλογές της να μην κάνουν διακρίσεις που απαγορεύονται από τα δικαιώματα του ανθρώπου» («Δεν πιστεύω, δεν πληρώνω;» Liberal Sociability 28.1.2013).
Το ορθό, στη δημοκρατική του βάση, αυτό επιχείρημα, όμως, έχει μακρά ιστορία στη χώρα μας. Ανθρωποι που ποτέ δεν είδαν αεροπλάνο χρηματοδοτούσαν επί χρόνια τα ελλείμματα της «Ολυμπιακής». Αλλοι που δεν ήξεραν ότι υπάρχει ο ΠΑΟΚ ή ο Αρης πλήρωναν διάφορες εξυπηρετήσεις πολιτευτών στις ΠΑΕ. Μη μιλήσουμε για την τέχνη όπου χρηματοδοτούνταν τα πάντα. Φυσικά οι φορολογούμενοι πληρώνουν τη λειτουργία των ορθόδοξων εκκλησιών, αλλά όχι π.χ. των δωδεκαθεϊστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις πριν από ένα μήνα πέρασε νομοσχέδιο να πληρώνονται οι μουσουλμάνοι ιερείς κι αυτό όχι με το επιχείρημα της ισότητας αλλά υπό τον φόβο διείσδυσης της Τουρκίας στη μειονότητα της Θράκης. Από τη στιγμή που το κράτος πληρώνει αναγκαστικά, θα κάνει «διακρίσεις που απαγορεύονται από τα δικαιώματα του ανθρώπου». Τα λεφτά δεν είναι άπειρα, άρα πρέπει να επιλέξει τι θα χρηματοδοτήσει: τους μισθούς των ιερέων κάθε πιθανής θρησκείας ή αίρεσης ή των γιατρών του ΕΣΥ;
Στο τέλος με τη λογική «μην πιστεύεις αλλά πλήρωνε» δεν μας έμειναν λεφτά για τους δασκάλους και γι’ αυτό πρέπει να μπει κάποιο όριο στην αναδιανεμητική λογική. Να συμφωνήσουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν τρία βασικά αγαθά που δεν πρέπει κανένας πολίτης να στερείται: υγεία, παιδεία, ασφάλεια. Από ’κει και πέρα οι προτιμήσεις του καθενός -θρησκευτικές, πολιτικές, ποδοσφαιρικές- πρέπει να πληρώνονται από τον ίδιο. Βεβαίως, υπάρχουν γκρίζες περιοχές (π.χ. τη χρηματοδότηση μιας όπερας την πληρώνουν όλοι και την παρακολουθούν λίγοι, αλλά από την άλλη έχει και εκπαιδευτικούς σκοπούς) αλλά έφτασε ο καιρός να αξιολογούνται οι δαπάνες υπό το δόγμα «λεφτά δεν υπάρχουν». Κυρίως να αξιολογούνται..
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30 & 31.1.2013