Οι πρώτοι που σκέφτηκαν ότι η βία είναι ατελέσφορη, αν και δεν το κατάλαβαν, έκαναν ίσως το μεγαλύτερο άλμα στην ανθρώπινη σκέψη.
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ είχε απόλυτο δίκιο όταν έλεγε ότι «ο πρώτος άνθρωπος που πέταξε μια προσβολή αντί για μια πέτρα, ήταν ο θεμελιωτής του πολιτισμού». Δεν αναφερόμαστε μόνο στο γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης σκέψης και δράσης έχει αναλωθεί στον ορισμό των κανόνων συμβίωσης και στον εξοστρακισμό της βίας από το κοινωνικό σύνολο. Η κοινωνική φιλοσοφία είναι μέρος του πανανθρώπινου πολιτισμού.
Υπάρχει όμως κάτι σημαντικότερο: Οι πρώτοι που σκέφτηκαν ότι η βία είναι ατελέσφορη, αν και δεν το κατάλαβαν, έκαναν ίσως το μεγαλύτερο άλμα στην ανθρώπινη σκέψη. Δεν εννοούμε από την άποψη της προσφοράς στο ανθρώπινο είδος, αν και η διευρυνόμενη συνεργασία αντί της διαρκούς αντιπαλότητας προσέφερε πολλά για να φτάσουμε στα σημερινά επίπεδα ευημερίας. Αν μπορούσαμε να μετρήσουμε την ωφέλεια που σωρεύτηκε στο διάβα της ιστορίας ίσως να ανακαλύπταμε ότι η χρήση της φωτιάς ή τα λίθινα εργαλεία προσέφεραν περισσότερα. Ομως, αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «δόγμα της μη βίας», πρέπει να είναι η ευφυέστερη σύλληψη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αντέστρεψε το βαθύτερα ριζωμένο (επειδή είναι ενστικτώδες) πλαίσιο λειτουργίας του, των δίποδων πλασμάτων που ξεκίνησαν από τις στέπες της Αφρικής για να κατακτήσουν τον κόσμο. Κακά τα ψέματα: η βία είναι μέρος της φύσης. Ενστικτωδώς οι άνθρωποι πετάνε πέτρες αντί για προσβολές και αντιμετωπίζουν τον αντίπαλο με τα δόντια αντί της γλώσσας. Αυτή η σύλληψη της συνεργασίας των ανθρώπων αντί της αντιπαλότητας, δηλαδή η αντιστροφή όσων το ένστικτο επιτάσσει, έκανε το ζώο άνθρωπο και ίσως υπ’ αυτή την έννοια θεμελίωσε τον πολιτισμό.
Δεν ήταν –δεν είναι– εύκολη υπόθεση η μετάβαση από το «homo hominis, lupus est» (ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος), σε μια κοινότητα όπου κυριαρχούν οι κανόνες και έχει στόχο την ελαχιστοποίηση μέχρι μηδενισμό της βίας. Εγιναν και δοκιμάσαμε πολλά στα χιλιάδες χρόνια της ιστορίας των homo sapiens. Εγιναν σφαγές, πόλεμοι, το Ολοκαύτωμα. Ζήσαμε αιματηρές και πνευματικές επαναστάσεις. Υπήρξαν θρησκείες της εκδίκησης και θρησκείες της αγάπης. Διατυπώθηκαν κοινωνικές και πολιτικές θεωρίες. Δοκιμάστηκαν πολιτικά συστήματα που στηρίζονταν στη βία των ισχυρών (των μπρατσωμένων, των πλούσιων ή των κομματικών) και άλλα συστήματα που βασίζονταν στον κανόνα της πλειοψηφίας. Το ανθρώπινο είδος πέρασε και δοκίμασε πολλά. Εμαθε με τη διαδικασία δοκιμής και λάθους, για να καταλήξει στον καλύτερο υπαρκτό κόσμο. Προσοχή: όχι στον καλύτερο δυνατό κόσμο. Ο στοχασμός και ο πειραματισμός για καλύτερη συμβίωση και περισσότερη ευημερία όλων των ανθρώπων συνεχίζεται. Αλλά με όποιον δείκτη κι αν εξετάσουμε τη σημερινή κατάσταση του ανθρώπου, θα τον βρούμε καλύτερο απ’ όποιον υπαρκτό κόσμο του παρελθόντος γνωρίσαμε. Ζούμε περισσότερο· κινδυνεύουμε λιγότερο, είτε από τη φύση είτε από άλλους ανθρώπους· δουλεύουμε λιγότερο, απολαμβάνουμε περισσότερα κ.λπ. Φυσικά, δεν αναφερόμαστε στον βραχύ χρόνο της κρίσης που ζούμε τώρα και τα κάνει όλα μαύρα, αλλά στον ιστορικό χρόνο.
Φυσικά και υπάρχουν ανισότητες στον σημερινό κόσμο. Σύμφωνοι: ο μέσος άνθρωπος της υποσαχάριας Αφρικής ζει λιγότερο, έχει λιγότερο πλούτο και ελευθερίες και κινδυνεύει πιο πολύ απ’ ό,τι ο μέσος άνθρωπος της Δύσης. Πρέπει να σκεφτούμε ότι ακόμη και αυτός ο μέσος άνθρωπος της υποσαχάριας Αφρικής ζει περισσότερο, έχει περισσότερο πλούτο κι ελευθερίες, και κινδυνεύει λιγότερο απ’ όσο κινδύνευε ο μέσος άνθρωπος της Δύσης διακόσια χρόνια πριν. Ακόμη και στην Ουγκάντα της Αφρικής το προσδόκιμο ζωής είναι 52 χρόνια. Δεν είναι πολύ σε σχέση με τα 67,2 χρόνια που είναι ο μέσος όρος της ανθρωπότητας ή τα 79,5 που είναι της Ελλάδας. Αλλά σαφώς είναι περισσότερα από τα 40–45 που ήταν στα μέσα του 19ου αιώνα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα λύθηκαν και τίποτε δεν μπορεί πλέον να γίνει. Υπάρχει φτώχεια, δυστυχία, ανισότητες. Τα προβλήματα αυτά απλώς υπογραμμίζουν την ανάγκη να συνεχιστεί ο στοχασμός και ο πειραματισμός για καλύτερη συμβίωση και περισσότερη ευημερία όλων των ανθρώπων.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να ισοπεδωθούν τα πάντα. Η κατάσταση της ανθρωπότητας άλλαξε προς το καλύτερο και προς το δικαιότερο. Οχι όσο ονειρευτήκαμε και θα θέλαμε, αλλά περισσότερο απ’ όσο μέχρι σήμερα ζήσαμε. Μπορεί να φρικιούμε ότι σήμερα σκοτώνονται πενήντα ή εκατό άνθρωποι από μια βομβιστική επίθεση στο Αφγανιστάν, πρέπει να αναλογιστούμε όμως ότι σήμερα η ανθρωπότητα έχει τους λιγότερους πολέμους στην ιστορία της και ότι σε μία μόνο μέρα του 1761 (πάλι στο Αφγανιστάν) σφαγιάστηκαν 40–70.000 πολίτες, επιπλέον των 50–80.000 πολεμιστών που σκοτώθηκαν στην εμφύλια Μάχη του Πανιπάτ.
Θα συμφωνήσουμε ότι και οι πενήντα ή εκατό νεκροί μιας βομβιστικής επίθεσης είναι πολλοί. Το γεγονός, όμως, ότι φρικιούμε από το συμβάν δείχνει τον δρόμο που διήνυσε η ανθρωπότητα. Αν ψάξει κανείς τις μάχες του παρελθόντος, θα βρει δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και ελάχιστη συγκίνηση των συγχρόνων τους γι’ αυτούς. Σήμερα ο μηδενισμός της βίας παραμένει ιδανικό για την ανθρωπότητα, αλλά η ελαχιστοποίησή της αποτελεί διακηρυγμένη πολιτική. Ακόμη και οι πιο αιμοδιψείς στρατοκράτες, ακόμη και οι πιο στυγνοί δικτάτορες είτε αρνούνται ότι άσκησαν αχρείαστη βία είτε τη δικαιολογούν ως άμυνα. Πέρα από την πολυπλοκότητα των διεθνών σχέσεων, παρά τις υπαναχωρήσεις, παρά τις υποκρισίες, η ανθρωπότητα εξοστρακίζει όλο και περισσότερο τη βία.
Ομως, η πορεία προς έναν όλο και λιγότερο βίαιο κόσμο δεν είναι γραμμική. Από την ιστορία επίσης μάθαμε ότι έπειτα από περιόδους ηρεμίας ήρθαν θύελλες. Οι ρομαντικοί της μπελ επόκ και οι αισιόδοξοι του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, «που θα τέλειωνε όλους τους πολέμους», διαψεύστηκαν οικτρά. Η πορεία προς τη μη βία απαιτεί διαρκή πολιτική πάλη και παιδεία. Η ροπή προς τη βία είναι αρχέγονη. Η ειρηνική συμβίωση είναι επίκτητο χαρακτηριστικό, είναι προϊόν του πολιτισμού μας. Αν το πολιτιστικό δημιούργημα της μη βίας δεν καλλιεργείται διαρκώς από την παιδεία, η κοινωνία υποχωρεί στο προηγούμενο στάδιο της ζούγκλας, του «homo hominis, lupus est», ήτοι «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος»…
Ανησυχητική οπισθοδρόμηση
«Τα τελευταία χρόνια η υπογραφή ειρηνευτικών συμφωνιών έγινε σπάνιο φαινόμενο», αναφέρουν οι ερευνητές του Conflict Data Program (UCDP) στο σουηδικό πανεπιστήμιο της Ουψάλα στην «Εκθεση για τις ένοπλες συγκρούσεις στον κόσμο το 2011».
Σύμφωνα με τους ίδιους, «κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν ασυνήθιστο να τελειώνουν οι ένοπλες συγκρούσεις με διαπραγματεύσεις και συμφωνίες ειρήνευσης. Πολλές συγκρούσεις μαίνονταν επί δεκαετίες και οι αντιπαρατιθέμενες παρατάξεις υποστηρίζονταν από εξωτερικούς παράγοντες. Τα δεδομένα του UCDP δείχνουν ότι κατά μέσον όρο την περίοδο 1975–1988 μόνο δύο διαμάχες τελείωναν ετησίως. Αυτό άλλαξε δραματικά με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Μόνο το 1991 υπογράφτηκαν 19 συμφωνίες ειρήνευσης, αριθμός που είναι μεγαλύτερος από όλες τις ειρηνευτικές συμφωνίες της περιόδου 1975–1988. Αυτή η θετική τάση συνεχίστηκε σε ολόκληρες τις δεκαετίες του 1990 και του 2000… Από το 2008, όμως, οι ερευνητές διαπιστώνουν αντιστροφή αυτής της τάσης…».
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες γι’ αυτή την οπισθοδρόμηση. Η Αραβική Ανοιξη, πρόσθεσε συγκρούσεις· απελευθερωτικές των λαών μεν, αλλά συγκρούσεις. Πολλοί εξ ευωνύμων μπορεί να διακρίνουν τη χρονολογία 2008 και να συσχετίσουν άμεσα την παγκόσμια οικονομική κρίση με την αύξηση των συγκρούσεων. Η αλήθεια είναι ότι σε περιόδους ευημερίας πιο εύκολα καταναλώνει κάποιος, παρά πολεμά. Οι οικονομικές κρίσεις, όπως έδειξε η ιστορία, έχουν δραματικές πολιτικές επιπτώσεις: η ένταση αυξάνεται, τα άκρα ισχυροποιούνται, και η πιθανότητα σύγκρουσης αυξάνεται. Αλλά αυτό θέλει χρόνο.
Η κρίση του 2008 ήταν στα χρηματιστήρια, από το 2010 και μετά γίνεται εμφανής στις κοινωνίες. Συνεπώς η αντιστροφή της τάσης πρέπει να έχει άλλους λόγους. Εξάλλου, αν η αύξηση των συγκρούσεων από το 2008 οφείλεται αποκλειστικά στην καπιταλιστική κρίση, πρέπει λογικά να αποδώσουμε την προηγούμενη μείωση των συγκρούσεων στην καπιταλιστική άνθηση.
Η κρίση σίγουρα θα παίξει τον ρόλο της στην αύξηση των διακρατικών συγκρούσεων και στην άνθηση της βίας εντός των κοινωνιών. Μεγαλύτερο ρόλο όμως διαδραματίζουν τα ελλείμματα παιδείας. Η άγνοια της Ιστορίας είναι τεράστιο πρόβλημα. Οπως αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης, τα τελευταία χρόνια «η ιδέα ότι οι πόλεμοι μπορούν να τελειώσουν με διαπραγματεύσεις υποχωρεί μπροστά στις ελπίδες για αποφασιστικές νίκες. Ομως οι νίκες είναι και σπάνιες και δαπανηρές σε ανθρώπινες ζωές και δεν επαληθεύουν πάντα τις ελπίδες για σταθερότητα».
Το αυτό ισχύει και για την πολιτική βία εντός των κοινωνιών. Οι «διαπραγματεύσεις», στις οποίες αναφέρονται οι συντάκτες της έκθεσης, είναι η πολιτική διαδικασία. Η Δημοκρατία εφευρέθηκε ακριβώς για να συγκρούονται τα λόγια και όχι οι άνθρωποι. Παρά τα ελλείμματα και τα προβλήματά της, δεν έχουμε προς το παρόν καλύτερο τρόπο για να λύνουμε προβλήματα. Ο κανόνας της πλειοψηφίας στη λήψη των αποφάσεων, το ιδανικό της ελευθερίας του λόγου εναντίον των αποφάσεων της πλειοψηφίας και η τήρηση των κανόνων που ψηφίζει η πλειοψηφία είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε. Αυτός είναι ο πολιτισμός της Δημοκρατίας, και κατ’ επέκταση αυτός είναι ο Πολιτισμός.
Διαβάστε
– Ξένια Κουναλάκη κ.ά. (συλλογικό) «Η βία», εκδ. Πόλις
– Περικλής Κοροβέσης κ.ά. (συλλογικό) «Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική. Συλλογή κειμένων ενάντια στον τρόμο», εκδ. Διάπυρον
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.1.2013