Αυτό που δεν κατάφερε να κάνει το κράτος το έκαναν πολύ πιο αποτελεσματικά οι δήμοι, η εκκλησία, συλλογικότητες, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που η απάντηση στο αίτημα της κοινωνικής αλληλεγγύης ήταν μια ερώτηση: «Μα τι κάνει το κράτος;» Η αλήθεια είναι ότι το κράτος πλήρωνε πολλά, αλλά δεν επιτύγχανε πολλά. Σύμφωνα με έρευνα του ΙΣΤΑΜΕ, οι κοινωνικές δαπάνες στην Ευρώπη των «15» ήταν το 2004 στο 27,6% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα ήταν στο 26%. Ομως: Στην Ε.Ε. τα κοινωνικά επιδόματα μείωναν το ποσοστό της φτώχειας κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες, στην Ελλάδα μόνο κατά τρεις. Αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνικές δαπάνες στην Ευρώπη έχουν τριπλάσια αποτελεσματικότητα από τις ελληνικές. Σημαίνει επίσης ότι τα περισσότερα χρήματα απ’ όσα δαπανούσαμε για κοινωνική πρόνοια πήγαιναν σε άλλες τσέπες. Χρηματοδοτούσαν περισσότερο τη γραφειοκρατία του συστήματος, παρά εκείνους που τα είχαν ανάγκη.
Hρθε όμως η κρίση και τα πράγματα άλλαξαν. Οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν αλλά μετά το πρώτο σοκ άνθισαν οι συλλογικές και ιδιωτικές πρωτοβουλίες βοήθειας των συνανθρώπων μας. Αυτό που δεν κατάφερε να κάνει το κράτος το έκαναν πολύ πιο αποτελεσματικά οι δήμοι, η εκκλησία, συλλογικότητες, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Το κράτος πρόνοιας βρέθηκε, όπως όλες οι κρατικές δομές, εντελώς απροετοίμαστο για την κρίση. Η αυτοοργάνωση των πολιτών και η ιδιωτική τους πρωτοβουλία έσωσε ό,τι μπορούσε να σωθεί από την κατάσταση. Αν ήταν να περιμένουμε από τις κρατικές δομές θα ζούσαμε τον χειμώνα του ’41.
Το κράτος, όμως, βοήθησε σε ένα άλλο επίπεδο. Διά της απουσίας του. Αν το κράτος λειτουργούσε όπως λειτουργεί για παράδειγμα σε μια επένδυση οι άνθρωποι θα πέθαιναν από την πείνα. Είναι πολύ θετικό ότι έστω αργά (19.1.2012) ξύπνησε το υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και εξέδωσε εγκύκλιο σχετικά με την «Παροχή συσσιτίων και τροφίμων – Αρωγή στις κοινωνικά ασθενέστερες ομάδες». Σ’ αυτήν αναφέρεται ότι «για τις παροχές συσσιτίων, που διενεργούνται σε όλη τη χώρα, από δήμους, ενορίες εκκλησιών και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, για φιλανθρωπικό σκοπό, δεν προβλέπεται από την υγειονομική νομοθεσία η έκδοση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας επιχείρησης υγειονομικού ενδιαφέροντος». Αρκεί να σκεφθούμε τι θα συνέβαινε αν αποφάσιζε το υπουργείο να πάει σύμφωνα με το γράμμα των πολλών νόμων που ισχύουν για οποιαδήποτε ιδιωτική πρωτοβουλία των πολιτών. Εκείνοι που έστησαν τα κοινωνικά παντοπωλεία ή τα κοινωνικά καφενεία ακόμη θα ήταν σε κάποιο γκισέ του ΤΕΒΕ (ή έστω του ΟΑΕΕ) για να αποδείξουν ότι δεν είναι επαγγελματίες και δεν πρέπει να εκδώσουν Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών. Αφήστε δε ότι θα έπρεπε να εγγραφούν στο Επαγγελματικό Μητρώο κάποιου Επιμελητηρίου (πληρώνοντας ετήσια συνδρομή), να κάνουν προέγκριση ονομασίας, κατόπιν έγκριση κανονικής ονομασίας και λοιπά, πολλά, πολλά…
Ενα είναι σίγουρο: αν έπρεπε να περάσουν τον γραφειοκρατικό Γολγοθά όσοι ενεργοποιήθηκαν σε πρωτοβουλίες κοινωνικής αλληλεγγύης, σήμερα δεν θα ήταν στα συσσίτια ή στα κοινωνικά παντοπωλεία. Θα ήταν σπίτι τους. Η απουσία του κράτους επέτρεψε στο κίνημα της αλληλεγγύης να ανθίσει.
Με αυτό δεδομένο μήπως πρέπει να ξανακοιτάξουμε υπό νέο πρίσμα τα ζητήματα της ανάπτυξης, της επιχειρηματικότητας και της ανεργίας των νέων;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 10.1.2013