Δυστυχώς σ’ αυτή τη χώρα δεν θέλουμε να λύνουμε προβλήματα, προτιμούμε να τα αποσιωπούμε.
Υπήρξε μια εποχή που το βασικό πρόβλημα της χώρας δεν ήταν ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, αλλά το νεομακεδονικό και η ονοματοφοβία. Ηταν η δεκαετία των συλλαλητηρίων και των κραυγών, η εποχή της λογοκρισίας κάθε βδελυρής άποψης που παρεξέκλινε από τον εθνικό στόχο «όχι στο όνομα Μακεδονία και τα παράγωγά του». Ηταν η εποχή που κανένας δεν τολμούσε να πει «μήπως να το ξανασκεφτούμε, ρε παιδιά; Μήπως οδηγούμαστε σε αδιέξοδο;». Αν κάποιος ψέλλιζε κάτι δημόσια, μαύρο φίδι του εθνικισμού που τον έφαγε· ήταν «προδότης», «φιλοσκοπιανός», «νεοταξίτης» κάποιος τέλος πάντων αργυρώνητος που ξένα κέντρα τον χρηματοδοτούσαν. Αν μάλιστα δεν είχε και ισχύ στο πολιτικό-δημοσιογραφικό παίγνιο είχε σίγουρη ποινή για… «διέγερση των πολιτών σε βιαιοπραγίες», όπως ήταν και τα μέλη της ΟΑΚΚΕ που καταδικάστηκαν σε 6,5 μήνες φυλάκιση διότι τοιχοκόλλησαν στην Αθήνα κάποιες αφίσες που ανέφεραν «Οχι στον Σοβινισμό. Να αναγνωριστεί η Σλαβική Μακεδονία».
Αλλοι καιροί, άλλες προκλήσεις θα πουν κάποιοι, αλλά δυστυχώς ούτε το αδιέξοδο του νεομακεδονικού μάς δίδαξε την ετερογονία της λογοκρισίας. Μπορεί δηλαδή η απαγόρευση έκφρασης κάποιων απόψεων να έγινε για εκείνο που τότε εθεωρείτο «καλός σκοπός», να υπάρξει δηλαδή αρραγές εθνικό μέτωπο για την ελληνική διεκδίκηση, τα αποτελέσματα όμως ήταν άκρως επιζήμια για τη χώρα. Οπως γράφαμε και παλαιότερα «οι καταδίκες, οι προπηλακισμοί, οι εκφοβισμοί ανθρώπων που είχαν διαφορετική άποψη για το εθνικό ζήτημα οδήγησαν την πολιτική ηγεσία σε ακραίες και αδιάλλακτες θέσεις… Αν, τότε, κάποιοι άνθρωποι δεν καταδικάζονταν, δεν προπηλακίζονταν κ.λπ. και κάποιοι άλλοι δεν φοβούνταν να μιλήσουν μπορεί να ανέπτυσσαν «ακραίες θέσεις», όπως π.χ. ότι «η Μακεδονία είναι μακεδονική», «βουλγαρική», «κονγκολέζικη» κ.λπ. Αυτή η θέση όμως θα ζυμωνόταν με την αντίθετη «ακραία θέση», ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική» και θα προέκυπτε ένας ενδιάμεσος τόπος και πιθανότατα θα υιοθετούσαμε μια σύνθετη ονομασία. Οι πολιτικές ηγεσίες δεν θα ασπάζονταν την αδιέξοδη θέση του «Οχι στη Μακεδονία και στα παράγωγά της» κι εμείς σήμερα δεν θα τρέχαμε να επιτύχουμε κάποιο παράγωγο της ονομασίας» («Το έλλειμμα του πραγματικού διαλόγου», 3.11.2011). Οπως έγραφε και ο Τζον Στιούαρτ Μιλ ακόμη και οι «κακές απόψεις» στη δημόσια συζήτηση είναι χρήσιμες· ενδυναμώνουν τις «καλές».
Δυστυχώς σ’ αυτή τη χώρα δεν θέλουμε να λύνουμε προβλήματα, προτιμούμε να τα αποσιωπούμε. Δεν ξεριζώνουμε παθογένειες, τις εξορκίζουμε νομοθετώντας. Ναι, υπάρχει το καρκίνωμα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στη χώρα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό αναπτύχθηκε παρά την οιονεί ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου· η «Χρυσή Αυγή» ανδρώθηκε παρά το γεγονός ότι όλα τα ΜΜΕ δεν την πρόβαλλαν.
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Οπως τα προβλήματα της δημοκρατίας λύνονται με περισσότερη δημοκρατία, έτσι και τα προβλήματα του ρατσιστικού λόγου λύνονται με περισσότερη συζήτηση. Η λύση της απαγόρευσης που προκρίθηκε είναι εκτός από επικίνδυνη και τεμπέλικη. Η καταπολέμηση του ρατσισμού θέλει εκπαίδευση των πολιτών, δηλαδή πολλή δουλειά. Αντιθέτως, οι απαγορεύσεις είναι εύκολες και γι’ αυτό αναποτελεσματικές. Οταν δεν έχουν τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 21.5.2013