Και σπανίως ουσία, και σπανιότερα υπευθυνότητα…
Πριν τέσσερα χρόνια τα ελληνικά ΜΜΕ είχαν μια χρηματιστηριακού τύπου άνοδο στην εκτίμηση της κοινής γνώμης. Τότε, στην περίοδο του Κοσόβου, θεωρήθηκαν τα μόνα αντικειμενικά στον κόσμο. Ενώ οι New York Times το BBC, το CNN κι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις φλόμωναν την υφήλιο στο ψέμα, τα ελληνικά ΜΜΕ είχαν χαρακτηριστεί «τα καλύτερα του κόσμου». Αυτή η «φούσκα της εκτίμησης» στο «χρηματιστήριο Αξιών της Δημοσιογραφίας» έσκασε γρήγορα, για να επιβεβαιωθεί ότι δεν αρμενίζουν μόνο στραβά τα ΜΜΕ, αλλά είναι στραβός και ο γιαλός.
Σήμερα τα ΜΜΕ βρίσκονται (εν μέρει δικαίως) στο στόχαστρο των πάντων. Τα υβρίζουν ηλεκτρονικώς και με σπρέι διάφοροι ανόητοι των Εξαρχείων, τα υβρίζει ο πρόεδρος της Βουλής, καμιά δεκαριά ανώτατοι δικαστικοί μέχρι και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι. Ως εδώ καλά. Καθένας μπορεί να υβρίζει όποιον θέλει, μόνο που μερικοί δεν σταματούν στις ύβρεις. Κάποιοι χουλιγκάνοι των γηπέδων ενδύονται τη λεοντή του αναρχισμού και ξυλοκοπούν δημοσιογράφους, κάποιοι πολιτικοί ενδύονται τη λεοντή της Δημοκρατίας και προτείνουν -τι άλλο;- απαγορεύεις, και κάποιοι δικαστικοί ξεθάβουν ανόητα (Βενιζέλειας έμπνευσης) νομοθετήματα για -τι άλλο;- περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου.
Να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα: Η ελληνική δημοσιογραφία (συνολικά)δεν στάθηκε ποτέ στο ύψος των προκλήσεων που είχε. Έκανε μέτρια δουλειά στο θέμα της τρομοκρατίας, χειρότερη στο θέμα του Κόσοβου, χείριστη στο θέμα Οτσαλάν, άθλια στο θέμα των Ιμίων. Ναι, οι δημοσιογράφοι διαπόμπευσαν κατηγορούμενους, με την βοήθεια της αστυνομίας -οι αστυνομικοί δεν σήκωναν το κεφάλι κατηγορούμενων ώστε να τους πάρει καλά η κάμερα;- αλλά στο θέμα της τρομοκρατίας, τουλάχιστον τηρήθηκε το τεκμήριο αθωότητας. Δεν υπήρξε άριστος ο χειρισμός του θέματος συνολικά, αλλά ήταν σαφώς καλύτερος απ’ ότι στο παρελθόν κι ας ωρύονται οι αριστεριστές και οι συνοδοιπόροι των τρομοκρατών.
Αντιθέτως δεν υπήρξε καμιά ευαισθησία στο χειρισμό αυτών των θεμάτων από τους συνήθεις ευαίσθητους που καταγγέλλουν τα ΜΜΕ ότι διαπομπεύουν ανθρώπους. Το περίφημο «Δίκτυο για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα» διέσυρε εντύπως ένα καθηγητή ιατρικής και δεν ζήτησε ποτέ συγνώμη, το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ διέσυρε τούτη την εφημερίδα και ζήτησε τα ρέστα, ο κ. Κακλαμάνης και οι δικαστικοί δεν διέσυραν μεν κανένα, αλλά αφού έχουν την δυνατότητα να απαγορεύουν άρχισαν τις απαγορεύσεις. Ο μεν πρώτος έχει κάνει ένα (ευφυές ομολογουμένως) σύστημα φιλτραρίσματος της εικόνας που παίρνουμε από το Κοινοβούλιο, οι δεύτεροι ξεσκονίζουν το νομικό οπλοστάσιο για περιορισμό της ελευθερολογίας. Το πρόβλημα είναι δε πως η ελληνική νομοθεσία έχει ανενεργούς χιλιάδες νόμους, που αν αποφασίσει κάποιος να τους εφαρμόσει τότε όλοι οι πολίτες θα πρέπει αν παραμείνουν σπίτι τους και να παγώσει ολόκληρο το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Όλη αυτή η επίθεση στα ΜΜΕ, αν έμενε στο πεδίο της κριτικής, θα ήταν ωφέλιμη και για α ΜΜΕ και για την κοινωνία. Το πρόβλημα είναι ότι μετατρέπεται σε χειροδικίες κατά ανθρώπων του Τύπου και θεσμοθετημένο προπηλακισμό της ελευθερίας των. Το πρώτο αφορά την Αστυνομία και την δουλειά που δεν κάνει. Το δεύτερο αφορά την Πολιτεία και την κοινωνία. Μια σειρά διατάξεων -που δυστυχώς πολλές φορές χειροκροτούνται από τους ίδιους τους δημοσιογράφους και τα όργανά τους- γίνονται βρόγχος στην ελευθερολογία. Έχουμε τη νομοθεσία περί αγωγών (που με συνοπτικές διαδικασίες μπορούν να γονατίσουν δημοσιογράφους και ΜΜΕ), την ιδιότυπη λογοκρισία από τη Βουλή του κ. Κακλαμάνη, τη λογοκρισία των δικαστών εκτός δικαστικών αιθουσών, κι απ’ ότι προανήγγειλε χθες από το ραδιοσταθμό «Φλας» ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Πετσάλνικος έρχονται κι άλλα: «ως υπουργείο», είπε ο κ. Πετσάλνικος, «έχουμε ολοκληρώσει την επεξεργασία σχετικού προσχεδίου νόμου που βρίσκεται ήδη στην κεντρική νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Βουλής, με το οποίο νομοσχέδιο θέλουμε να θέσουμε συγκεκριμένα πλαίσια προστασίας από τη δημοσιότητα, ιδιαίτερα των ανηλίκων.» Επειδή όμως η ιστορία αυτής της κυβέρνησης απέδειξε ότι με τις καλύτερες προθέσεις φτιάχνονται τα χειρότερα νομοσχέδια (κλασσικό παράδειγμα: για να σταματήσουν τα φρουτάκια απαγόρευσαν όλα τα ηλεκτρονικά παιγνίδια!) μια ερώτηση υπάρχει. Οι δημοσιογραφικοί φορείς ξέρουν τι ετοιμάζεται; Έχουν καταθέσει απόψεις; Ή μήπως θα τρέχουμε πάλι (όπως συνέβη με το Βενιζέλειο νόμο περί αγωγών) να συμμαζέψουμε τα ασυμμάζευτα;
Περί φωτογραφήσεων και άλλων δαιμονίων
Αν ο νόμος 2172/93, που προβλέπει την μη λήψη και δημοσιοποίηση φωτογραφιών υπόδικων ισχύει, η παραπάνω δημοσίευση της φωτογραφίας του κ. Κουφοντίνα είναι παράνομη. Στο σκαμνί όμως πρέπει να κάτσει η ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης στο site της οποίας βρίσκεται η φωτογραφία, του κατηγορούμενου.
Κάθε λίγο και λιγάκι οι κάμερες μπαίνουν στο στόχαστρο. Δικαίως, όταν πρόκειται για προσβολή της ιδιωτικότητας κάποιων (π.χ. βιντεοσκόπηση στο εσωτερικό του σπιτιού της κ. Σωτηροπούλου), αδίκως όταν στοχεύουν σε δημόσια μέρη (π.χ. βιντεοσκόπηση του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ κ. Χρυσανθακόπουλου σε καφενείο ενώ έπαιζε τυχερά παίγνια). Πάντα ορθώνονται φωνές για απαγορεύσεις είτε της «κρυφής», είτε της «φανερής κάμερας». Το κλασσικό επιχείρημα ακούστηκε και χθες από τον δημοσιογράφο του «Φλάς» κ. Γιάννη Ρουμπάτη:
«στο εξωτερικό για να δημοσιεύσει μια εφημερίδα ενός ανθρώπου έχει τη γραπτή άδεια αυτού του ανθρώπου. Εδώ π.χ. πηγαίνουν στις ακτές μας, βγάζουν φωτογραφίες από ημίγυμνες γυναίκες και τις βάζουν στην τηλεόραση. Ξαφνικά βλέπει μια γυναίκα τον εαυτό της στην τηλεόραση σε εθνική μετάδοση. Δεν πρέπει να υπάρχει κάτι που να προστατεύει και αυτούς τους ανθρώπους;»
Κατ’ αρχήν δεν γνωρίζουμε από πού αντλεί τις πληροφορίες του ο κ. Ρουμπάτης για την νομοθεσία στο εξωτερικό, αλλά είναι κομματάκι δύσκολο για ένα φωτορεπόρτερ όταν απαθανατίζει (για παράδειγμα) μια διαδήλωση να ζητήσει την άδεια από μερικές χιλιάδες ανθρώπους ΚΑΙ ΜAΛΙΣΤΑ ΓΡΑΠΤΏΣ.
Δεύτερον: αυτό που πρέπει να γνωρίζουν όλοι οι πολίτες και προπαντός οι δημοσιογράφοι είναι πως ότι γίνεται σε δημόσιο χώρο αποτελεί δημόσια περιουσία και μπορεί να αναπαραχθεί από οποιονδήποτε, είτε είναι ζωγράφος με καμβά και πινέλο, είτε τουρίστας με μια «Κόντακ», είτε ο κάμεραμάν ενός καναλιού, είτε ο κ. Τριανταφυλλόπουλος με κρυφή κάμερα. Το ίδιο ισχύει κι έξω από τα δικαστήρια. Εντός, αποφασίζει το ίδιο το δικαστήριο, όχι για λόγους προστασίας του κατηγορούμενου, αλλά για την ομαλή διεξαγωγή της δίκης.
Τρίτον: Υπάρχει σύγκρουση δυο έννομων αγαθών στην φωτογράφηση κατηγορουμένων. Η προστασία του κατηγορούμενου και η ελευθερολογία. Σίγουρα δεν είναι ότι καλύτερο να δει κάποιος τη φωτογραφία του κάτω από τον τίτλο «Σκότωσε τρεις». Το πρόβλημα όμως σ’ αυτή τη σύνθεση δεν είναι η φωτογραφία, αλλά ο τίτλος. Ο Χ πολίτης «δεν σκότωσε τρεις», αλλά «κατηγορείται ότι σκότωσε τρεις». Το τεκμήριο αθωότητας πρέπει να ισχύει ακόμη και για εκείνους που ομολογούν ή πιάνονται επ’ αυτοφώρω.
Το θέμα όμως είναι ότι οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν τι κάνουν οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές. Να ξέρουν αν ο κ. Γιωτόπουλος είναι υπαρκτό πρόσωπο ή εικονικό κατασκεύασμα του κ. Νασιάκου. Αν κατά την προσαγωγή του ξυλοκοπείται από αστυνομικούς. Αν η δίκη είναι δίκαιη. Αν αν…
Όλα αυτά προϋποθέτουν δημοσιότητα, δυστυχώς σε βάρος του κατηγορούμενου. Ο έλεγχος των αρχών μέσω της δημοσιότητας έχει μεγαλύτερη σημασία στη Δημοκρατία από την προστασία του υπόδικου.
Η προστασία των κατηγορούμενων είναι υπόθεση των αρχών (στη Γερμανία όταν συνέλαβαν υπόπτους για σχέση με την Αλ Κάϊντα η Αστυνομία τους περικύκλωσε με σεντόνια – δεν έβγαλε η εισαγγελία γενική απαγόρευση βιντεοσκοπήσεων) και των ίδιων των δημοσιογράφων. Αυτό πρέπει να γίνει κατ’ αρχήν με την αυστηρή τήρηση του τεκμηρίου αθωότητας και κατά δεύτερον με ανάλογη δημοσιοποίηση του αποτελέσματος της δίκης. Αν και το τελευταίο σε γενικές γραμμές τηρείται. Όσο πιο πολύκροτη είναι μία δίκη και (φυσικά) πολυφωτογραφημένος ο κατηγορούμενος, τόσο περισσότερη δημοσιότητα παίρνει η απόφαση του δικαστηρίου. Δηλαδή, αν για παράδειγμα αθωωθεί ο κ. Χριστόδουλος Ξηρός, δεν υπάρχει έλληνας που δεν θα το μάθει…
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η χώρα κινείται με τις μπάντες. Από την απόλυτη διαπόμπευση των κατηγορουμένων του παρελθόντος, προχωράμε σε συνολική λογοκρισία στο μέλλον. Ίσιος δρόμος δεν υπάρχει πλέον;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 2.10.2002