Πως γίνεται κάθε φορά που συζητώνται, πραγματικά σοβαρά θέματα του κλάδου, η ατζέντα να ξεχειλώνει τόσο πολύ ώστε κατ’ ουσία και να μην συζητείται τίποτε και τελικώς να μην γίνεται τίποτε;
Σύμφωνα με όλα τα ακαδημαϊκά εγχειρίδια επικοινωνίας οι δημοσιογράφοι σε ολόκληρο τον πλανήτη είναι εκείνοι που θέτουν την κατά τόπους ατζέντα της δημόσιας συζήτησης. Πιθανώς να ισχύει και στην Ελλάδα αυτό. Αλλά αν, πάλι, ισχύει, πως γίνεται κάθε φορά που συζητώνται, πραγματικά σοβαρά θέματα του κλάδου, η ατζέντα να ξεχειλώνει τόσο πολύ ώστε κατ’ ουσία και να μην συζητείται τίποτε και τελικώς να μην γίνεται τίποτε;
Μάρτυς μου κάθε τηλεπαρουσιαστής. Όποτε κληθούν δημοσιογράφοι να συζητήσουν περί δημοσιογραφίας δεν είναι δυνατόν να υπάρξει συντονισμός στη συζήτηση. Πέφτουν όλα τα θέματα μονομιάς, και ξαφνικά προκύπτουν ισάριθμοι με τους καλεσμένους μονόλογοι για να καταλήξει στο τέλος η συζήτηση με το «κακούργα κενωνία! εικόνα σου είμαι και σου μοιάζω».
Έτσι με αφορμή την συζήτηση περί του δέοντος στις σχέσεις κράτους-δημοσιογραφίας τέθηκαν επισήμως κι ανεπισήμως όλα τα θέματα. Κατ’ αρχήν δεν ξεκαθαρίστηκε για ποιο θέμα συζητάμε. Μιλάμε για «μαύρες», ή για «λευκές» λίστες; Για τις «μαύρες» -ίσως επειδή δεν θα τις δούμε ποτέ- συμφωνούμε όλοι: Είναι καταδικαστέες, αλλά και χρήσιμες για τηλεοπτικούς δεκάρικους περί ηθικής κι άλλων σπανίων πτηνών στο χώρο. Το ερώτημα λοιπόν που απομένει είναι: πόσο «λευκές», είναι οι «λευκές» λίστες, αφού ο επηρεασμός του δημοσιογράφου μπορεί να γίνει κάλλιστα και από τη μία καλοπληρωμένη δουλειά στο Δημόσιο; Και που βρίσκεται το κατώφλι της δεοντολογίας; Στη μία κρατική δουλειά ή στις πέντε; Και με τον ιδιωτικό τομέα τι γίνεται; Μπορεί κάποιος δημοσιογράφος να είναι «βασικός μέτοχος» ή έστω να εργάζεται σε εταιρία που παίρνει δουλειές από το δημόσιο;
Τα παραπάνω ερωτήματα δεν τίθενται για να περιπλέξουν περαιτέρω τη συζήτηση, αλλά απλώς να καταδειχθεί το άτοπο στο οποίο οδηγούμαστε συζητώντας τη δεοντολογία σε ηθικολογική βάση. Η ηθική, δυστυχώς, δεν είναι ακριβής επιστήμη. Αντιθέτως μπορεί να γίνει -είτε εσκεμμένα, είτε από αγνή βλακεία- εξαιρετικά ελαστική. Γι’ αυτό και στην ηθικολογική ερώτηση «πρέπει ένας δημοσιογράφος να εργάζεται παράλληλα και σε μια (δύο, τρεις…) κρατικές θέσεις;», πέφτει αμέσως η άλλη ηθικολογική ερώτηση «και είναι ηθικό να παίρνει 500 ευρώ το μήνα;» Οπότε η μία ηθικολογία ακυρώνει την άλλη κι απομένουμε στο «κακούργα κενωνία…»
Πολλοί θεωρούν την δεοντολογία κάτι σαν ηθικοπλαστική δραστηριότητα κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Η δεοντολογία δεν αποτελεί απλώς ηθική επιταγή. Είναι εργαλείο δουλειάς. Και για τους δημοσιογράφους, αλλά και για τις επιχειρήσεις στις οποίες αυτοί εργάζονται. Ένας δημοσιογράφος δεν είναι απλώς ένας «κουτός ιμάντας μεταβίβασης πληροφοριών», αλλά ένας επαγγελματίας που κατ’ αρχήν αξιολογεί και κρίνει και κατά δεύτερον μεταβιβάζει αληθείς πληροφορίες. Οι δεοντολογικοί κανόνες δεν είναι ηθικοί. Είναι εργαλειακοί. Για παράδειγμα, ένας δημοσιογράφος που δεν ονοματίζει ποτέ κάποιον κατηγορούμενο για φόνο ως «φονιά» ή «δολοφόνο», δεν το κάνει επειδή πρέπει να είναι ηθικός, αλλά γιατί θέλει να προφυλάσσει τα νώτα του. Μπορεί ο κατηγορούμενος να αθωωθεί και ψεύτης στα μάτια του κοινού να βγει ο δημοσιογράφος.
Το μεγαλύτερο κεφάλαιο ενός δημοσιογράφου ή ενός ΜΜΕ είναι η αξιοπιστία του. Κι αυτή συσσωρεύεται καθημερινά (όταν μεταδίδει ακριβείς κι αληθείς πληροφορίες) ή σκορπίζεται καθημερινά (όταν πράττει το αντίθετο). Η δεοντολογία λοιπόν είναι ένας μηχανισμός συσσώρευσης δημοσιογραφικού κεφαλαίου.
Αν το χωνέψουμε αυτό -δημοσιογράφοι κι επιχειρηματίες του χώρου- τα πράγματα γίνονται εξαιρετικά απλά. Και η μία «δεύτερη εργασία» αφαιρεί αξιοπιστία από την δημοσιογραφική δουλειά. Άρα πρέπει με αυτορύθμιση -και των δημοσιογράφων, αλλά και των επιχειρήσεων- να είναι αντιδεοντολογική.
Ο ελληνικός Τύπος έγινε δυστυχώς μεταπρατικός. Πουλά τα πάντα (από DVD, μέχρι διαμερίσματα, ένα καιρό) εκτός από περιεχόμενο. Όταν -πριν ή μετά την κατά Σουμπέτερ «δημιουργική καταστροφή» που μας έρχεται- αποφασίσει να πουλήσει το τελευταίο, η αυτορύθμιση θα είναι γεγονός. Τέτοια που δεν θα καταφέρουν όλες οι λίστες του ντουνιά…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 28.1.2005