Οι καταναλωτικές συμπεριφορές δείχνουν ότι στην Ελλάδα μπορεί να δυστυχούν οι αριθμοί, αλλά η πλειονότητα των Ελλήνων παραοικονομικώς ευημερεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι εξαλείφθηκε η φτώχεια στη χώρα. Φτωχοί υπάρχουν και πιθανώς να αυξάνονται. Η εντύπωση, όμως, περί φτώχειας είναι πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική φτώχεια, εντύπωση που τροφοδοτεί αφειδώς η τηλεόραση.
Στη χώρα της τηλεοπτικά παραγόμενης μιζέριας και των στερεότυπων αποφάνσεων, σαράντα και κάτι χρόνια τώρα, επαναλαμβάνεται η αντιπολιτευτική κορόνα του Γεωργίου Παπανδρέου που ήθελε «τους αριθμούς να ευημερούν και τους ανθρώπους να δυστυχούν». Αυτό, το 1963 μπορεί να ήταν τεκμηριωμένο και αληθές. Τώρα όμως;
Σήμερα οι αριθμοί δυστυχούν. Δεν αναφερόμαστε στο γεγονός πως το 99% όσων εμφανίζονται στα κανάλια δηλώνουν «ότι δεν έχουν τα στοιχειώδη για το πασχαλινό τραπέζι». Στην επίσημη έρευνα «Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών» της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν ήταν του 2003) το 20% των Ελλήνων εμφανίζεται να διαβιοί κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ ένας στους δύο δηλώνει ότι με το εισόδημά του αντιμετωπίζει δυσκολίες για τη χρηματοδότηση των συνήθων αναγκών του.
Δεν γνωρίζουμε αν οι συνήθεις ανάγκες του 50% των Ελλήνων είναι οι πασχαλινές έξοδοι στους κατά τεκμήριο ακριβότερους προορισμούς της Ευρώπης, που είναι τα ελληνικά νησιά. Η Κέρκυρα, όμως, παρουσιάζει και φέτος πληρότητα 100%, ενώ τα νησιά του Αιγαίου συνεχίζουν να βουλιάζουν από επισκέπτες. Οσο και να επεκτείνονται οι τουριστικές υποδομές της χώρας, όσο και να ακριβαίνουν, εμείς κατορθώνουμε να τις πληρώνουμε (και με τις δύο σημασίες του όρου).
Από την άλλη, έχουμε την ακριβότερη ψυχαγωγία στην Ευρώπη. Αντί, όμως λόγω φτώχειας και ακρίβειας, να κλείνουν μπαρ, καφέ, εστιατόρια και πίστες, ανοίγουν καινούργια και πιο ακριβά.
Κάποιοι μπορεί να θεωρούν πως στη χώρα που καταστρατηγούνται όλοι οι νόμοι, δεν θα μπορούσε να παραμείνει εν ισχύι ο νόμος της… προσφοράς και της ζήτησης. Ισχυρίζονται ότι αυτή η εκτεταμένη και ακριβή κατανάλωση οφείλεται σε δανεισμό, ότι δηλαδή οι Ελληνες είναι οικονομικώς ανορθολογικά όντα.
Τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, όμως, δείχνουν άλλα: Παρά το γεγονός ότι ο δανεισμός των Ελλήνων παρουσιάζει εκρηκτικούς ρυθμούς αύξησης, συνολικά υπολείπεται των άλλων δυτικών χωρών. Με άλλα λόγια, ο δανεισμός δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί οι Ελληνες στηρίζουν με τη ζήτησή τους την ακριβότερη ψυχαγωγία της Ευρώπης. Και οι άλλοι δανείζονται (και προς το παρόν περισσότερα) αλλά δεν πληρώνουν τον καφέ 4 ευρώ.
Μια πρόσφατη έρευνα της Eurostat εμφανίζει τους Ελληνες να ξοδεύουν ποσοστιαία τα περισσότερα απ’ όλους τους Ευρωπαίους χρήματα σε ρούχα. Από το εισόδημα οι Ελληνες εμφανίζουν να ξοδεύουν το 11% για ρούχα και υποδήματα, όταν το αντίστοιχο ποσοστό είναι 6,4% για τους Γερμανούς. Επίσης ξοδεύουμε ποσοστιαία υπερτριπλάσια από τους Γερμανούς στα εστιατόρια: 4,9% στη Γερμανία, 15,6% στην Ελλάδα. Η επιφανειακή ανάγνωση των παραπάνω θέλει τους Ελληνες «γλεντζέδες» και «κοκέτες». Η λογική θέλει να υπάρχει εισόδημα που δεν καταγράφεται στους εθνικούς λογαριασμούς. Η γνωστή παραοικονομία μάς κάνει πλούσιους πολίτες σε ένα φτωχό κράτος.
Οι καταναλωτικές συμπεριφορές δείχνουν ότι στην Ελλάδα μπορεί να δυστυχούν οι αριθμοί, αλλά η πλειονότητα των Ελλήνων παραοικονομικώς ευημερεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι εξαλείφθηκε η φτώχεια στη χώρα. Φτωχοί υπάρχουν και πιθανώς να αυξάνονται. Η εντύπωση, όμως, περί φτώχειας είναι πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική φτώχεια, εντύπωση που τροφοδοτεί αφειδώς η τηλεόραση.
Το εισόδημα πάντως είναι μόνο μία παράμετρος της πραγματικής ευημερίας του πληθυσμού. Το περιβάλλον, οι δημόσιες υποδομές, οι καλές κρατικές υπηρεσίες (και άλλα που στεγάζονται υπό τον τίτλο «ποιότητα ζωής») δημιουργούν ευημερία. Στην Ελλάδα, παρά τα θρυλούμενα, δεν είναι εκτεταμένη η ιδιωτική φτώχεια, αλλά μόνον η δημόσια.
Οι ευημερούσες κοινωνίες έχουν ανθρώπινο περιβάλλον στις πόλεις. Εχουν ευπρεπείς δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες. Δίνουν στα άτομα ευκαιρίες πνευματικής ανάπτυξης. Φροντίζουν ώστε οι δεινοπαθούσες κοινωνικές ομάδες (π.χ. τρίτη ηλικία, άτομα με ειδικές ανάγκες) να συμμετέχουν ισότιμα στον κοινωνικό γίγνεσθαι. Εχουν χιλιάδες άλλα πράγματα, που μπορεί να μην αποτυπώνονται οικονομικά, συνθέτουν όμως ένα πλαίσιο ευζωίας που δεν υπάρχει στη χώρα μας.
Ετσι, η Ελλάδα δεν ευημερεί. Ακόμη και αν προσθέσουμε στους εθνικούς λογαριασμούς την τεράστια παραοικονομία της. Αυτό είναι το πρόβλημα, που πρέπει να προτάξουν προς λύση οι πολιτικές ηγεσίες. Οχι της ιδιωτικής φτώχειας…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 21.4.2006