Όλη αυτή η φασαρία για το χρηματιστήριο είναι μια χρυσή ευκαιρία να συζητήσουμε σοβαρά κάποια ζητήματα. Αν μπούμε στην κολοκυθιά του τζίρου («γιατί να παίξει 22 δις;», «αμ, πόσα να παίξει;» κ.ο.κ.) το παιγνίδι θα είναι χαμένο και στην επόμενη φούσκα της Σοφοκλέους…
Καλά έκαναν και παραιτήθηκαν οι κ.κ. Μανίκας και Νεονάκης, αλλά μάλλον παραιτήθηκαν για λάθος λόγους. Αυτό που εμφανίζεται ως ευθιξία απέναντι στα στοιχεία που απεκάλυψε η Επιτροπή Κεφαλαιαγορά είναι καραμπινάτος λαϊκισμός. Πρόβλημα δεν αποτελεί ο τζίρος που έκανε ο κ. Νεονάκης (πρωτίστως) και ο κ. Μανίκας (δευτερευόντως), αλλά αν αυτός ο τζίρος έγινε νόμιμα ή -όσο περίεργη κι αν ακούγεται για την πολιτική η λέξη- ηθικά. Νόμιμα σημαίνει ότι δεν είχαν εσωτερική πληροφόρηση για τις μετοχές (όπως νόμιζε ότι είχε το 90% των Ελλήνων που μπήκαν στη Σοφοκλέους) και ηθικά σημαίνει ότι δεν έπαιξαν «αέρα» (όπως έκανε η πλειοψηφία των «παικτών») εκείνο το σύντομο καλοκαίρι της φρενίτιδας.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι αν ο κ. Νεονάκης έκανε 22 δις δραχμές τζίρο -κάποιοι από τους ωρυόμενους έκαναν μεγαλύτερους- αλλά εκείνη η φράση του πορίσματος που επεσήμανε και ο κ. Μητσοτάκης στη Βουλή: «δεν προκύπτουν συστηματικά ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς ή συμμετοχής σε εγχείρημα κατάχρησης της αγοράς».
Αυτό το «συστηματικά» πρέπει να μας προβληματίσει. Διότι και το «σποραδικά» για ένα πολιτικό είναι πρόβλημα. Ένας πολιτικός πρέπει να παραιτείται ακόμη κι όταν υπάρχει υποψία «σποραδικής παραβατικής συμπεριφοράς». Σε αντίθεση με τις ποινικές ευθύνες -όπου η αμφιβολία περί ενοχής λειτουργεί προς όφελος του κατηγορουμένου- στις πολιτικές ευθύνες η αμφιβολία είναι καταδικαστική: ότι ισχύει για τη γυναίκα του Καίσαρα, ισχύει πολλαπλώς και για τον ίδιο τον Καίσαρα.
Πρέπει να υπάρξει κάθαρση για την περιπέτεια του Χρηματιστηρίου. Πρέπει να χυθεί άπλετο φως. Όχι μόνο για να τιμωρηθούν όσοι παρανόμησαν, αλλά για να λειτουργήσει και ως παιδευτική διαδικασία. Μέσα από όλες αυτές τις αποκαλύψεις, το διάλογο, τις φωνές και τις κατάρες δημιουργούμε πολιτικά και ηθικά δεδικασμένα: Μπορεί ένας πολιτικός να επενδύει στο χρηματιστήριο; Μπορεί να τοποθετεί τα χρήματά του μόνο σε εταιρίες που δεν είναι συνδεδεμένες με το Δημόσιο; (αν υπάρχουν τέτοιες επιχειρήσεις στην κρατικά ελεγχόμενη οικονομία μας). Πρέπει να υπάρχει οροφή στο τζίρο τους και ποια πρέπει να είναι αυτή;
Όλη αυτή η φασαρία για το χρηματιστήριο είναι μια χρυσή ευκαιρία να συζητήσουμε σοβαρά κάποια ζητήματα. Αν μπούμε στην κολοκυθιά του τζίρου («γιατί να παίξει 22 δις;», «αμ, πόσα να παίξει;» κ.ο.κ.) το παιγνίδι θα είναι χαμένο και στην επόμενη φούσκα της Σοφοκλέους…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 19.6.2003