Το Δεκέμβριο, λοιπόν, είχαμε μια διπλή αποτυχία του πληροφοριακού συστήματος της ελληνικής κοινωνίας, ο βασικός κορμός του οποίου συντίθεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Είναι πολλοί εκείνοι που έχουν την αίσθηση πως πέρασε πολύς καιρός. Αυτό που ζήσαμε πριν δύο μήνες μοιάζει σαν ένας κυματισμός, μια ξαφνική αναταραχή που πήρε κάποιες βίαιες μορφές και ξαφνικά ξεθύμανε.
Απέμεινε ένας θεωρητικός φόβος ότι αυτό μπορεί να ξανασυμβεί, μερικές σποραδικές εκδηλώσεις ανομίας, και ένας πραγματικός φόβος για ανθρώπους που εκτίθενται στη δημοσιότητα ότι μπορεί κάποιοι από τους «επαναστάτες» να τους την πέσουν: είτε λούζοντάς τους με μπογιές, όπως έγινε πρόσφατα με τον εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ κ. Γιώργο Παπακωνσταντίνου, είτε ακόμη χειρότερα να φάνε ξύλο όπως παλιότερα ο κ. Πολυζωγόπουλος. Γενικώς εκείνος ο Δεκέμβρης μοιάζει σαν όνειρο: εφιάλτης για μερικούς, καλό όνειρο -σαν πρόλογος της επανάστασης- για άλλους.
Το ερώτημα είναι πόσο πραγματικά άλλαξε την ελληνική κοινωνία η «εξέγερση» ή η «αναταραχή» που προκάλεσε η νεολαία. Αναφέρω και τους δύο όρους γιατί ένα άλλο πράγμα που δεν ξέρουμε, είναι αν αυτό που ζήσαμε ήταν «εξέγερση» ή ήταν «αναταραχή». Κι αυτό επειδή δεν έχουμε βρει κατ’ αρχήν τους όρους να συνεννοούμαστε· οι όροι με τους οποίους συζητούμε πλέον έχουν ιδεολογικό πρόσημο και όχι κάποια αναφορά σε πραγματικά στοιχεία που μπορούμε να συμφωνήσουμε.
Δεν έχουμε καν τα κατά προσέγγιση αριθμητικά στοιχεία. Π.χ. πόσα άτομα συνιστούν «εξέγερση»; Πόσοι βγήκαν στους δρόμους τον Δεκέμβρη; Τι ποσοστό της νεολαίας είναι;
Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι εδώ μέσα φρίττουν ακούγοντας για νούμερα και αριθμούς την «ώρα που η κοινωνία βράζει» και «η λάβα της οργής των νέων ξεχύθηκε στους δρόμους» και είναι σίγουροι πως η «αριθμητικοποίηση της εξέγερσης αφαιρεί το νόημα που ‘χει κάτι από τις φωτιές» κ.λπ. αλλά για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε σε κάποια πραγματικά στοιχεία και μετά να περάσουμε στο χώρο του συμβολικού. Γιατί αν δεν κοιτάξουμε την πραγματικότητα, δεν μπορούμε να δούμε τα πραγματικά προβλήματα κι αν δεν δούμε τα πραγματικά προβλήματα δεν μπορούμε να βρούμε τις λύσεις, ή χειρότερα μπορεί να δώσουμε τις λάθος λύσεις που θα επιδεινώνουν τα προβλήματα -κάτι που συνήθως κάνουμε σ’ αυτή τη χώρα. Για παράδειγμα, αυτό που κατάλαβε η κυβέρνηση από τον Δεκέμβριο είναι ότι πρέπει να αλλάξει το σύστημα των εξετάσεων στα ΑΕΙ. Και ως απάντηση στην κραυγή της νεολαίας προσέφερε τον κ. Μπαμπινιώτη.
Αυτή η προσέγγιση, της -ει δυνατόν αρτιότερης- περιγραφής του φαινομένου, δεν είναι επιστημονολαγνική, ούτε προβοκατόρικη.
Η οργή του Δεκεμβρίου, έχει κάποιες πραγματικές αιτίες πίσω της· αιτίες που πρέπει να περιγράψουμε για να εξαλείψουμε. Αν δεν τις περιγράψουμε με όση μεγαλύτερη σαφήνεια μπορούμε τότε δεν θα ανακυκλώσουμε απλώς τα προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα συκοφαντούμε το όποιο κίνημα υπήρξε στα «Δεκεμβριανά της νεολαίας». Κάνουμε τους εξεγερμένους «ταραξίες», «παιδιά των Β.Π. (Βορείων Προαστείων)», όπως λέχθηκε και γράφτηκε, «τα οποία για να πλήξουν την πλήξη τους άρχισαν να λιθοβολούν αστυνομικά τμήματα». Εξέγερση χωρίς αίτημα είναι αναταραχή. Είναι θόρυβος, δεν είναι εξέγερση.
Να συνοψίσουμε: η καλή περιγραφή του φαινομένου, αποκαλύπτει τις αιτίες και οι αιτίες περιγράφουν το αίτημα. Η αλήθεια είναι πως κάποια στιγμή ξεπρόβαλλε στον δημόσιο διάλογο το αίτημα του «αιτήματος», αλλά γρήγορα απαξιώθηκε. Όχι μόνο από αυτούς που συρρίκνωσαν τον Δεκέμβρη στους «μπαχαλάκηδες», αλλά και από τους «υπερασπιστές της εξέγερσης» -οι οποίοι είναι συνήθως υπερασπιστές κάθε εξέγερσης ή κάθε αναταραχής που βαφτίζουν εξέγερση.
«Δεν είναι ανάγκη να υπάρχει αίτημα», είπαν. «Περιμένεις από 15χρονους να καταθέσουν αίτημα, δηλαδή πολιτική πρόταση;» Η αλήθεια είναι πως όχι, αλλά περίμενα από αυτούς που θεωρούν εαυτούς αυθεντικούς εκφραστές της «οργής των νέων» να μου το πουν. Περίμενα από τον δημόσιο διάλογο να καταλήξει κάπου, αντί να καταλήξει ο Δεκέμβρης τροφή για τα τηλεπαράθυρα.
Το Δεκέμβριο, λοιπόν, είχαμε μια διπλή αποτυχία του πληροφοριακού συστήματος της ελληνικής κοινωνίας, ο βασικός κορμός του οποίου συντίθεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η πρώτη έχει να κάνει με τις ανεπάρκειες της περιγραφής των πραγματικών γεγονότων. Το έχουμε ζήσει πολλάκις στο παρελθόν. Θυμάμαι το 2003 που όλα τα ελληνικά ΜΜΕ περιέγραφαν την «ηρωική αντίσταση των φρουρών της επανάστασης του Σαντάμ Χουσεϊν», πως «οι Αμερικανοί κόλλησαν στην άμμο» πως η Βαγδάτη θα γίνει το Στάλινγκραντ και την επόμενη μέρα είδαμε το άγαλμα του Σαντάμ να πέφτει.
Υπάρχει μια έφεση των ελληνικών ΜΜΕ να προβάλλουν τις επιθυμίες τους, ως πραγματικότητα. Δεν περιγράφουν τον κόσμο, θέλουν να τον αλλάξουν. Αυτό είναι κοινός τόπος σε όλο το εύρος των ελληνικών ΜΜΕ: διαβάζεις την περιγραφή ενός αγώνα στον «Πρωταθλητή» και την περιγραφή στην «Πράσινη» και αναρωτιέσαι αν πρόκειται για τον ίδιο αγώνα.
Στην εν λόγω αδυναμία να αποτυπώσουμε την πραγματικότητα πρέπει να οφείλεται και το γεγονός ότι δεν έχουμε και θεωρία για τα πράγματα. Έγραφα παλιότερα ότι μια εφημερίδα οφείλει να είναι μια καθημερινή θεωρία για την πραγματικότητα. Όπως ακριβώς ο Νεύτωνας πήρε διάφορα φαινομενικά ασύνδετα φαινόμενα (όπως η κίνηση των πλανητών και τα μήλα που πέφτουν) και τα συνέδεσε σε ένα θεωρητικό σχήμα, έτσι και μια εφημερίδα -αν θέλει να επιζήσει- οφείλει να τακτοποιεί τον κόσμο για τους βομβαρδιζόμενους από πληροφορίες πολίτες, να συμπυκνώνει τα φαινόμενα σε ένα σχήμα, σαν θεωρία.
Αυτή η θεωρία οφείλει να έχει ένα ορίζοντα πρόβλεψης: να καταλαβαίνεις δηλαδή ότι με δεδομένες διάφορες κοινωνικές καταστάσεις υπάρχει η πιθανότητα νεολαιίστικης έκρηξης, αυτό που είχε πει ο Γιώργος Παπανδρέου ότι «θα μας πάρουν με τις πέτρες» ή να κατανοείς ότι ο μεγαλύτερος στρατός του κόσμου είναι αδύνατον να χάσει σε τακτικές μάχες, ακόμη κι όταν η εισβολή του είναι άδικη, αλλά μπορεί να χάσει σε ανταρτοπόλεμο.
Οφείλει, επίσης, να έχει το «κριτήριο της διαψευσιμότητας». Δυστυχώς στον ελληνικό τύπο υπό την ρουμπρίκα «Ανάλυση» δημοσιεύεται πλέον πολύ ποίηση και ως γνωστόν η ποίηση δεν διαψεύδεται. Έχουμε κείμενα ξέχειλα από λυρισμό, οργή, θαυμασμό και γενικώς συναισθηματισμό, αλλά δεν έχουμε θεωρία για τα πράγματα. Ότι ο Δεκέμβρης σημαίνει «αυτό» και ότι από «αυτό» πρέπει να προκύψει το «άλλο», αλλιώς θα βρεθούμε με το «τρίτο».
Αυτή η διττή αποτυχία των ΜΜΕ δυστυχώς μετατρέπεται σε κοινωνική αποτυχία: μια κοινωνία δεν μπορεί να λύσει προβλήματα αν δεν τα περιγράψει επαρκώς και δεν τα συζητήσει ορθολογικώς. Η αποτυχία του δημόσιου διαλόγου -τον οποίο προς το παρόν διαφεντεύουν τα ΜΜΕ- είναι αποτυχία της κοινωνίας να λύνει προβλήματα, είναι παράγων διαρκής αστάθεια.
Τώρα βέβαια, σας μιλά ένας άνθρωπος που βγάζει το ψωμί του δημοσιεύοντας κείμενα κάτω από τις ρουμπρίκες «Ανάλυση». Σ’ αυτό θέλω να κάνω την αυτοκριτική μου. Δηλώνω την αδυναμία μου να καταλάβω τι συνέβη τον Δεκέμβρη. Αν και ήμουν δίπλα, δεν τον έζησα· ότι ξέρω γι’ αυτόν είναι διαμεσολαβημένο από τα ελληνικά ΜΜΕ. Έτσι αδυνατώ να διακρίνω το αίτημα, επειδή ακριβώς δεν έχω την ακριβή περιγραφή του φαινομένου και κατά συνέπεια δεν έχω την θεωρία που θα το εξηγήσει.
Γι’ αυτό περιμένω απ’ όλους εκείνους που πρωταγωνίστησαν, ύμνησαν ή δηλώνουν γνώστες των αγώνων και των αγωνιών της νεολαίας να διατυπώσουν την θεωρία και το Αίτημα. Όχι ποιητικώς και νεφελωδώς του στιλ «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», αλλά συγκεκριμένα. Αυτό το Αίτημα φυσικά δεν μπορούν να το διατυπώσουν οι 15χρονοι, αλλά μπορεί και πρέπει να παραχθεί από τον δημόσιο διάλογο.
Αν δεν γίνει αυτό, φοβάμαι ότι θα κυριαρχήσει μια άλλη θεωρία για τον Δεκέμβρη, η οποία επειδή είναι απλοϊκή μοιάζει και συνεκτική. Ξέρετε τι λέει αυτή η θεωρία: «έλα μωρέ, κάτι κωλόπαιδα ήταν που τα έσπαζαν».
Εισήγηση στην ημερίδα «Τα ΜΜΕ τον Δεκέμβριο». Πάντειο Πανεπιστήμιο. Αθήνα 5.2.2009