Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μαθαίνουμε λίγα, φανταζόμαστε πολλά, αντιδράμε γρήγορα και φυσικά την πατάμε.
«Πώς κυβερνάται ο κόσμος και οδηγείται στον πόλεμο; Οι διπλωμάτες λένε ψέματα τους δημοσιογράφους και όταν τα διαβάζουν τα πιστεύουν και οι ίδιοι».
Καρλ Κράους (Αυστριακός συγγραφέας)
Κάθε λίγο και λιγάκι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τα εθνικά μας θέματα παίζεται ένα κακό σενάριο. Μαθαίνουμε λίγα, φανταζόμαστε πολλά, αντιδράμε γρήγορα και φυσικά την πατάμε. Κάπως έτσι έγινε και στη Λουκέρνη, ενώ συζητείτο η τελική φάση του σχεδίου Ανάν, κάπως έτσι παίζεται και σήμερα το σενάριο στη διαπραγμάτευση για το όνομα της ακατονόμαστης γειτονικής δημοκρατίας.
Αυτή η ιστορία δεν πρέπει να γίνεται τυχαία. Το σενάριο στήνεται πιθανότατα ως εξής. Κάποιοι αυτόκλητοι υπερασπιστές του εθνικού μας συμφέροντος πιστεύουν ότι ενισχύουμε το διαπραγματευτικό μας πλεονέκτημα αν έχουμε ένα οργισμένο εσωτερικό μέτωπο. Διαρρέουν λοιπόν κάποια άσχημα μέρη μιας πιθανής συμφωνίας με σκοπό να φτιάξουν κλίμα στο εσωτερικό της χώρας. Οι δημοσιογράφοι με τη σειρά τους δραματοποιούν τις πληροφορίες (αυτό είναι εγγενές πρόβλημα της δημοσιογραφικής λειτουργίας, αλλά στην Ελλάδα υπερδραματοποιούμε τα πάντα). Έτσι φτιάχνεται το μέτωπο της αλόγου οργής ενάντια σ’ εκείνους που «για μια ακόμη φορά πάνε να μας τη φέρουν» με ηχηρά πρωτοσέλιδα, πύρινα άρθρα, κραυγές στα παράθυρα κ.λπ.
Οι διπλωμάτες προσέρχονται λοιπόν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με κάποιο επιχείρημα του στιλ: «Κοιτάξτε να δείτε! Και να θέλαμε να συμφωνήσουμε σ’ αυτόν τον όρο δεν μπορούμε. Θα μας κρεμάσουν ή θα πέσει η κυβέρνηση, ή…»- ποιος ξέρει τι άλλο;…
Αυτό δεν γίνεται κατ’ ανάγκην από την πολιτική ηγεσία (χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο) αλλά συνήθως από lower εθνοπατριώτες, οι οποίοι είτε πιστεύουν ότι παράγουν εθνικό έργο τινάζοντας έναν πιθανό συμβιβασμό στον αέρα είτε πραγματικά ευελπιστούν ότι δι’ αυτού του τρόπου βοηθούν να φτιαχτεί λίγο καλύτερη η συμφωνία προς όφελός μας.
Δεν γνωρίζω πόσο λειτουργεί αυτό ως διαπραγματευτική πρακτική (οι απέναντι άραγε δεν το ξέρουν το κόλπο και δεν το χρησιμοποιούν κι αυτοί;), αλλά σίγουρα δεν βοηθά στους επόμενους χειρισμούς μιας κυβέρνησης. Το άλογο μέτωπο της οργής φουντώνει στο εσωτερικό -βοηθά και η προχειρότητα με την οποία κάνουμε τη δουλειά μας εμείς οι δημοσιογράφοι- κι έτσι ένα καλός συμβιβασμός συνήθως πετάγεται στα σκουπίδια, επειδή ακριβώς το τέρας που τάιζαν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων έχει γίνει ανεξέλεγκτο.
Κάπως έτσι παίχτηκε το παιγνίδι στη Λουκέρνη, κάπως έτσι διέρρευσαν την Κυριακή μόνο τα αρνητικά στοιχεία της επιστολής του κ. Μάθιου Νίμιτς. Γιατί η εν λόγω πρόταση εμπεριέχει και πολλά θετικά, θετικά στα οποία το καλοταϊσμένο τέρας δεν πρόκειται να σταθεί…
ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Πώς φτάσαμε στη συμφωνία της Λωζάνης
Αντιγράφω από το βιβλίο «Ο Αβέβαιος Εκσυγχρονισμός», του κ. Νίκου Αλιβιζάτου (Εκδ. «Πόλις» 1994):
«Η Συνδιάσκεψη είχε αρχίσει τον Νοέμβριο του 1922 και ως τον Δεκέμβριο καρκινοβατούσε, καθώς η ελληνική πλευρά απέρριπτε ασυζητητί την υποχρεωτική ανταλλαγή, που τόσο η Τουρκία, όσο και οι Σύμμαχοι αξίωναν. Τη Μικρά Ασία είχαν ήδη εγκαταλείψει πάνω από 800.000 συμπατριώτες μας, ενώ παρέμεναν σε αυτήν ακόμη 250.000 Έλληνες. Αντίθετα, στην Ελλάδα παρέμεναν περισσότεροι από 400.000 Τούρκοι, η μεγάλη πλειονότητα από τους οποίους ήταν εγκατεστημένοι στην Μακεδονία, που δεν έδειχναν την παραμικρή διάθεση να εγκαταλείψουν.
Τη στιγμή εκείνη, σχολιάζει ο (τότε νομικός σύμβουλος του Ελευθέριου Βενιζέλου) Μιχ. Θεοτοκάς, «η επιμονή της Ελλάδος εις τας απόψεις της θα είχεν ως αποτέλεσμα την μη υπογραφήν υπ’ αυτής μόνης της συνθήκης, ενώ πάντες οι λοιποί θα υπέγραφαν, την συνέχισιν της εμπολέμου καταστάσεως, την παραμονήν εν Μακεδονία 400.000 περίπου μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων, τον διωγμόν εκ Τουρκίας πάντων των εναπομεινάντων Ελλήνων, την αδυναμίαν μας εφ’ όσον θα ήμεθα εμπόλεμοι να συνάψωμεν το απολύτως απαραίτητον δάνειον προς αποκατάστασιν των προσφύγων. Αντιθέτως, εάν αποδεχόμεθα την ανταλλαγήν, θα ηδυνάμεθα να υπογράψωμεν μίαν έντιμον ειρήνην, να τακτοποιήσωμεν τα εκκρεμή ζητήματά μας, να περιθάλψωμεν τους πρόσφυγας και να εγκαταστήσωμεν αυτούς εις τα κτήματα των Τούρκων της Μακεδονίας».
Τότε, αφού πέρασε μια χωρίς προηγούμενο κρίση συνειδήσεως, ο Ελ. Βενιζέλος «απεφάσισεν, όπως πάντοτε, οριστικώς και αμετακλήτως». Φοβούμενος ότι ο σύμβουλός του, ως Κωνσταντινουπολίτης, θα διαφωνούσε, τον φώναξε κοντά του και του μίλησε ιδιαιτέρως. Ο Μιχ. Θεοτοκάς μας μεταφέρει τη στιχομυθία:
«Γνωρίζω ότι όλοι εις την Ελλάδα θα είναι εναντίον της γνώμης μου αυτής, ότι θα κάμουν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας, ότι θα με αναθεματίσουν. Και η αγανάκτησίς των κατ’ εμού θα είναι συναισθηματικώς δικαιολογημένη. Αλλ’ εγώ δεν έχω το δικαίωμα να επηρεάζομαι ουδέ από συναισθηματικούς λόγους, ουδέ από την κοινήν γνώμην. Οφείλω να σκέπτωμαι αποκλειστικώς το εθνικόν συμφέρον, το οποίον οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονται τώρα, θα το εννοήσουν όμως αργότερα».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 14.4.2005