Η οικονομία της πληροφορίας αλλάζει τη φύση της εργασίας. Τώρα η επένδυση στην παιδεία δεν είναι απλώς σημαντική, είναι αναγκαία για τις κοινωνίες.
Ας ξεκινήσουμε με μια θέση που έχει προ καιρού ειπωθεί. «Οι προβλέψεις είναι δύσκολες, ιδίως όταν αφορούν το μέλλον.» Έχοντας αυτό κατά νου, μπορούμε στη συνέχεια να διερευνήσουμε τόσο τις τρέχουσες τάσεις της αγοράς εργασίας όσο και τα πιθανά αποτελέσματα τους.
Σε ένα βιβλίο που έχει κυκλοφορήσει σε αλλεπάλληλες εκδόσεις, ο Πρόεδρος του Ιδρύματος Οικονομικών Τάσεων, Τζέρεμι Ρίφκιν, ζωγραφίζει το μέλλον της αγοράς εργασίας με πολύ μελανά χρώματα. Η τεχνολογία, λέει στο «Τέλος της Εργασίας» (στα ελληνικά εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη), κάνει την ανθρώπινη εργασία να μοιάζει απαρχαιωμένη. Όσο περισσότερο αυτοματοποιημένη είναι μια κοινωνία, τόσο λιγότερη δουλειά θα έχουν οι άνθρωποι. Τα ρομπότ ήδη κατασκευάζουν αυτοκίνητα -που μέχρι σήμερα κατασκεύαζαν ανειδίκευτοι εργάτες-, ενώ στο προσεχές μέλλον οι υπολογιστές θα αναλαμβάνουν εργασίες που μέχρι σήμερα διεκπεραιώνουν υπάλληλοι. Κοντολογίς, ισχυρίζεται ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται στους χώρους των εργοστασίων. Οι ανειδίκευτοι εργάτες παραχωρούν τη θέση τους σε μεσοαστούς μάνατζερ και πολλούς «συμβολικούς αναλυτές», έναν όρο που έπλασε ο Αμερικανός καθηγητής και πρώην Υπουργός Εργασίας Ρόμπερτ Ράιχ, για να περιγράψει το σύνολο των εργαζομένων που εντοπίζουν, διαμεσολαβούν και εκδίδουν πληροφορίες: συγγραφείς, δημοσιογράφοι, δημόσιοι λειτουργοί, μεταφραστές κ.ά. Για παράδειγμα, ο βιομηχανικός τομέας δε θα απασχολεί στο μέλλον εργαζομένους. Στη δεκαετία του ‘50, απασχολούσε το 33% του ενεργού πληθυσμού και σε δέκα χρόνια αναμένεται να απασχολεί μόλις το 12%. Στο τραπεζικό σύστημα, η κατάσταση δε διαφοροποιείται: 30 έως 40 % των θέσεων εργασίας θα χαθούν μέσα στην επόμενη επταετία, εξαιτίας των νέων τεχνολογιών πληροφόρησης.
Ο Ρίφκιν ρίχνει μια προσεκτική ματιά σε αρκετούς τομείς της πολλά υποσχόμενης οικονομίας της πληροφορίας, και εκείνο που αντικρίζει δεν έχει καμία σχέση με όσα οι ουτοπικοί της τεχνολογίας (άνθρωποι που πιστεύουν ότι η τεχνολογία θα οδηγήσει στην δημιουργία μιας καλύτερης, πιο δίκαιης, πιο ελεύθερης κοινωνίας) βλέπουν. Παρατηρεί ότι η διαδικασία της «δημιουργικής καταστροφής» (ακόμη ένας εύστοχος όρος που εισήγαγε ο οικονομολόγος Γιόσεφ Σουμπέτερ, ώστε να καταδείξει την πορεία της οικονομίας που καταστρέφει ορισμένες βιομηχανίες ή τομείς προκειμένου να δημιουργήσει νέους) αναφορικά με την αγορά εργασίας είναι περισσότερο καταστρεπτική παρά δημιουργική. Διαπιστώνει ότι, παρά το γεγονός ότι η τεχνολογία δημιουργεί νέα πεδία για εξειδίκευση και ως εκ τούτου νέα επαγγέλματα, η ισορροπία, με το πέρασμα του χρόνου, ανατρέπεται. Περισσότερες θέσεις εργασίας καταργούνται παρά δημιουργούνται. Στις Ηνωμένες Πολιτείες μόνο, δύο εκατομμύρια θέσεων χάνονται ετησίως εξαιτίας της αυτοματοποίησης. Υποστηρίζει ότι τα παραπάνω ισχύουν ακόμη και σε τομείς που γνωρίζουν άνθηση, όπως οι τεχνολογίες πληροφόρησης.
Ωστόσο, οι στατιστικές έρευνες ξεδιπλώνουν προς το παρόν ένα αρκούντως διαφορετικό τοπίο: Οι Ηνωμένες Πολιτείες διανύουν μια περίοδο όπου οι δείκτες ανεργίας αγγίζουν τα κατώτατα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. Ειδικά στους τομείς των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και των Λογισμικών Συστημάτων καταγράφεται μια εντελώς αντίθετη τάση. Σύμφωνα με το Τμήμα Εργασίας και Στατιστικών Ερευνών των ΗΠΑ, στους τομείς αυτούς παρατηρείται αύξηση της ζήτησης εργαζομένων κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών. Η αύξηση αυτή ενδέχεται να σχετίζεται με προσωρινούς τομείς. Το διαδίκτυο, ο ιός της χιλιετίας, η εισαγωγή του ευρώ ήταν γεγονότα που δημιούργησαν πολλές θέσεις υψηλόμισθης εργασίας.
Πάντως, γεγονός είναι ότι η ορθολογική προσέγγιση του Ρίφκιν -αν την δούμε υπό το φως των σημερινών πρακτικών στο χώρο εργασίας- είναι σωστή. Σε κάθε περίπτωση που οι εργοδότες κρίνουν ότι είναι εφικτή η υποκατάσταση του ανθρώπινου δυναμικού με υπολογιστές ή ρομπότ, το πράττουν, αφού μακροπρόθεσμα μειώνεται το κόστος. Γνωρίζετε καλά το επιχείρημα: οι μηχανές δεν παίρνουν αναρρωτικές άδειες, δεν κουτσομπολεύουν γύρω στα γραφεία κ.ά. «Για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου», γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του «η ανθρώπινη εργασία συστηματικά υποβαθμίζεται στο βωμό της οικονομικής προόδου».
«Διανύουμε την πρώτη φάση μιας μακροχρόνιας μετατόπισης από τη “μαζική εργασία” στην εξειδικευμένη «εργασία των εκλεκτών», σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αυτοματοποίηση στην παραγωγή αγαθών και στην παροχή υπηρεσιών. Εργοστάσια που δεν απασχολούν εργαζομένους και εικονικές εταιρείες “ξεπροβάλουν” στον ορίζοντα. Την ίδια στιγμή που η ανεργία βρίσκεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, ενδέχεται να αυξηθεί σταθερά και απειλητικά σε τέσσερις δεκαετίες από σήμερα, όσο η διεθνής οικονομία επιχειρεί τη μετάβαση της στην εποχή της πληροφορίας.»
Μεγάλοι δείκτες ανεργίας συνεπάγονται μια ανήσυχη κοινωνία. Ανθρωποι που δεν βρίσκουν εργασία σε τομείς της οικονομίας αναζητούν ευκαιρίες στην παραοικονομία, είτε πρόκειται για ναρκωτικά και πορνεία είτε πάλι για εγκλήματα επιβίωσης κ.ά. Το μέλλον σύμφωνα με τον Ρίφκιν είναι ένα τρομακτικό μέρος.
Όπως προείπαμε, οι προβλέψεις είναι δύσκολες, ιδίως εκείνες που αφορούν το μέλλον. Ο Ρίφκιν έχει δίκιο στην περίπτωση που εκτείνουμε γραμμικά τις σημερινές τάσεις, αν πάρουμε έναν χάρακα και τραβήξουμε μια ευθεία γραμμή για να προβλέψουμε πού θα καταλήξουν τα πράγματα στο μέλλον. «Μια οικονομία που δε θα βασίζεται σχεδόν καθόλου σε εργαζομένους είναι εντός προοπτικής», υποστηρίζει. Ναι, ωστόσο, πρόκειται για την οικονομία του δικού μας μέλλοντος;
Η πρώτη ένσταση έχει να κάνει με το γεγονός ότι η κοινωνία και η οικονομία είναι χαοτικά συστήματα. Δε λειτουργούν γραμμικά, με βάση την ευθεία που τραβά ένα ανθρώπινο χέρι. Δεν μας επιτρέπεται να επιχειρούμε ασφαλείς προβλέψεις βασιζόμενοι στις τρέχουσες τάσεις. Η κοινωνία λειτουργεί με συνεχείς ανατροπές, μια εκ των οποίων σηματοδοτεί σήμερα τη μετάβαση στην οικονομία της πληροφορίας. Στην οικονομία αυτή, ο πυρήνας συνίσταται σε κάτι που δεν είναι απτό όπως το κεφάλαιο και δεν μπορούμε να το λογαριάσουμε κατά τον ίδιο τρόπο που μετράμε εργατοώρες. Στην πραγματικότητα, η πληροφορία είναι ένας τομέας της οικονομίας, με τον οποίο δεν ξέρουμε ακόμη να συναλλασσόμαστε. Γνωρίζουμε μόνο ότι διαθέτει οικονομική αξία. Δεν ξέρουμε πώς να κοστολογήσουμε την αξία αυτή, και δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για παραγωγικότητα αναφορικά με την οικονομία της πληροφορίας. Όσες γνώσεις διαθέτουμε από τις έως σήμερα διατυπωθείσες οικονομικές θεωρίες, δεν βρίσκουν εφαρμογή στην οικονομία της πληροφορίας.
Όταν μεταβαίνει κανείς σε μια οικονομία όπου ο βασικός παράγοντας της παραγωγής διαφέρει τόσο πολύ από όσα μέχρι σήμερα γνωρίζουμε, πολλά παράξενα πράγματα συμβαίνουν. Δεν είναι σκοπός αυτού του άρθρου να αναλύσει κάθε πλευρά αυτής της επανάστασης, αλλά αναμφίβολα ορισμένα δεδομένα θα αλλάξουν στην αγορά εργασίας.
Μια περιορισμένου βεληνεκούς ανατροπή που βλέπουμε να συμβαίνει στο πλαίσιο της οικονομίας της πληροφορίας είναι το καθεστώς υπεργολαβίας στην εργασία. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στον τομέα των υψηλών τεχνολογιών που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους υπό καθεστώς αυτοαπασχόλησης. Διαθέτουν ένα συμβόλαιο με την επιχείρηση, αναλαμβάνουν ένα έργο, το φέρουν εις πέρας και τέλος πληρώνονται. Δεν έχουν καμία υποχρέωση στην εταιρία που τους προσλαμβάνει για συγκεκριμένο και σύντομο χρονικό διάστημα, και για ένα έργο κάθε φορά, ενώ αντίστοιχα και η επιχείρηση δεν έχει καμία υποχρέωση απέναντί τους.
Ας προβάλλουμε αυτό το σχήμα στο μέλλον, κατ’ ουσίαν αναφερόμαστε σε μια νέα αγορά πληροφορίας. Υπεργολάβοι θα αγοράζουν πληροφορία με τη μορφή συνεχούς επιμόρφωσης και θα την πωλούν με τη μορφή προγραμμάτων-εργολαβιών σε εταιρείες. Έχουν τη δυνατότητα να πληρωθούν εφάπαξ είτε να συμμετάσχουν στα κέρδη. Κατά μία έννοια, θα συμμετέχουμε σε επιχειρήσεις, διαθέτοντας το δικό μας προσωπικό κεφάλαιο, που είναι το μυαλό μας.
Σε μια οικονομία της πληροφορίας επίσης, προικισμένοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να συνεργαστούν, να ξεκινήσουν από κοινού ένα πρόγραμμα, να το πωλήσουν στη συνέχεια και να συμμετάσχουν τέλος στα κέρδη. Η εταιρεία που θα συστήσουν θα έχει διάρκεια ζωής όση ακριβώς και το πρόγραμμα. Για παράδειγμα, μπορούν να δημιουργήσουν ένα κομμάτι λογισμικού, να το τοποθετήσουν στον σέρβερ και κάθε φορά που κάποιος αγοράζει ένα αντίγραφο, τα μερίσματα να στέλνονται κατ’ ευθείαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εταίρων.
Δεν πρόκειται για μια νέα μορφή εργασίας. Οι πρώτοι σπόροι προϋπάρχουν στην κοινωνίας μας. Ας ρίξουμε μια ματιά στην ήδη υπάρχουσα οικονομία της πληροφορίας: για παράδειγμα, στην αγορά του βιβλίου και της μουσικής. Στην εποχή μας, συγγραφείς και μουσικοί εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Επεξεργάζονται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, δημιουργούν μια αξία, και συμμετέχουν στα κέρδη, με τη μορφή δικαιωμάτων. Η αγορά τους δεν είναι ακραιφνώς διεθνής (η εργασία τους συνεχίζει να έχει σχέση με υλικά, χαρτί ή οπτικούς δίσκους), ο πυρήνας όμως της δουλειάς τους είναι η αγορά και η πώληση πληροφορίας.
Οπότε θαρρώ ότι θα έπρεπε να μιλάμε για μια οικονομία χωρίς θέσεις εργασίας, αλλά όχι για μια οικονομία χωρίς εργασία. Ζούμε το τέλος της εργασίας, αλλά και το τέλος της ανεργίας. Η απασχόληση και η ανεργία είναι δύο όροι που δεν έχουν θέση στο μέλλον της εργασίας.
Σαφέστατα το νέο αυτό οικονομικό τοπίο ενέχει και πολλές παγίδες. Στο πλαίσιο αυτής της οικονομίας της πληροφορίας, όπου θα επιβιώνουμε από την πώληση και αγορά πληροφοριών, το προϊόν μας πρέπει να προστατεύεται επαρκώς. Το τελευταίο σημαίνει αυστηρή νομοθεσία προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων, γεγονός που με τη σειρά του δημιουργεί μια νέα περιοχή προβλημάτων. Τα άτομα πρέπει να διαθέτουν ένα μίνιμουμ αρχικής πληροφορίας προκειμένου να συμμετάσχουν στην νέα οικονομία. Εάν υποθέσουμε ότι το σύνολο της πληροφορίας διατίθεται στην αγορά, αυτό σημαίνει ότι ορισμένα άτομα θα αποκλειστούν. Αυτό δεν θα είναι μόνο ανήθικο, ή προβληματικό, (γιατί τι θα κάνει με αυτούς τους ανθρώπους που εξαιρούνται από το οικονομικό γίγνεσθαι; Θα τους στείλει στην εξορία ή θα τους σκοτώσει;), αλλά θα είναι και παράλογο από την άποψη του συστήματος που θα δημιουργηθεί. Το ανθρώπινο μυαλό θα είναι οι βιομηχανίες του μέλλοντος. Παράγουν αξία, οπότε δεν έχει κανείς τη δυνατότητα να προβεί σε αποκλεισμούς. Η κοινωνία οφείλει να μετέλθει τρόπους ώστε όλοι να αποτελούν μέρος της οικονομικής διαδικασίας.
Και εδώ υπεισέρχεται η πολιτική. Η κοινωνία -κανείς δεν ξέρει αν θα ασκείται εντός του εθνικού κράτους, ή μικρότερων κοινοτήτων, ή υπερεθνικών κρατών- θα πρέπει να αγοράσει πληροφορία με τη μορφή εκπαίδευσης ώστε τα νεότερα μέλη της να διαθέτουν το ελάχιστο κεφάλαιο προκειμένου να μετάσχουν στην νέα οικονομία. Οι κυβερνήσεις δεν θα συνεχίσουν να προικίζουν εταιρείες (με τη μορφή επιδοτήσεων), προκειμένου να δημιουργούν και να διατηρούν θέσεις εργασίας. Θα αναγκασθούν όμως να επιδοτήσουν την δημιουργία του αρχικού μας κεφαλαίου που δεν είναι άλλο από την παιδεία.
Συνεπώς, επιτρέψτε μου να είμαι πιο αισιόδοξος για το συλλογικό μας μέλλον. Κρατάμε το κλειδί για την παραγωγή του μέλλοντος, που δεν είναι άλλο από το μυαλό μας. Η οικονομία του μέλλοντός μας χρειάζεται τον καθένα από εμάς ξεχωριστά, όχι με τον τρόπο που μας έχει ανάγκη η οικονομία με τις σημερινές δομές της -να περνάμε μερικές ώρες καθημερινά, έντεκα μήνες ετησίως, επί 35 έτη, σε ένα συγκεκριμένο μέρος, σε μια συγκεκριμένη εταιρεία, σε ένα γραφείο ή ανήλιαγο θαλαμίσκο. Η οικονομία του μέλλοντος θα μας έχει την ανάγκη όλων μας, με τη μορφή της αυτοαπασχόλησης. Θα χρειάζεται την εργασία μας, την οποία όμως δε θα εμπορεύεται κατά τον ίδιο τρόπο που πράττει σήμερα. Η κοινωνία του μέλλοντός μας δε θα διαθέτει θέσεις εργασίας, θα διαθέτει όμως εργασία.
Το κείμενο αυτό είναι μετάφραση ομιλίας που έγινε στην αγγλική, στο στο «Συνέδριο των Eυρωπαίων Φοιτητών». Aθήνα 12.12.1998. (Μετάφραση: Παρασκευή Τατούλη»