Είναι εκπληκτικό αλλά κάθε Έλλην δημοσιογράφος ξεχωριστά έχει άποψη επί παντός και η ελληνική δημοσιογραφία στο σύνολό της για τίποτε.
Είναι περίεργο, αλλά προς το παρόν ολόκληρη η συζήτηση για την αναθεώρηση του συντάγματος γίνεται αποκλειστικά εντός του σώματος των πολιτικών. Ακούγονται ενδιαφέρουσες προτάσεις απ’ όλα τα κόμματα, γίνεται διάλογος, αλλά η υπόλοιπη κοινωνία μοιάζει να είναι απούσα. Μαζικοί φορείς, μη κυβερνητικές οργανώσεις, συνδικάτα κ.λπ. δεν αρθρώνουν λόγο, λες και η συζήτηση που γίνεται αφορά το σύνταγμα κάποιας άλλης χώρας.
Πού είναι οι βδελυροί καπιταλιστές να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους, και πού είναι τα συνδικάτα να πολεμήσουν για αλλαγές που «θα κατοχυρώνουν τον κόσμο της εργασίας»; Στην καλύτερη περίπτωση ακούμε μια στείρα άρνηση κάθε μεταρρύθμισης υπό τα παραπλανητικό τσιτάτο «αυτό είναι νεοφιλελεύθερο και δεν πρέπει να συζητηθεί» ή τις οιμωγές «αλί, αλί και τρισαλί αν ανοίξει αυτό το θέμα». Έτσι η αναθεώρηση γίνεται για μια ακόμη φορά ένα εσωτερικό ζήτημα του πολιτικού κόσμου, τον οποίο φυσικά θα λιθοβολήσουμε μόλις ψηφιστεί το νέο σύνταγμα, διότι «δεν θα είναι τολμηρό» ή «δεν θα αφορά ευρύτερα την κοινωνία».
Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις ήταν η χθεσινή παρέμβαση του κ. Μανόλη Κοττάκη σχετικά με την αναθεώρηση του άρθρου 14 του Συντάγματος. Έγραψε την Κυριακή ο εκ Δεξιών συνάδελφος: «Η αναθεώρηση του άρθρο 14 παρ. 9 για το βασικό μέτοχο είναι επίσης η αφορμή να συζητηθεί εξ υπαρχής το άρθρο 14 που αφορά τα Μέσα Ενημέρωσης. Τριάντα δύο χρόνια μετά την ψήφιση του Συντάγματος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας είναι επιβεβλημένο να απαλειφθούν από το corpus του καταστατικού μας χάρτη διατάξεις που ευνοούν τη “λογοκρισία” ή και την “κατάσχεση” εντύπων. Ελάχιστες φορές εφαρμόστηκαν άλλωστε, και όταν αυτό συνέβη με δικαστικές αποφάσεις σηκώθηκε κατακραυγή. Ποιος λοιπόν ο λόγος να διατηρούνται σε ισχύ διατάξεις που χαρακτηρίζονται λείψανα μιας παλαιάς εποχής;» («Απογευματινή» 29.1.2006)
Θαυμάσια η πρόταση μόνο που πρέπει να εκπορευτεί κι από αλλού. Αλήθεια, τα συνδικαλιστικά όργανα των δημοσιογράφων πού βρίσκονται σ’ αυτή τη συζήτηση; Μπορεί να είναι απασχολημένα με τις συλλογικές συμβάσεις και τις εσωτερικές τους έριδες, αλλά δεν προσβάλλονται από το γεγονός ότι το Σύνταγμα της χώρας έχει διάταξη που προβλέπει ότι νόμος ορίζει την επαγγελματική υπόσταση των δημοσιογράφων; (Άρθρο 14 παρ. 8). Δεν ανησυχούν για το γεγονός ότι 32 χρόνια τώρα η δουλειά τους βρίσκεται υπό την αίρεση της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου; («Το δικαστήριο, ύστερα από τρεις τουλάχιστον καταδίκες μέσα σε μία πενταετία για διάπραξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 3, διατάσσει την οριστική ή προσωρινή παύση της έκδοσης του εντύπου και, σε βαριές περιπτώσεις, την απαγόρευση της άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος»)
Σύμφωνοι! Αυτά δεν εφαρμόστηκαν ποτέ και είθε ποτέ να μην εφαρμοστούν, αλλά τι μας εξασφαλίζει ότι στο μέλλον δεν θα υπάρξει «κατάσχεση, με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία;» (Άρθρο 14 παρ. 3). Όπως γράφαμε και παλιότερα ένα ανελεύθερο καθεστώς δεν θα χρειαστεί να αναστείλει το άρθρο 14. Μόνο να το εφαρμόσει.
Αλλά αν πάλι είναι να μην εφαρμοστούν αυτές οι διατάξεις, ποιος ο λόγος να υπάρχουν; Για να αφαιρούν εγκυρότητα από το θεμελιώδη νόμο της Πολιτείας;
Είναι εκπληκτικό αλλά κάθε Έλλην δημοσιογράφος ξεχωριστά έχει άποψη επί παντός και η ελληνική δημοσιογραφία στο σύνολό της για τίποτε. Ούτε για τα πράγματα που αφορούν τη δουλειά τους, που είναι και το οξυγόνο της Δημοκρατίας.
Ήρθε λοιπόν ο καιρός να ανασκουμπωθούν τα «πνευματικά» μας σωματεία. Να καταθέσουν προτάσεις για το Σύνταγμα και τους νέους νόμους που ετοιμάζονται. Αλλιώς, για μια ακόμη φορά, θα βλέπουμε τα τρένα να περνούν. Όπως έγινε με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, του Διαδικτύου, του βασικού μετόχου και άλλων πολλών…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 30.1.2006