Το κυβερνών κόμμα δεν έχει κάνει την αναγκαία ιδεολογική επεξεργασία που απαιτούν τα προβλήματα των καιρών.
Εντάξει! Να συμφωνήσουμε με τον Καναδό πολιτικό Μάρτιν Μπράιαν Μαλρούνι ο οποίος είπε κάποτε ότι «στην πολιτική χρειάζεσαι φίλους, αλλά κυρίως χρειάζεσαι ένα εχθρό». Ομως δεν αρκεί ο εχθρός. Στην πολιτική χρειάζεσαι επίσης θέσεις, ζύμωση και προβληματισμό. Διότι τα τελευταία είναι η ουσία της πολιτικής. Οι φίλοι και οι εχθροί αφορούν τη διαδικασία της.
Το 7ο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, που τέλειωσε την περασμένη Κυριακή, ήταν αφιερωμένο στον εχθρό. Ακούγοντας κάποιος όλους τους κορυφαίους του κόμματος διαπίστωνε ότι αυτό δεν ήταν συνέδριο της Ν.Δ. Ηταν συνέδριο για το ΠΑΣΟΚ. Ελάχιστος χρόνος αφιερώθηκε σε ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα. Οι μόνες προτάσεις που διατυπώθηκαν και κάπως συζητήθηκαν αφορούσαν διαδικαστικά ζητήματα διαχείρισης της εξουσίας, αν πρέπει τα κομματικά στελέχη να αναλαμβάνουν κρατικές θέσεις ή αν οι βουλευτές μπορούν να γίνονται υπουργοί. Απουσίασε το ασφαλιστικό, η παγκοσμιοποίηση, η παραγωγικότητα της οικονομίας, η θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, μια σειρά ζητημάτων που χρειάζονται ιδέες, προτάσεις, λύσεις.
Η εικόνα αυτή του συνεδρίου μπορεί να αιτιολογηθεί από το κλίμα των ημερών. Μπήκαμε άτυπα σε προεκλογική περίοδο και τα πνεύματα είναι οξυμένα. Πιθανώς όμως να φανερώνει και ένα διαχρονικό ιδεολογικό έλλειμμα του χώρου.
Το γράφαμε και παλαιότερα. Το κυβερνών κόμμα δεν έχει κάνει την αναγκαία ιδεολογική επεξεργασία που απαιτούν τα προβλήματα των καιρών. Κι αυτό εξηγείται ιστορικά: Η Δεξιά στην Eλλάδα, αφού κέρδισε τον εμφύλιο είχε στα χέρια της το κράτος το οποίο χρησιμοποίησε όχι μόνο ως όχημα άσκησης της παντοκρατορίας της, αλλά και ως μηχανισμό παραγωγής στελεχών. Δεν είχε κανένα λόγο να ξοδευτεί σε ιδεολογικές αναζητήσεις. H πολιτική φιλοσοφία έγινε ένας προνομιακός χώρος για την παράνομη ή ημι-παράνομη Aριστερά. Tα κόμματά της δεν είχαν πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, πέρα από εκείνο των ιδεών και δεν είχαν άλλο μηχανισμό παραγωγής στελεχών πέρα από τους μαζικούς χώρους και τις κομματικές διεργασίες. Αυτό το έλλειμμα φαίνεται ξεκάθαρα μετά το 1981 όπου η Ν.Δ. μπαίνει στον αστερισμό του αντι-ΠΑΣΟΚ. Ως «αντι-Ανδρέας» εξελέγη πρόεδρος ο κ. Κ. Μητσοτάκης στην ηγεσία του κόμματος (για να υπονομευθεί από το ίδιο του το κόμμα όταν εφάρμοσε φιλελεύθερη ατζέντα), ως αντι-ΠΑΣΟΚ (με πλατφόρμα την καταγγελία των σκανδάλων) πήρε την εξουσία το 1990 και το 2004.
Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται και σήμερα. Ας μην συγχέουμε την κυβερνητική πρακτική ενός κόμματος με τις θέσεις του. Μπορεί δηλαδή ένα μέτρο της κυβέρνησης να φαντάζει ως ντε φάκτο θέση του κόμματος, αλλά αυτά τα μέτρα-θέσεις για να έχουν συνοχή χρειάζονται ένα ιδεολογικό καμβά που θα τα νοηματοδοτεί και θα προσανατολίζει το έργο. Αυτός ο καμβάς λείπει διαχρονικά από τον χώρο της κεντροδεξιάς. Αναπληρώνεται βραχυχρόνια με επικοινωνιακού τύπου ευρήματα, όπως ήταν ο «ριζοσπαστικός (σ.σ.: κρατικοπαρεμβατικός) φιλελευθερισμός» ή, το σύγχρονο αντίστοιχό του, ο «μεσαίος χώρος», αλλά αυτά δεν απαντούν στα βασικά ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία. Δεν απαντούν καν στα δευτερεύοντα. Αυτό πιθανώς να εξηγεί καλύτερα την αμηχανία του χώρου στα σύγχρονα προβλήματα, όπως και τις αντιφάσεις στο κυβερνητικό έργο, αλλά αποτυπώθηκε και στην περί του ΠΑΣΟΚ ρητορεία στο πρόσφατο συνέδριο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 10.7.2007