Τα προβλήματα του Τύπου ξεκινούν από το γεγονός ότι οι εφημερίδες έχασαν το στοίχημα της εγκυρότητας. Τώρα χάνουν και το στοίχημα της λογικής.
Πριν μερικές ημέρες ο κ. Αντώνης Σαμαράς έστειλε επιστολή στον υπουργό Εσωτερικών κ. Γιάννη Ραγκούση σχετικά με το νομοσχέδιο περί απόκτησης ιθαγένειας των μεταναστών. Σ’ αυτήν ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας ανέφερε τις νομοθεσίες που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το συμπέρασμα που προκύπτει απ’ όσα αναφέρει ο κ. Σαμαράς είναι ότι στην Ελλάδα θα αποκτήσουμε τον ευνοϊκότερο νόμο για τους μετανάστες σε ολόκληρη την Ευρώπη! Όπως έγραφε και ο ίδιος, «η Ελλάδα και σε αυτή την περίπτωση υιοθετεί το χαλαρότερο μοντέλο κτήσης της ιθαγένειας, ανάλογο του οποίου μπορεί να συναντήσει κανείς είτε σε χώρες με αποικιοκρατικό παρελθόν (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο) είτε σε χώρες που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθούν πύλες-εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Τι έγινε; Αποκτήσαμε ξαφνικά την πιο προοδευτική διακυβέρνηση της Ευρώπης; Η μικρή Ελλάδα γίνεται, σε θεσμικό τουλάχιστον επίπεδο, πιο ανεκτική στους μετανάστες απ’ ό,τι χώρες με αποικιοκρατικό παρελθόν; Ή μήπως αληθεύει αυτό, που άλλοι ακροδεξιοί ισχυρίζονται, ότι δηλαδή υπάρχει σχέδιο αφελληνισμού της χώρας; Μάλλον τίποτε από αυτά. Σύμφωνα με τον κ. Μ. Παύλου, διευθυντή Εθνικού Παρατηρητηρίου του Ρατσισμού & της Ξενοφοβίας ΕΝΩΣΗ-ΚΕΜΟ/i-RED, τα «στοιχεία» του κ. Σαμαρά είναι λάθος. Όπως αναφέρει η ανακοίνωση παραθέτοντας συγκεκριμένους νόμους, η Πορτογαλία, η Γερμανία, η Ισπανία έχουν άλλες νομοθεσίες απ’ αυτές που διαλαλεί διά της επιστολής του ο κ. Σαμαράς.
Ένα ερώτημα είναι πώς έγινε το λάθος, αλλά το σημαντικότερο είναι άλλο: πώς υιοθετήθηκαν άκριτα οι ισχυρισμοί ενός πολιτικού, όταν μάλιστα εμπεριέχουν το παράδοξο να εμφανίζεται η χώρα ως η ανεκτικότερη ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Το αστείο είναι ότι έγιναν συζητήσεις επί συζητήσεων πάνω στα λάθος στοιχεία του κ. Σαμαρά, αλλά το χειρότερο είναι ότι ο στόχος επετεύχθη. Χωρίς να πιστώνεται στον αρχηγό της ΝΔ, όλοι θεωρούν ότι το προτεινόμενο νομοσχέδιο θα είναι το «καλύτερο» ή το «χειρότερο» (εξαρτάται από ποια σκοπιά το κρίνει κάποιος) της Ευρώπης. Η δημοσιογραφία -που έχει καθήκον να ελέγχει την αλήθεια ή την αναλήθεια των ισχυρισμών που διατυπώνονται επίσημα- έμεινε στο βαθύ της ύπνο. Χειρότερα: φτιάχνει παράθυρα επί του φανταστικού. Οι διαξιφισμοί στην τηλεόραση γίνονται και με βάση τα λάθος στοιχεία Σαμαρά.
Στην περίπτωση της κ. Θάλειας Δραγώνα, ευτυχώς, υπήρξε η δημοσιογραφική ομάδα «Ιός» και μια ομάδα blogers (jungle-report.blogspot.com) που άνοιξαν τα βιβλία της καθηγήτριας για να αντιπαραθέσουν τα πραγματικά κείμενα με αυτά που διακινούν στο δημόσιο διάλογο το ΛΑΟΣ, κάποιοι βουλευτές της ΝΔ κι εφημερίδες όπως το «Πρώτο Θέμα». Και στην περίπτωση της κας Δραγώνα, το εκπληκτικό δεν είναι η πλαστογράφηση των κειμένων της καθηγήτριας. Είναι το γεγονός ότι όσοι τα αναπαράγουν δεν σκέφτονται καν «μα είναι δυνατόν να βγαίνει βιβλίο με φρασεολογία καφενείου και ορθογραφικά λάθη; Αν μη τι άλλο, οι καθηγητές στην Ελλάδα γράφουν με πιο πομπώδες ύφος από το «Μας έκαναν Έλληνες ενώ δεν ήμασταν». Όπως έγινε και με την υπόθεση των «δηλώσεων» Κίσιγκερ, η αναπαραγωγή των φράσεων σε εισαγωγικά γίνεται όχι μόνο χωρίς τεκμηρίωση, αλλά χωρίς καν τη στοιχειώδη λογική επεξεργασία.
Τρίτο παράδειγμα: Πριν μέρες το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει τον ειδικό φόρο των τσιγάρων από το 57,5% της λιανικής τιμής στο 70%, δηλαδή κατά 12,5 ποσοστιαίες μονάδες. Η «Ομοσπονδία Επαγγελματιών Ενοικιαστών Περιπτέρων και Καπνοπωλών Ελλάδας» αντέδρασε, λέγοντας ότι αυτή η αύξηση του φόρου θα ανεβάσει την τιμή των ακριβών τσιγάρων από 3,2 σε 5,4 ευρώ! Η αύξηση δηλαδή του φόρου κατά 6% (12 ποσοστιαίες μονάδες στις 57) θα έκανε πιο ακριβά τα τσιγάρα κατά 68%! Αυτή η τερατώδης αύξηση (Πραγματική; Φανταστική; Δεν ξέρουμε, διότι ουδείς μπήκε στον κόπο να μας εξηγήσει) δεν προβλημάτισε κανέναν.
Πώς είναι δυνατόν να αυξάνει ο φόρος κατά 0,40 ευρώ, και να αυξάνει το πακέτο κατά 2,2 ευρώ; Είναι προφανές ότι το υπουργείο Οικονομικών έκανε λάθος και γι’ αυτό απέσυρε τελικά την τροπολογία. Αλλά από την άλλη πλευρά και οι περιπτερούχοι μάλλον τερατολογούσαν για την εξωφρενική αυτή αύξηση κατά 68%. Το σημαντικό όμως είναι ότι, για μία ακόμη φορά, ο δημόσιος διάλογος δεν έγινε μόνο με λανθασμένα στοιχεία, αλλά εμφιλοχώρησε μια παραδοξότητα χωρίς να ελέγξει κανείς την αλήθεια ή την αναλήθειά της.
Γράφαμε παλιότερα ότι τα προβλήματα του Τύπου ξεκινούν από το γεγονός ότι οι εφημερίδες έχασαν το στοίχημα της εγκυρότητας. Τώρα χάνουν και το στοίχημα της λογικής.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Athens Voice» στις 21.1.2010