Για να σωθεί ο κόσμος και η κοινωνία, πρέπει πρώτα απ’ όλα να ειναι καλά ενημερωμένοι οι πολίτες. Αυτό σημαίνει ότι πρώτη αποστολή των δημοσιογράφων δεν είναι να σώσουν τον κόσμο, αλλά να τον ενημερώσουν.
Λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στο Ιράκ, τον Φεβρουάριο του 2003, η Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών εξέδωσε μια πρωτοφανή ανακοίνωση.
Ζητούσε από τα μέλη της, του έλληνες δημοσιογράφους να αγωνιστούν για την ειρήνη. Ζητούσε «Να οργανωθούν με ευθύνη των εκπροσώπων των συντακτών συγκεντρώσεις στους χώρους εργασίας όπου οι δημοσιογράφοι και οι άλλοι εργαζόμενοι κάθε μέσου ενημέρωσης θα συζητήσουν για την απειλή του πολέμου και θα αναζητήσουν τρόπους περαιτέρω κοινής δράσης υπέρ της ειρήνης.» Προσοχή: δεν ζητούσε από τους δημοσιογράφους να είναι αμερόληπτοι στην κάλυψη των ειδήσεων, αντικειμενικοί, ψύχραιμοι, αποστασιοποιημένοι και όλα όσα η δεοντολογία του επαγγέλματος επιτάσσει, αλλά τους ζητούσε να γίνουν αγωνιστές της ειρήνης, τους ζητούσε δηλαδή να πάρουν θέση υπέρ του ενός αντιμαχόμενου, αφού ξέρουμε όλοι ποιος είναι η μόνιμη απειλή για την ειρήνη.
Εδώ πρέπει να αναρωτηθούμε: «είναι κακό να αγωνίζεται κάποιος για την ειρήνη;» Φυσικά όχι, αλλά οι αγώνες για την ειρήνη των ελλήνων δημοσιογράφων είχαν ένα παράδοξο ενημερωτικό αποτέλεσμα. Επί 22 ημέρες ακούγαμε και διαβάζαμε για την αντίσταση των στρατευμάτων του Σαντάμ, μαθαίναμε πως θα γίνει η Βαγδάτη Στάλιγκραντ πως οι τάφροι με το φλεγόμενο πετρέλαιο θα σταματήσουν τα αμερικανικά τάνκς, μέχρι που ένα μεσημέρι είδαμε ένα αμερικανικό τανκ να γκρεμίζει το άγαλμα του Σαντάμ. Η ελληνική κοινωνία ζούσε τρεις εβδομάδες σε καθεστώς εικονικής πραγματικότητας. Μάθαινε για μάχες που δεν γινόταν και χαιρόταν για νίκες που δεν πραγματοποιήθηκαν. Δεν ξέρουμε πόσο συνέβαλαν στην ειρήνη οι έλληνες δημοσιογράφοι -από τα αποτελέσματα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν συνέβαλαν στο παραμικρό- αλλά δεν συνέβαλαν καθόλου και στην ενημέρωση των Ελλήνων. Μπορεί να έγιναν καλοί ειρηνιστές, αλλά αποδείχθηκαν κακοί δημοσιογράφοι.
Το πρόβλημα της ενημέρωσης αλά ελληνικά ξεκινά από εκεί ακριβώς. Ο χώρος μας έχει πλημμυρίσει από αγωνιστές και έχει πλέον λίγους δημοσιογράφους. Η συντριπτική πλειονότητα των ελλήνων δημοσιογράφων δεν νιώθουν την ανάγκη να ενημερώσουν τον κόσμο, θέλουν να τον αλλάξουν. Όλοι αγωνίζονται για κάτι. Οι πρωινές εκπομπές για την ακρίβεια και την σύνταξη της γιαγιάκας, οι μεσημεριανές για το περιβάλλον, οι εφημερίδες αγωνίζονται για να πολεμήσουν την παγκοσμιοποίηση και δελτία ειδήσεων για να επαναφέρουν την ηθική στην πολιτική διαδικασία. Έτσι ακούμε για διάφορα πράγματα που δεν ξέρουμε αν είναι η πραγματικότητα ή μέρος του αγώνα που ο καθένας δίνει.
Η σωτηρία, όμως, του κόσμου είναι πολύ μεγάλο πράγμα, και όπως κάθε μεγάλο πράγμα αφήνει πολλά παράθυρα. Στην κλασσική, δηλαδή την μη αγωνιστική, δημοσιογραφία το προϊόν ενός δημοσιογράφου κρίνεται από την πραγματικότητα. Μια είδηση που μεταδίδει κάποιος κρίνεται ως αληθής ή ψευδής και με βάση αυτό ο δημοσιογράφος κρίνεται ως καλός ή κακός. Τελεία και παύλα. Στην αγωνιστική δημοσιογραφία όμως αυτό το κριτήριο εκλείπει. Μπαίνουμε στον πολύ πολύ ασαφή χώρο των υποκειμενικών προθέσεων. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο δημοσιογράφος που μεταδίδει κάτι θέλει να σώσει τον κόσμο ή την τσέπη του. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν είναι αγνός αγωνιστής ή λαμόγιο. Και πάντα όλα τα λαμόγια υποδύονται τους αγνούς αγωνιστές. Βγαίνουν στην τηλεόραση και υποδύονται τους φίλους του λαού. Και τα καταφέρνουν διότι έχουν μεταθέσει τη δημόσια συζήτηση από το αντικειμενικό στο υποκειμενικό. Από την είδηση στην ηθική.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος που ζούμε σήμερα. Αν ακούσουμε τον Θέμο και τον Μάκη θα πρέπει να προσέξουμε ότι κανείς από τους δύο δεν εξέδωσε την εφημερίδα για να έχει κέρδος από αυτή. Το «Πρώτο Θέμα» βγήκε για χάρη του λαού. Είχε κοινωνικό και όχι επιχειρηματικό στόχο. Εδώ πρέπει να δούμε μια συνολικότερη παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας πάνω στην οποία χτίζονται διάφορες επιμέρους παθογένειες. Πρώτον σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν θέλει να κερδίζει, όλοι θέλουν να προάγουν το κοινωνικό συμφέρον. Κανείς δεν θέλει να είναι αποτελεσματικός στην δουλειά του, όλοι έχουν κάποια κοινωνική ευθύνη.
Ο όρος «κοινωνική αποστολή» είναι η μεγαλύτερη κακοδαιμονία της ελληνικής κοινωνίας. Όλοι έχουν κάποια κοινωνική αποστολή. Η Ολυμπιακή έχει μια κοινωνική αποστολή, η ΔΕΗ έχει κοινωνική αποστολή, τα πανεπιστήμια έχουν κοινωνική αποστολή, τα ΜΜΕ έχουν κοινωνική αποστολή, ο Θέμος και ο Μάκης έχουν κοινωνική αποστολή. Το αποτέλεσμα είναι να μην κάνει κανείς καλά την δουλειά του και όλοι να κρύβονται πίσω από το αποστολικό τους έργο. Ένα προσιτό παράδειγμα είναι οι μεταγραφές στα πανεπιστήμια. Σε όλο τον κόσμο γίνονται με ακαδημαϊκά κριτήρια. Στην Ελλάδα με κοινωνικά. Το που θα φοιτήσει κάποιος δεν εξαρτάται από την προσπάθεια που καταβάλει, αλλά από τα αδέλφια που έχει. Αν έχει τρία ή παραπάνω παίρνει μεταγραφή. Αν όχι μένει εκεί που πέρασε. Αυτό όμως δημιουργεί μια σειρά προβλήματα κυρίως όμως δημιουργεί τρύπες μέσα από τις οποίες περνούν οι επιτήδειοι των ιατρικών σχολών της Ρουμανίας και του αλήστου μνήμης Πανεπιστημίου της Πρίστινα.
Κάπως έτσι γίνεται και στην ενημέρωση. Στα ΜΜΕ έχουμε φορτώσει μια σειρά αποστολών. Κοινωνικές, εθνικές, αντιιμπεριαλιστικές, οικολογικές κ.λπ. Μόνο μια αποστολή δεν απαιτούμε απ’ αυτά: την αλήθεια.
Το πρόβλημα της ενημέρωσης είναι το ίδιο με το πρόβλημα όλης της χώρας. Κανείς δεν θέλει να κάνει την δουλειά του, όλοι θέλουν να υπηρετήσουν κάποιους ανώτερους σκοπούς. Εάν οι δημοσιογράφοι αποφασίσουμε ότι πρέπει να κάνουμε καλά την δουλειά μας τότε ο κόσμος θα βρει τρόπο να σωθεί. Γιατί για να σωθεί κάποιος πρέπει πρώτα να είναι καλά ενημερωμένος.
Ομιλία σε εκδήλωση του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Κοζάνη 27.1.2008