Το νομοσχέδιο για τα μισθολογικά των ΔΕΚΟ μπορεί να θεωρείται αναγκαίο για την επιβίωση αυτών των εταιρειών, δεν είναι όμως επ’ ουδενί φιλελεύθερο.
Το πρόβλημα με την ανάμειξη του κράτους στην οικονομία δεν είναι ότι δεν βοηθάει επαρκώς τους επιχειρηματίες ούτε ότι είναι κατά κανόνα υπέρ των συντεχνιών. Το πρόβλημα δεν είναι καν ότι μερικές φορές είναι κατά των συντεχνιών. Το πρόβλημα έγκειται σ’ αυτή καθαυτή την ανάμειξη του κράτους. Ότι με πολιτικές αποφάσεις επιλέγει νικητές και ηττημένους στην αγορά, ότι επιδοτεί την παραγωγή αχρείαστων προϊόντων και υπηρεσιών, ότι στραγγαλίζει την παραγωγή εκείνων που ζητάει η αγορά, δηλαδή εμείς όλοι.
Γι’ αυτό το νομοσχέδιο του κ. Γιώργου Αλογοσκούφη για τις Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας (ΔΕΚΟ) μπορεί να θεωρείται αναγκαίο για την επιβίωση αυτών των εταιρειών, δεν είναι όμως επ’ ουδενί φιλελεύθερο. Κάθε παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, είτε αυτή αφορά τους αγορανομικούς ελέγχους είτε τις συλλογικές συμβάσεις, είναι αντιφιλελεύθερη. Απλώς κάποιες παρεμβάσεις (π.χ. στα όρια ρύπανσης) είναι αναγκαίες.
Υπάρχει μια απλή και φιλελεύθερη λύση γι’ αυτές τις επιχειρήσεις. Αυτή είναι η αποκρατικοποίηση, αυτό που η Αριστερά ονομάζει απαξιωτικά «ξεπούλημα».
Κάθε φορά που ακούγεται ο όρος αποκρατικοποίηση σ’ αυτή τη χώρα, οι περισσότεροι πολίτες κουμπώνονται. Θεωρούν ότι θα χάσουν αυτά που οι ιδεολογικά επιτήδειοι της Προόδου τούς πουλούν ως «προνόμια» (ή ακόμη χειρότερα ως «κοινωνικό κράτος»), όπως το χαμηλό εισιτήριο στα λεωφορεία ή την αεροπορική συγκοινωνία στις άγονες γραμμές. Αποκρύπτονται όμως δύο πράγματα.
Πρώτον, ότι τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ καλύπτουν πάλι οι ίδιοι που υποτίθεται ότι τα απολαμβάνουν. Απλώς το κράτος τους δίνει τα χρήματα με το ένα χέρι και τους τα παίρνει με το άλλο.
Δεύτερον, στο χαλασμό που γίνεται με την «κοινωνική διάσταση» των ΔΕΚΟ, επειδή ακριβώς οι φορολογούμενοι δεν γνωρίζουν τι, ποιον και γιατί πληρώνουν, διάφοροι επιτήδειοι βρίσκουν χώρο να κάνουν τις λαθροχειρίες των. Αυτές μπορεί να είναι από τα κλασικά σκάνδαλα στις προμήθειες μέχρι την κακοδιοίκηση. Η τελευταία περισσότερο έχει να κάνει με την αίσθηση του «μήνα που έχει εννιά», αίσθηση η οποία επικρατεί στο δημόσιο τομέα. Ξέροντας ότι οι φορολογούμενοι θα αναγκαστούν να πληρώσουν τα ελλείμματα «βρέξει, χιονίσει», κανείς από τους διοικητές δεν θα σκάσει για την κερδοφορία, οι συντεχνίες θα εξασφαλίζουν προνόμια και όλοι θα κουνούν το δάχτυλο απειλητικά στα οιονεί αφεντικά τους (εμάς τους Έλληνες πολίτες) λέγοντάς μας κατ’ ουσία: «Μη μας πολυσκοτίζετε, διότι εμείς προσφέρουμε κοινωνικό έργο». Πόσες φορές δεν ακούσαμε από συνδικαλιστικά στελέχη των ΔΕΚΟ ότι ταλαιπωρούνται κάνοντας τη δουλειά τους, ότι πετάνε με δύσκολες καιρικές συνθήκες, ότι αν δεν ήταν αυτοί στα βουνά δεν θα υπήρχε ρεύμα ή τηλέφωνο; Λες κι όλα αυτά τα κάνουν τσάμπα ή ότι υποχρεώθηκαν να προσληφθούν στη ΔΕΚΟ που εργάζονται.
Η λύση, λοιπόν, στις Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας δεν είναι να τσακώνεται κάθε λίγο η κυβέρνηση με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, ούτε να παρεμβαίνει στις συλλογικές συμβάσεις ορίζοντας το ποσοστό των αυξήσεων. Ενήλικοι είναι και οι μεν και οι δε που συνάπτουν αυτού του τύπου τις συμφωνίες. Αν αυτές καταβαραθρώνουν τις εταιρείες, τότε το κράτος κάνει αυτό που θα έκανε κάθε εχέφρων μέτοχος. Ή τις πουλά ή τις κλείνει.
Σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές υπηρεσίες που πρέπει κάποιες επιχειρήσεις να προσφέρουν, αυτές πρέπει να χρηματοδοτούνται άμεσα από τον προϋπολογισμό. Αν, για παράδειγμα, η κοινωνία αποφασίσει ότι θέλει χαμηλό εισιτήριο στα τρένα, να πληρώνει τη διαφορά στα εισιτήρια που κόβει ο ΟΣΕ. Απευθείας. Για να ξέρουμε κι εμείς πόσο μας κοστίζει η κοινωνική ευαισθησία και πόσο η κακοδιαχείριση ή τα σκάνδαλα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 2.12.2005