Πως διαμορφώθηκε ένα τόσο ανελεύθερο νομικό πλαίσιο για τους Έλληνες δημοσιογράφους;
Χρόνια τώρα με βασανίζουν κάποια ερωτήματα. Πως διαμορφώθηκε ένα τόσο ανελεύθερο νομικό πλαίσιο για τους Έλληνες δημοσιογράφους;
Πως γίνεται οι ελληνικές εφημερίδες που βρίσκονται στο μετερίζι όλων των αγώνων ελευθερίας κάθε κατατρεγμένου από τους Αμερικανούς, να έχουν καταπιεί τόσους νόμους που λογοκρίνουν το έργο τους;
Πως γίνεται όλοι εμείς που γράφουμε πύρινα άρθρα μόλις ένας δικαστής της Γιούτα εκδίδει κάποια αμφιλεγόμενη απόφαση, να στεκόμαστε αδιάφοροι σε εκατοντάδες αποφάσεις που τσακίζουν οικονομικά συναδέλφους και κλείνουν έντυπα;
Πως γίνεται να κατέβουμε παρ’ ολίγον σε απεργία για το Ιράκ και δεν κάναμε μια απεργία για το νόμο περί αγωγών στην Ελλάδα;
Είναι απλό: Δεν ενδιαφερόμαστε πραγματικά. Τα συλλογικά μας όργανα δεν ενδιαφέρονται. Απλώς εκδίδουν ρηχές ανακοινώσεις καταδίκης κάθε φορά που κάποιος συνάδελφος γίνεται θύμα αυτού του νόμου -και όχι για όλους τους συναδέλφους. Μόνο τους προβεβλημένους.
Κακά τα ψέματα. Κάθε Έλλην δημοσιογράφος ξεχωριστά έχει άποψη επί παντός και η ελληνική δημοσιογραφία στο σύνολό της για τίποτε. Ούτε για τα πράγματα που αφορούν τη δουλειά μας. Οι ενώσεις μας κινούνται μεταξύ ρηχού συντεχνιασμού και φτηνού αντι-ιμπεριαλισμού. Δεν νοιάστηκαν, δεν νοιαστήκαμε ποτέ για το «λειτούργημά» μας, το οποία χρειάζεται την ελευθερία για να υπάρξει. Έχουμε πρόταση για το πώς πρέπει να διαφυλαχτεί η ελευθερία του Τύπου στις ΗΠΑ, αλλά δεν ασχοληθήκαμε ποτέ με το δικό μας πλαίσιο ανελευθερίας του Τύπου.
Θέλετε ένα μικρό παράδειγμα; Πριν μερικούς μήνες έγινε η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Γράψαμε πολλά για την παράγραφο 9 του άρθρου 14, αυτό που ρυθμίζει τα του βασικού μετόχου. Που ήταν άραγε οι ενώσεις μας σ’ αυτή τη συζήτηση; Πως συμμετείχαν στην διαμόρφωση του άρθρου 14 που κατ’ ευφημισμό τιτλοφορείται «περί ελευθερίας του Τύπου»;
Δεν μιλώ μόνο για την παράγραφο περί βασικού μετόχου. Μιλώ για το 14 συνολικά, το οποίο έπρεπε να έχει τίτλο «περί ανελευθερίας του Τύπου». Αλήθεια δεν ντρεπόμαστε, ως Έλληνες δημοσιογράφοι που ο καταστατικός χάρτης της χώρας προβλέπει: «κατάσχεση, εντύπων με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία:
α) για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας,
β) για προσβολή του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας,
γ) για δημοσίευμα που αποκαλύπτει πληροφορίες για τη σύνθεση, τον εξοπλισμό και τη διάταξη των ενόπλων δυνάμεων ή την οχύρωση της Xώρας ή που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος ή στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας του Kράτους,
δ) για άσεμνα δημοσιεύματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δημόσια αιδώ, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.»; (παρένθεση: είναι αστείο που όλοι γράψαμε πύρινα άρθρα για την λογοκρισία του έργου της κ. Στεφανή που «προσβάλλει ολοφάνερα τη δημόσια αιδώ»).
Πως μπορούμε να ανεχόμαστε μέσα στο Σύνταγμα διάταξη που αναφέρει «Nόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τα προσόντα για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος». Ή «Tο δικαστήριο, ύστερα από τρεις τουλάχιστον καταδίκες μέσα σε μία πενταετία για διάπραξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 3, διατάσσει την οριστική ή προσωρινή παύση της έκδοσης του εντύπου και, σε βαριές περιπτώσεις, την απαγόρευση της άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος από το πρόσωπο που καταδικάστηκε, όπως νόμος ορίζει H παύση ή η απαγόρευση αρχίζουν αφότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη.»
Είναι απλό: δεν μας νοιάζει. Απλώς εκδίδουμε ανακοινώσεις για την ελευθερία του λόγου, και μάλιστα με ιδιαίτερη οξύτητα όταν οι θύτες αυτής της ελευθερίας είναι οι γνωστοί φονιάδες των λαών.
Ο νόμος περί αγωγών είναι μέρος μόνο του πλαισίου ανελευθερίας του Τύπου που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα με την ανοχή μας. Υπάρχουν δεκάδες νόμοι που μας απαγορεύουν τα πάντα.
Υπάρχουν διατάξει που απαγορεύουν (ελέω προσωπικών δεδομένων) να μάθουμε ποιοι δουλεύουν στο δημόσιο. Υπάρχουν νόμοι που απαγορεύουν την φωτογράφιση. Υπάρχουν νόμοι που απαγορεύουν την δημοσίευση ονομάτων κατηγορούμενων. Στην Ελλάδα, απαγορεύονται τα πάντα.
Το γεγονός ότι οι εφημερίδες δεν βγαίνουν με λευκές σελίδες οφείλεται στην παλιά ρωμέικη πρακτική της μη εφαρμογής των νόμων. Έτσι, ξεκινώντας από το Σύνταγμα και φτάνοντας μέχρι τις δικαστικές αποφάσεις, καταλήγουμε να έχουμε το πιο ασφυκτικό νομικό πλαίσιο και την πλήρη ασυδοσία. Τα πάντα απαγορεύονται και τα πάντα γίνονται. Γι’ αυτό συνήθως την πληρώνουν οι μικροί και ποτέ οι ασύδοτοι.
Αποφασίσαμε λοιπόν να ασχοληθούμε με το νόμο περί αγωγών, χρόνια μετά την ψήφισή του, επειδή τα δικαστήρια αποφάσισαν να τον εφαρμόσουν. Δεν ασχοληθήκαμε σοβαρά όταν περνούσε από την Βουλή. Δεν κάναμε λόμπινγκ όταν ψηφιζόταν. Δεν προσφύγαμε καν -ως συλλογική οντότητα- στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για να καταργήσουμε τον νόμο. (Παρένθεση και είδηση: Ευτυχώς το έκαναν άλλοι για μας. Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κ. Σταύρος Τσακυράκης προσέφυγε μετά την τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου σε βάρος του συναδέλφου Νικήτα Λιοναράκη και όλα δείχνουν ότι η απόφαση θα είναι υπέρ της ελευθερίας του λόγου.)
Τι μπορούμε να κάνουμε τώρα; Κατ’ αρχήν οι Ενώσεις πρέπει να αναλάβουν μια πρωτοβουλία κωδικοποίησης ολοκλήρου του νομικού πλαισίου που μας αφορά. Θα βρούμε μεταξικούς νόμους, θα βρούμε τραγελαφικές διατάξεις. Έχει μακρά παράδοση στους ηλίθιους νόμους η ελληνική πολιτεία, που οφείλουμε τουλάχιστον να γνωρίζουμε ποιοι είναι. Η κωδικοποίηση αυτή θα μας δώσει την ευκαιρία να συγκροτήσουμε συλλογικά και συνολικά άποψη για την κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Θα μας επιτρέψει να διαμορφώσουμε και προτάσεις για να τις παλέψουμε.
Δεύτερον. Θα πρέπει η Ένωση να αρχίσει να συλλέγει τις αγωγές που γίνονται κατά δημοσιογράφων. Είναι απλό: ας εκδώσει μια ανακοίνωση ζητώντας (από μέλη και μη) να τους στέλνουν τα κείμενα των αγωγών. Έτσι θα συγκροτηθεί μια «Μαύρη Βίβλος λογοκρισίας στον ελληνικό Τύπο». Αυτή θα εμπεριέχει τραγελαφικές περιπτώσεις. Π.χ. Ο Μανώλης Βασιλάκης δέχθηκε 21 αγωγές για ένα δημοσίευμα! Ο Στάθης Σταυρόπουλος δέχθηκε αγωγή διότι χλεύασε μια διαφήμιση! Ο κ. Παπαθεμελής έκανε αγωγή κατά του δημοσιογράφου της «Ελευθεροτυπίας» κ. Γιώργου Καρελιά επειδή ο δεύτερος τον αποκάλεσε «υπερπατριώτη». Ο ίδιος πολιτικό έκανε αγωγή στον ποιητή κ. Χάρη Βλαβιανό για ένα αλληγορικό και σατιρικό κείμενο («Κυνικός αναλυτής πολιτικών εξελίξεων», «Τα Νέα» 16.2.2004), στον κ. Ριχάρδο Σωμερίτη («Η επανάκαμψη των πολεμοχαρών», «Το Βήμα» 22.2.2004) και δεν γνωρίζω σε ποιους άλλου.
Το πρόβλημα είναι ότι ουδείς γνωρίζει ποιες αγωγές έχουν γίνει και για ποιόν λόγο. Ουδείς γνωρίζει πόσες αγωγές κατατέθηκαν συνολικά, ή πόσες αγωγές κατατίθενται κάθε μέρα. Ουδείς γνωρίζει πόσα χρήματα καταβλήθηκαν για αποζημιώσεις. Αγωνιζόμαστε, -πιο σωστά: υποτίθεται ότι αγωνιζόμαστε- κατά των αγωγών, χωρίς να γνωρίζουμε την έκταση του προβλήματος.
Αυτή η «Μαύρη Βίβλος λογοκρισίας στον ελληνικό Τύπο» μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτης τάξης εργαλείο για την κατάργηση αυτού του ανελεύθερου νόμου. Τα συντριπτικά στοιχεία που θα αποκαλύψει (αριθμός αγωγών, ύψος αποζημιώσεων, γελοίες περιπτώσεις κ.λ.π.) θα αναγκάσει ακόμη κι εκείνους που θεωρούν ότι «ο Τύπος το έχει παρακάνει» να ξανασκεφτούν την στάση τους.
Τέλος πρέπει να πούμε και για το φαινόμενο των «ενδοδημοσιογραφικών αγωγών». Τα συλλογικά μας όργανα οφείλουν να καλέσουν όλους τους συναδέλφους να περνούν πρώτα από τα πειθαρχικά τους όργανα πριν καταφύγουν στη Δικαιοσύνη. Δεν είναι ανάγκη να βγάζουμε τα μάτια μόνοι μας.
Χρειάζεται να αποκτήσει κουλτούρα ελευθερίας ο δημοσιογραφικός κλάδος. Όχι μόνο σε ότι αφορά την ελευθερία των Αφγανών, Ιρακινών και άλλων αντι-ιμπεριαλιστών, αλλά για τα ελληνικά πράγματα. Ελπίζω κάποια στιγμή να σοβαρευτούμε και μετά τα συνέδρια, κάτι να κάνουμε.
Εισήγηση στο «15ο δημοσιογραφικό συνέδριο της Σαμοθράκης», με τίτλο «Αγωγές για την φίμωση του Τύπου». Σαμοθράκη 22.6.2007