Το κεφάλαιο εξακολουθεί να παγκοσμιοποιείται ενώ η πολιτική, σε όλες τις εκφάνσεις της, στέκεται φοβικά στο φαινόμενο.
Tο ισοζύγιο κεφαλαίου εργασίας στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης έχει αλλάξει σε βάρος της εργασίας. Αυτό συνέβαινε πάντα. Οσο οι μηχανές κάνουν παραγωγικότερη την εργασία, τόσο περισσότερο χρειάζονται οι πρώτες σε σχέση με τη δεύτερη. Οι διαφορές που η τεχνολογική εξέλιξη δημιουργούσε στη Δύση απαλύνονταν με πολιτικά μέσα. Η φορολογία, οι συλλογικές συμβάσεις, το κράτος πρόνοιας ήταν η πολιτική απάντηση στις αλλαγές που η τεχνολογική πρόοδος επέφερε. Οι πολιτικές αυτές δεν χαρίστηκαν. Κυρίως κατακτήθηκαν μέσα από μαζικούς αγώνες. Λέμε «κυρίως», διότι μετά το κραχ του 1929 πολλοί κατανόησαν το αδιέξοδο που ο Μαρξ ονόμαζε κρίση υπερπαραγωγής. Τι να κάνεις τις μηχανές που παράγουν όλο και περισσότερα, αν δεν έχεις ανθρώπους να καταναλώνουν; Οι κεϊνσιανές πολιτικές δεν ήταν φιλευσπλαχνία. Ηταν διέξοδος σε μια παραγωγική αντίφαση.
Οι κεϊνσιανές πολιτικές όμως με τον καιρό εκφυλίστηκαν. Δημιούργησαν ισχυρές γραφειοκρατίες (κρατικές, κομματικές και συνδικαλιστικές), οι οποίες αφενός καρπώνονταν το κοινωνικό πλεόνασμα και αφετέρου έγιναν τροχοπέδη σε κάθε πρόοδο. Κάθε αλλαγή ήταν απειλή στα κεκτημένα τους.
Η τεχνολογία όμως δεν σταμάτησε να προοδεύει και η παγκοσμιοποίηση ήταν αποτέλεσμά αυτής της προόδου. Οι μεταφορές και οι επικοινωνίες έγιναν σχετικά φθηνότερες, κάτι που επέτρεψε στο κεφάλαιο, στα προϊόντα, αλλά και στους ανθρώπους να μετακινούνται ευκολότερα. Η κατάρρευση καθεστώτων που αναζητούσαν εναλλακτικά του καπιταλισμού οικονομικά μοντέλα ήταν κι αυτό αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου: η ανελευθερία αυτών των καθεστώτων καθυστέρησε την τεχνολογική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα οι φιλελεύθερες καπιταλιστικές χώρες να γίνουν εξαιρετικά πιο παραγωγικές.
Η κατάρρευση αυτή δημιούργησε μεγάλη ζήτηση κεφαλαίου και τεράστια προσφορά εργασίας. Ολοι αποζητούμε τις περιβόητες ξένες επενδύσεις, ενώ προσφέρονται στη διεθνή αγορά εκατοντάδες εκατομμύρια εργατικά χέρια.
Το κεφάλαιο παγκοσμιοποιήθηκε ταχύτατα, όχι όμως και η εργασία. Ούτε καν η πολιτική. Η πολιτική απάντηση στην παγκοσμιοποίηση, από αριστερά και δεξιά, ήταν η άρνησή της. Η παγκοσμιοποίηση θεωρήθηκε κάτι σαν προϊόν σκοτεινών εγκεφάλων και όχι η φυσική εξέλιξη ενός συστήματος στο οποίο όλοι ζητούν τη μεγιστοποίηση του οφέλους. Είτε είναι επιχειρήσεις, είτε εργαζόμενοι. Οι πρώτες επεδίωξαν την αύξηση των κερδών, οι δεύτεροι επιβράβευσαν τα φθηνά προϊόντα των αναδυόμενων παραγωγών.
Σήμερα βρισκόμαστε σε σημείο καμπής. Το κεφάλαιο εξακολουθεί να παγκοσμιοποιείται, ενώ η πολιτική σε όλες τις εκφάνσεις της στέκεται φοβικά απέναντι στο φαινόμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σφοδρότεροι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης είναι ο Aμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους και όσοι διαδηλώνουν εναντίον του. Ο πρώτος αντιστέκεται έργω (αντιδρώντας σε κάθε απόπειρα δημιουργίας διεθνούς δικαίου ή διεθνούς τάξης ακόμη και για το περιβάλλον, με προστατευτικά μέτρα για την αμερικανική βιομηχανία, κ.λπ.) και οι δεύτεροι διαδηλώνοντας.
Η παγκοσμιοποίηση ήρθε για να μείνει επειδή είναι απότοκος της τεχνολογικής έκρηξης του 20ού αιώνα. Ανατρέπει κοινωνικές σχέσεις που είχαν σμιλευτεί επί αιώνες. Τα προβλήματά της όμως, λύνονται παρά μόνο με περισσότερη παγκοσμιοποίηση. Κυρίως με την παγκοσμιοποίηση της πολιτικής.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι λύσεις δεν μπορούν να είναι τοπικές, οπότε αν η πολιτική δεν ξεφύγει από το σύνδρομο της στρουθοκαμήλου, αν δεν αποδεχθεί το φαινόμενο για να προτείνει λύσεις, τότε τα προβλήματα όχι μόνο δεν θα λύνονται, αλλά θα συνεχίσουν να διευρύνονται.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 16.6.2007