Αποδείχθηκε ότι τα συμπαρομαρτούντα των απαγορεύσεων κοστίζουν πολύ περισσότερο στο σύνολο, απ’ ότι η ελεύθερη επιλογή.
Σε ένα από τα κλασικά φιλελεύθερα διλήμματα μας έβαλε ο «πόλεμος των Παπανδρέου» στη χιονισμένη Εθνική Οδό. Που φτάνουν τα όρια της ελευθερίας του ατόμου; Μπορεί κάποιος να διαχειριστεί τον εαυτό του κατά τέτοιο τρόπο που τελικά να βλάψει πιθανώς το κοινωνικό σύνολο;
Τα γεγονότα πρώτα. Στην χιονισμένη -και διαρκώς αποκλεισμένη Εθνική Οδό- υπήρχαν την Παρασκευή πολλοί εγκλωβισμένοι οδηγοί οι οποίοι αρνούνταν επιμόνως να αφήσουν τα αυτοκίνητά τους για να μεταφερθούν από τις δυνάμεις του κράτους σε ασφαλή καταφύγια. Ενώπιον της κάμερας η υπουργός ΠΕΧΩΔΕ κ. Βάσω Παπανδρέου πρότεινε τη λύση της υποχρεωτικής μετακίνησής τους. Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Γ. Παπανδρέου δημόσια διαφώνησε. «Είναι επιλογή τους να μείνουν», είπε, «κι αυτή η επιλογή πρέπει να γίνει σεβαστή».
Σεβαστή μεν η επιλογή, αλλά υπάρχει και κάποιο κόστος. Το κράτος -δηλαδή όλοι εμείς- πληρώνουμε κάποια ποσά για τον απεγκλωβισμό τους. Αυτό το κόστος δεν γίνεται σεβαστό από τους ελευθερόφρονες, οι οποίοι προτάσσουν το δικαίωμα επιλογής. «Κι αν κάποιος πέθαινε;» ακούγεται αμέσως το επιχείρημα. «Ποιος θα ευθύνεται για τον θάνατό του;». Τουτέστιν μεθερμηνευόμενο: Υπάρχει άραγε δικαίωμα στην αυτοκτονία, έστω δια του παγετού;
Το συγκεκριμένο πρόβλημα, στον πυρήνα του, μπορεί να ακούγεται απλό, αλλά είναι από τα πλέον δύσκολα. Έχει να κάνει με την ευθανασία, με τα ναρκωτικά, με το τσιγάρο, ακόμη και με το «μπάντι τζάμπινγκ». Μπορεί κάποιος π.χ. να κάνει «καγιάκ» εκθέτοντας αφρόνως τον εαυτό του σε κίνδυνο, μέχρι σε σημείο να χάσει τη ζωή του;
Το παραπάνω πρόβλημα δεν είναι λυμένο. Απλώς σε πολλά ζητήματα υπάρχει μια άρρητη συμφωνία στο κοινωνικό σύνολο, η οποία δεν μπαίνει στον πυρήνα του ζητήματος. Για παράδειγμα οι καπνιστές ρισκάρουν την υγεία και τη ζωή τους. Το κόστος νοσηλείας τους πάει στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, δηλαδή σε όλους μας. Η λύση που άρχισε να εφαρμόζεται σε όλο τον κόσμο είναι η υπερφορολόγηση των τσιγάρων, έτσι ώστε να χρηματοδοτούνται οι δαπάνες υγείας των αφρόνων καπνιστών, όταν οι τελευταίοι νοσήσουν. Για την ευθανασία και τα ναρκωτικά γίνονται τεράστιες συζητήσεις οι οποίες δεν έχουν καταλήξει ακόμη πουθενά.
Υπάρχουν δύο συγκρουόμενες απόψεις που έχουν να κάνουν με την θεώρηση της κοινωνίας και του ατόμου. Η συντηρητική άποψη θέτει ως προτεραιότητα την υποχρέωση του συνόλου να προστατεύει το άτομο, ακόμη κι ενάντια στη θέληση του. Αυτό προκύπτει από την αντίληψη ότι το σύνολο δεν απαρτίζεται από άτομα που συναινούν να ζήσουν μαζί, αλλά δίνουν σύνολο μια μεταφυσική εν πολλοίς διάσταση. Το σύνολο είναι κάτι περισσότερο και μεγαλύτερο από τα άτομα, το οποίο (στο τέλος-τέλος) οφείλουν οι άνθρωποι να λαμβάνουν υπόψη και (γιατί όχι;) να το υπηρετούν έστω με εκπτώσεις των δικαιωμάτων τους.
Η φιλελεύθερη άποψη θεωρεί την κοινωνία ως άτομα που αποφάσισαν να ζήσουν μαζί και δένονται από ρητές ή άρρητες συμφωνίες. Στον πυρήνα αυτών των συμφωνιών είναι το παλιό ευφυολόγημα: «μπορώ να απλώσω τα χέρια μου όσο θέλω αρκεί να μην χτυπήσω κάποιον». Μπορεί να θεωρείται ακραίο αλλά ακόμη και η επιλογή της αυτοκτονίας είναι δικαίωμα του ατόμου -είτε η άμεση, είτε η έμμεση δια του τσιγάρου, των ναρκωτικών, ή του …ψύχους. Το σύνολο πρέπει να κάνει ότι μπορεί για να αποτρέψει δια της πειθούς τους καπνιστές να κόψουν το τσιγάρο (βλέπε «κηδειόσημα» στα πακέτα), αλλά μέχρις εκεί. Αλλιώς θα περνούσαμε σε περιόδους «τσιγαραπαγόγευσης» με όλα τα κοινωνικά συμπαρομαρτούντα.
Και οι δύο απόψεις είναι σεβαστές. Έχουν σοβαρό θεωρητικό υπόβαθρο. Μόνο που αν προσφύγουμε στην πραγματικότητα αποδεικνύεται ότι τα συμπαρομαρτούντα των απαγορεύσεων κοστίζουν πολύ περισσότερο στο σύνολο, απ’ ότι η ελεύθερη επιλογή. Έτσι φτάνουμε στο παράδοξο που μας δίδαξε η ποταπαγόρευση: και εκπτώσεις δικαιωμάτων είχαμε και τεράστιο κοινωνικό κόστος. Το κόστος της επιλογής υπάρχει, αλλά είναι μικρότερο από το κόστος της ανελευθερίας…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 16.2.2004