Πληρώνουμε τον δημόσιο υπάλληλο για τη δουλειά που κάνει ή για τις ανάγκες που έχει;
Το σίριαλ της διένεξης για το επίδομα των 176 ευρώ, που 300.000 δημόσιοι υπάλληλοι του Δημοσίου με δικαστικό τρόπο θα απαιτήσουν, αποκαλύπτει κατά ένα περίεργο τρόπο τον ρόλο που οι συντεταγμένες εξουσίες της χώρας, αλλά και η κοινωνία συνολικά, επιφυλάσσουν στη δημόσια διοίκηση.
Εν αρχή υπάρχει η εκτελεστική εξουσία, η οποία το 2002 έδωσε ένα επίδομα για λόγους μισθολογικής δικαιοσύνης. Αυτό δείχνει ότι οι κυβερνήσεις της χώρας δεν βλέπουν τη δημόσια διοίκηση ως μηχανισμό πρωτίστως παραγωγής κάποιων υπηρεσιών (για τις οποίες οι υπάλληλοι πρέπει να αμείβονται), αλλά ως μηχανισμό απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης. Θα ήταν λογικό, δηλαδή, αν η προηγούμενη κυβέρνηση αποφάσιζε να δώσει (αξιοκρατικά) ένα πριμ παραγωγικότητας σε κάποιους υπαλλήλους. Θα ήταν κατανοητό αν τα 176 ευρώ φιλοδοξούσαν να είναι κίνητρο στους χαμηλόμισθους ώστε να παράγουν διαφορετικές ή και καλύτερες υπηρεσίες. Θα είχε νόημα ένα επίδομα για (πιστοποιημένη) διά βίου εκπαίδευση. Αν π.χ. κάποιοι υπάλληλοι αποφάσιζαν να αποκτήσουν στον ελεύθερο χρόνο τους ένα δεύτερο πτυχίο ή κάποιο μεταπτυχιακό, θα μπορούσαν να επιδοτούνται ώστε η δημόσια διοίκηση να αποκτήσει ακόμη πιο μορφωμένα στελέχη.
Η λογική που κυριάρχησε ήταν μιας απροσδιόριστης κοινωνικής δικαιοσύνης. Τόσο απροσδιόριστης, που τα δικαστήρια έκριναν διαφορετικά. Η δικαστική εξουσία αποφάσισε με άλλο (δίκαιο) σκεπτικό: αφού το επίδομα δίνεται σε κάποιους πρέπει να δίνεται σε όλους. Φυσικά τα δικαστήρια δεν μπαίνουν στη διαδικασία να εξετάσουν εάν οι 300.000 δημόσιοι υπάλληλοι παράγουν τα 176 ευρώ (συν τον μισθό τους). Δεν εξετάζουν καν αν αυτοί οι υπάλληλοι παράγουν περισσότερα και το κράτος-εργοδότης «κλέβει» την υπεραξία τους. Η λογική είναι πως το κράτος πρέπει να είναι δίκαιο, άσχετα αν δεν είναι παραγωγικό.
Στο σκέλος των αναγκών, όμως, στηρίζεται και το διεκδικητικό πλαίσιο των δημοσίων υπαλλήλων. Δεν ζητούν μισθούς με βάση αυτό που παράγουν, αλλά μισθούς με τους οποίους (υπερβολικά διατυπωμένα) «δεν θα πεινάσουν». Φυσικά το πρώτο προϋποθέτει μηχανισμούς αξιολόγησης και αποτίμησης του έργου της δημόσιας διοίκησης -κάτι που θα ξεβόλευε πολλούς και πρώτα απ’ όλους τους συνδικαλιστές- αλλά το πάνδημο ερώτημα «πώς θα ζήσει ένας υπάλληλος με 600 ευρώ;» δείχνει ότι και η κοινωνία βλέπει το κράτος όπως και οι ταγοί της: Ως προαγωγό της κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι ως παραγωγό υπηρεσιών. Αυτή η κατάσταση πρέπει να είναι προϊόν της σύγχυσης που επικρατεί στη χώρα για τον ρόλο του κράτους. Από τη φύση του το κράτος έχει διττό ρόλο: Πρέπει να είναι κοινωνικό, δηλαδή να βοηθάει τους αναξιοπαθούντες και αδικημένους και ταυτόχρονα πρέπει να είναι παραγωγικό, δηλαδή να παράγει τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες στις χαμηλότερες δυνατές τιμές.
Οταν όμως δεν ξεχωρίζουμε τα δύο, δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Δεν ξέρουμε κατ’ αρχήν τι αμείβουμε. Πληρώνουμε τον υπάλληλο για τη δουλειά που κάνει ή για τις ανάγκες που έχει; Από την άλλη, ένας υπάλληλος που γνωρίζει ότι η αμοιβή του εξαρτάται από τις ανάγκες που προβάλλει δεν έχει κανένα λόγο να βελτιώσει την παραγωγή του.
Να μην παρεξηγηθούμε! Πρέπει να υπάρχει κράτος πρόνοιας για κάποιες από τις ανάγκες των πολιτών του. Πρέπει να υπάρχει κράτος παραγωγός υπηρεσιών που θα αμείβει τους υπαλλήλους για τη δουλειά που κάνουν. Το πρώτο πρέπει να έχει ευαισθησίες, το δεύτερο αυστηρή οικονομική λογική. Ετσι αν μη τι άλλο θα ξέρουμε πόσα από τα ελλείμματά του οφείλονται σε μια εκ των προτέρων αποφασισμένη προνοιακή πολιτική και πόσα οφείλονται σε κακοδιοίκηση. Θα γνωρίζουμε πού χωλαίνει το σύστημα και πού πρέπει να ρίξουμε το βάρος: στην ενίσχυση της πρόνοιας ή στη βελτίωση της παραγωγικότητας;
Αυτό είναι περισσότερο εμφανές στην αέναη διαμάχη για τα ελλείμματα των Δημοσίων Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας. Εκεί το κράτος παραγωγός υπηρεσιών διαπλέκεται τόσο πολύ με το κράτος παραγωγό εθνικών ή κοινωνικών πολιτικών, που δεν γνωρίζουμε π.χ. πόσα από τα ελλείμματα των αστικών συγκοινωνιών οφείλονται στο κοινωνικό τους έργο και πόσα στην κακοδιοίκηση ή τα σκάνδαλα.
Οποιοσδήποτε διαχειρίζεται μια οικονομική μονάδα γνωρίζει ότι η θολούρα είναι ο καλύτερος τρόπος αποτυχίας. Το να μην ξέρει κάποιος με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια πού πληρώνει τι και γιατί το πληρώνει, οδηγεί σε λάθος αποφάσεις. Δεν μπορεί να διαλέξει με πιθανότητες επιτυχίας τι πρέπει να ενισχύσει και τι πρέπει να περικόψει. Αυτό ακριβώς πάθαμε και εμείς με το κράτος. Επειδή όλα καλύπτονται από ένα θολό μανδύα κοινωνικής προστασίας, δεν ξέρουμε πόσα από αυτά που πληρώνουμε πάνε σ’ αυτούς που τα χρειάζονται ή σ’ αυτούς που παράγουν. Με άλλα λόγια, δεν φτιάχνουμε ούτε κοινωνικό κράτος που βοηθάει τους αναξιοπαθούντες, αλλά ούτε κράτος που προσφέρει υπηρεσίες…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 22.4.2006