Μόνο στην Ελλάδα απαντάται ο όρος «αισχροκέρδεια» και κανείς δεν διευκρινίζει που τελειώνει το κέρδος και που αρχίζει το αίσχος.
Για παράδειγμα οι πολυεθνικές επιχειρήσεις δουλεύουν με ελάχιστο (για τα δικά μας δεδομένα) ποσοστό κέρδους 2-5% προσβλέποντας σε μεγιστοποίηση των πωλήσεων, αλλά για την κοινή γνώμη είναι εξ ορισμού αισχρές. Αντιθέτως τα ελληνικά καταστήματα ένδυσης που πωλούν με ποσοστά κέρδους 40-150% είναι οι ηρωικοί μας μικρομεσαίοι τους οποίους πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού.
Από την άλλη συμπαραστεκόμαστε στα «δίκαια αιτήματα των αγροτών», αλλά παραπονιόμαστε για την τιμή των προϊόντων τους. Ζητάμε την προστασία των μικροκαλλιεργητών (όλα τα κόμματα το έχουν κάνει σημαία τους) αλλά δεν αναλογιζόμαστε ότι αν από δέκα στρέμματα χωράφι πρέπει να ζήσει μια ολόκληρη οικογένεια η τιμή της τομάτας πρέπει να πάει 50 ευρώ το κιλό. Εκτός αυτού πρέπει και να είναι γεμάτη φυτοφάρμακα διότι αν καταστραφεί η παραγωγής μιας χρονιάς αυτό σημαίνει φτώχεια για μια οικογένεια -φτώχεια για την οποία θα διαμαρτυρηθούμε πάλι: «τι κάνει επιτέλους το κράτος;» Αν το κράτος προχωρήσει σε αναγκαστική συνένωση αγροτεμαχίων, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της γης πάλι θα διαμαρτυρηθούμε (δικαιολογημένα αυτή τη φορά) για κολεκτιβοποίηση του αγροτικού τομέα.
Διαμαρτυρόμαστε όλοι, με πρώτους τους αγρότες, για τους μεσάζοντες, αλλά δεν αναλογιζόμαστε ότι η μακροβιότητά τους στην αγορά σημαίνει ότι αποτελούν ένα αναγκαίο κρίκο στην εμπορία. Αυτός ο κρίκος βέβαια ο θα μπορούσε να υποκατασταθεί από τους συνεταιρισμούς, αλλά αυτό είναι ένα πονεμένο κεφάλαιο το οποίο δεν αγγίζει κανείς. Οι συνεταιρισμοί για τον αγροτικό κόσμο ήταν κάτι σαν τις επιδοτήσεις της Ε.Ε. Μηχανισμοί που θα προσφέρουν δωρεάν χρήμα κι εκτροφεία σκανδάλων.
Τελικά, μάλλον, ως κοινωνία δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Το μικρό, στο οποίο ομνύουμε όλοι, είναι όμορφο αλλά είναι κι ακριβό. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε το μανάβικο της γειτονιάς, ή τον μικροπωλητή των λαϊκών, ή τον μικροκαλλιεργητή της υπαίθρου πρέπει να τον πληρώσουμε. Χωρίς να βαρυγκωμούμε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 30.7.2003