Το ιδεολογικό κενό που αφήνει ο κεντροδεξιός χώρος στην Ελλάδα δεν είναι κακό μόνο για την παράταξη της Νέας Δημοκρατίας αλλά και για την χώρα.
Το βασικό πρόβλημα ενός πολιτικού χώρου εμφανίζεται πολύ χαρακτηριστικά, όταν ένας δημοσιογράφος καλείται να γράψει για τα προβλήματα του χώρου για δεύτερη φορά και διαπιστώνει πως λίγα έχει να αφαιρέσει από ένα κείμενο του 1998.
Τον Αύγουστο του 1998, λοιπόν, έγραφα σε ένα σχετικό διάλογο για την κεντροδεξιά στην Ελλάδα: «Αν θέλει να δει κανείς τις ρίζες της κρίσης που βιώνει η κεντροδεξιά τα τελευταία είκοσι χρόνια, δεν έχει παρά να ψάξει στα … βιβλιοπωλεία. Εκεί μπορεί να βρει οποιονδήποτε τρίτης διαλογής μαρξιστή που κριτικάρει ένα σχολιαστή του Λένιν, αλλά δεν θα βρει τον «Πλούτο των Εθνών» του Adam Smith. Θα βρει Σαμίρ Aμίν, αλλά δεν θα βρει να διαβάσει Friedrich A. Hayek (πλην ενός που αξιώθηκε να βγάλει το 1981 το KΠEE, «Ο δρόμος προς την Δουλεία»). Δεν θα τα βιβλία του Thomas Paine, ούτε τους Νομπελίστες Οικονομολόγους της Σχολής του Σικάγο. Ολόκληρες περιοχές της παγκόσμιας σκέψης είναι terra incognita για το ελληνικό κοινό.
Η έλλειψη βιβλιογραφίας συντηρητικών, φιλελεύθερων, ή νεοφιλελεύθερων στοχαστών (είναι εκπληκτικό πόσο οξύμωρο ακούγεται στην ελληνική γλώσσα ο όρος π.χ. «συντηρητικός στοχαστής») αντανακλά μια γενικότερη στάση της κεντροδεξιάς απέναντι στον πολιτικό διάλογο και το πολιτικό γίγνεσθαι. Έχει ιστορικές ρίζες και απτά πολιτικά αποτελέσματα. Το κέντρο και η Δεξιά στην Ελλάδα, αφού κέρδισαν τον εμφύλιο είχαν στα χέρια τους το κράτος το οποίο έγινε και μηχανισμός παραγωγής στελεχών. Η Δεξιά στην Ελλάδα, όσο είχε το κράτος, δεν είχε κανένα λόγο να ξοδευτεί σε ιδεολογικές αναζητήσεις. Η πολιτική φιλοσοφία έγινε ένας προνομιακός χώρος για την παράνομη ή ημι-παράνομη Αριστερά. Τα κόμματα της δεν είχαν πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, πέρα από εκείνο των ιδεών και δεν είχαν άλλο μηχανισμό παραγωγής στελεχών πέρα από τους μαζικούς χώρους και τις κομματικές διεργασίες (…)
Όταν το 1981 κερδίζει το ΠΑΣΟΚ, η Δεξιά χάνει και τον μηχανισμό παραγωγής στελεχών της και τον όποιο πολιτικό λόγο είχε — πολιτικός λόγος ο οποίος απέρρεε μόνο από την διαχείριση του κράτους. Μην έχοντας ένα ισχυρό φιλοσοφικό υπόβαθρο για να αρθρώσει νέα πολιτική πρόταση, αρχίζει να αναλώνεται σε ένα λόγο αντί-ΠΑΣΟΚ.
Από την άλλη πλευρά όμως ο διάλογος συνεχίστηκε. Το φαινόμενο Σημίτη δεν ήταν προϊόν ενός κόμματος που ξύπνησε ένα πρωί και είπε: «Ωραία, κλέβουμε τώρα τις ιδέες της κεντροδεξιάς και συνεχίζουμε να κυβερνάμε τον τόπο» αλλά ήταν προϊόν ενός διαλόγου που γινόταν (είτε μέσα, είτε έξω από το κόμμα) στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Η πολιτική απεχθάνεται το κενό: το ΠAΣOK δεν έκλεψε την ιδεολογία της Δεξιάς, απλώς κάλυψε τον κενό χώρο που η τελευταία άφησε με αποτέλεσμα να μεταφερθεί εν μέρει εντός του ΠAΣOK, ο διάλογος που έπρεπε να γίνεται μεταξύ των δύο κομμάτων.
Και σήμερα τι γίνεται; Δυστυχώς η ίδια κατάσταση συνεχίζεται. Η κεντροδεξιά δείχνει να μην θέλει να επενδύσει στον ιδεολογικό προφίλ που πρέπει να αποκτήσει (…) Οι πολιτικές της αναζητήσεις της ΝΔ περιορίζονται στο να επισημαίνουν τα λάθη διαχείρισης που κάνει το κυβερνών κόμμα. Λειτουργεί ακόμη, περισσότερο ως αντί-κεντροαριστερά, παρά ως κεντροδεξιά.
Το ιδεολογικό κενό που αφήνει αυτός ο χώρος στην Ελλάδα δεν είναι κακό μόνο για την παράταξη της Νέας Δημοκρατίας αλλά και για την χώρα. Ο χωλός διάλογος σ’ αυτήν την κοινωνία, επιτρέπει κάθε είδους αγυρτείες και συνθηματολογίες που δεν είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης των τεράστιων προβλημάτων που έχουμε μπροστά μας».
Αυτά ίσχυαν το 1998. Δυστυχώς πολλά ισχύουν και σήμερα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 29.9.2002