Ο καλλιτεχνικός κόσμος έχει εθιστεί στην προστασία του κράτους. Αντί να γράφει έργα άξια να ανεβούν γράφει επιστολές και άρθρα στον Αθηναϊκό Τύπο ώστε να πιεσθούν οι πολιτικοί που διανέμουν το χρήμα για να προτιμηθούν (ανεξαρτήτως αξίας) τα νεοελληνικά θεατρικά έργα.
Καλός γνώστης των θεατρικών πραγμάτων ο κ. Περικλής Κοροβέσης (θεατρικός συγγραφέας ων) αποκαλύπτει πολλά στο χθεσινό του άρθρο για τα πολιτιστικά πράγματα της χώρας. «Ζωγράφοι, συγγραφείς, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, ακόμη και δημοσιογράφοι είναι προλεταριακά επαγγέλματα», μας πληροφορεί ο κ. Κοροβέσης. «Ελάχιστοι απ’ αυτούς καταφέρνουν να ζήσουν από τη δουλειά τους και η ανεργία είναι μια μόνιμη πληγή. Οι θεατρικοί συγγραφείς είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα. Από τα 150 τακτικά μέλη της εταιρίας μόνο καμιά δεκαριά θα βρουν φέτος δουλειά. Δηλαδή θα παιχθεί το έργο τους. Να σημειώσουμε πως οι παραστάσεις φέτος υπολογίζονται στις 300 και αυτό μόνο στην Αθήνα… Να σημειώσουμε πως τα κρατικά θέατρα, όπως και τα ΔΗΠΕΘΕ, είναι υποχρεωμένα από το καταστατικό τους να παίζουν έργα Ελλήνων συγγραφέων.» ( «Ο μικρός, ο ποταπός και ο ωραίος», Ελευθεροτυπία 29.12.2004)
Όπως μάλιστα αναφέρει στο ίδιο άρθρο ο συγγραφέας και δημοσιογράφος κ. Κοροβέσης «λογικό ήταν να ανησυχήσει η Εταιρία (Σ.Σ.: Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων) και να στείλει δια του προέδρου της κ. Γιώργου Λαζαρίδη επιστολή προς τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου κ. Νίκο Κούρκουλο εκθέτοντας το πρόβλημα της νεοελληνικής δραματουργίας».
Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει από το παραπάνω άρθρο είναι: γιατί ανησυχεί μόνο η «Εταιρεία» και δεν ανησυχούν τα 150 μέλη της; Δηλαδή αν από τις 300 παραστάσεις που ανεβαίνουν, μόνο οι δέκα είναι προϊόν νεοελλήνων συγγραφέων τότε πρέπει να υποθέσουμε είτε ότι υπάρχει συνομωσία κατά των «δικών μας συγγραφέων», είτε ότι τα έργα τους δεν αξίζουν για να ανέβουν. Αν ισχύει το πρώτο ορθώς ανησυχεί το συνδικαλιστικό τους όργανο. Αν ισχύει το δεύτερο, μάλλον πρέπει να ανησυχήσουν οι συγγραφείς που το απαρτίζουν.
Το δεύτερο ερώτημα είναι συνέχεια του πρώτου. Η Ελλάδα έχει 16 Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα (ΔΗΠΕΘΕ) και δύο κρατικά. Σύνολο δεκαοχτώ. Αν δέκα μόνο ανεβάζουν («υποχρεωτικά», καθώς γράφει ο κ. Κοροβέσης) έργα νεοελλήνων συγγραφέων και τα υπόλοιπα οκτώ παλαιότερων, πρέπει πάλι να υποθέσουμε ότι είτε υπάρχει συνομωσία κατά των ζώντων, είτε ότι τα έργα των τεθνεόντων αξίζουν να ανεβούν σε αντίθεση με εκείνα των επιγόνων τους.
Προσωπικά απεχθάνομαι τις συνομωσιολογικές εξηγήσεις και τείνω να πιστέψω ότι η νεοελληνική θεατρική παραγωγή δεν αξίζει να ανεβεί. Δεν μπορώ άλλως να εξηγήσω γιατί οι θιασάρχες προτιμούν τους ξένους και τους νεκρούς και όχι τους Έλληνες και ζωντανούς. Δεν μπορώ άλλως να καταλάβω γιατί ο x θιασάρχης προτιμά τον Χοσέ Τριάνα από τον κ. Γιώργο Λαζαρίδη, ή τον Νίκο Καζαντζάκη από τον κ. Περικλή Κοροβέση. Οπότε το τρίτο ερώτημα που προκύπτει είναι: γιατί ο κ. Λαζαρίδης έστειλε στον κ. Κούρκουλο επιστολή ανησυχίας; Δεν ήταν προτιμότερο να του στείλει κανένα αξιόλογο έργο ώστε να μειωθούν οι «άνεργοι» νεοέλληνες συγγραφείς από τους 140 στους 139;
Κι εδώ επανερχόμαστε στο θέμα του κρατικοδίαιτου πολιτισμού, που είχε επισημάνει προ μηνός ο υφυπουργός Πολιτισμού κ. Πέτρος Τατούλης. Από το άρθρο του κ. Κοροβέση προκύπτει ένα απλό πράγμα. Ότι απορρίπτουν οι θιασάρχες με αναλογία 300 προς 10 είναι υποχρεωμένα να το πάρουν τα κρατικά θέατρα. Καμιά αντίρρηση: να το πάρουν αν αξίζει. Αλλά κατά πως φαίνεται ακόμη και τα κρατικά θέατρα βρίσκουν νόμιμους τρόπους να ξεφεύγουν από τη νεοελληνική παραγωγή. Ανεβάζουν Γρήγορη Ξενόπουλο, ή Δημήτρη Ψαθά…
Ο καλλιτεχνικός κόσμος όμως έχει εθιστεί στην προστασία του κράτους. Αντί να γράφει έργα άξια να ανεβούν γράφει επιστολές και άρθρα στον Αθηναϊκό Τύπο ώστε να πιεσθούν οι πολιτικοί που διανέμουν το χρήμα για να προτιμηθούν (ανεξαρτήτως αξίας) τα νεοελληνικά θεατρικά έργα. Αυτό εξάλλου δεν έγραφε και ο κ. Τατούλης; «Tα τελευταία 20 χρόνια το ΠAΣOK «πέτυχε» να μετατρέψει την καθημερινή παραγωγή πολιτισμού της Eλλάδας σε μια διαδικασία κρατικής προσφοράς και ιδιωτικής ζήτησης, δίχως όμως να σταθμίσει τις πραγματικές ανάγκες του χώρου, δίχως να σκεφτεί τα αρνητικά αποτελέσματα που κάτι τέτοιο θα είχε στην ψυχοσύνθεση των καλλιτεχνών, δίχως να αναλογιστεί ότι δημιουργούσε μια τάξη εκλεκτών και κρατικοδίαιτων που θα ερχόταν, αργά ή γρήγορα, σε ευθεία αντιπαράθεση με την υπόλοιπη κοινωνία.»(«Τέλος στον κρατικοδίαιτο πολιτισμό» Καθημερινή 24.10.2004).
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 30.11.2004