Το μεγαλύτερο κεφάλαιο ενός δημοσιογράφου είναι η αξιοπιστία του. Κι αυτή συσσωρεύεται καθημερινά (όταν μεταδίδει ακριβείς κι αληθείς πληροφορίες) ή σκορπίζεται καθημερινά (όταν πράττει το αντίθετο).
Πολλοί θεωρούν την δεοντολογία κάτι ως ηθικοπλαστική δραστηριότητα κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, ενός επαγγέλματος που θέλει να είναι λειτούργημα. Κατ’ αντιστοιχία πολλοί επίσης θα πιστεύουν ότι «Δεοντολογία, Κώδικες και Ηθική» στις σχολές δημοσιογραφίας είναι κάτι σαν το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία. Ένα μάθημα που υπάρχει για να διευκολύνει τις «κοπάνες» των υποψηφίων (φοιτητών ή δημοσιογράφων), μια στείρα μεταβίβαση ηθικών κανόνων που κανείς δεν θα είναι υποχρεωμένος να μάθει ή να ακολουθήσει στο υπόλοιπο του βίου του.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Η δεοντολογία δεν αποτελεί απλώς ηθική επιταγή. Είναι εργαλείο δουλειάς. Ένας δημοσιογράφος δεν είναι απλώς ένας «κουτός ιμάντας μεταβίβασης πληροφοριών», αλλά ένας επαγγελματίας που κατ’ αρχήν αξιολογεί και κρίνει και κατά δεύτερον μεταβιβάζει αληθείς πληροφορίες. Οι δεοντολογικοί κανόνες δεν είναι ηθικοί. Είναι εργαλειακοί. Για παράδειγμα, ένας δημοσιογράφος που δεν ονοματίζει ποτέ κάποιον κατηγορούμενο για φόνο ως «φονιά» ή «δολοφόνο», δεν το κάνει επειδή θέλει να είναι ηθικός, αλλά γιατί θέλει να προφυλάσσει τα νώτα του. Μπορεί ο κατηγορούμενος να αθωωθεί και ψεύτης στα μάτια του κοινού να βγει ο δημοσιογράφος.
Το μεγαλύτερο κεφάλαιο ενός δημοσιογράφου είναι η αξιοπιστία του. Κι αυτή συσσωρεύεται καθημερινά (όταν μεταδίδει ακριβείς κι αληθείς πληροφορίες) ή σκορπίζεται καθημερινά (όταν πράττει το αντίθετο). Η δεοντολογία λοιπόν είναι ένας μηχανισμός συσσώρευσης δημοσιογραφικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό αξίζει την προσοχή μας…
Αδημοσίευτο 12.2002